Εκείνο το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, στο μέσο της μεγάλης πανδημίας που θέριζε άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και κάθε τάξης, με υποκείμενα νοσήματα ή χωρίς, ο πελώριος στο σώμα, σχεδόν γίγαντας, παπα-Μακάριος, εφημέριος του ιερού ναού της Αγίας Αικατερίνης – που ήταν χτισμένος στα σύνορα με τον γύφτικο μαχαλά -, μαζί με τους δύο καλλίφωνους ιεροψάλτες του, εκ των οποίων ο δεξιός ήταν άνθρωπος του Θεού κι ο λαμπαδάριός του αθυρόστομος και καλαμπουρτζής, και μ’ έναν εκ των επιτρόπων, ιδιοκτήτη μιας καντίνας που έφτιαχνε υπέροχα σουτζουκάκια, αλλά πάντα τη Μεγάλη Εβδομάδα την κρατούσε κλειστή, για να μην μπαίνουν σε πειρασμό οι καλοφαγάδες, έψαλαν την ακολουθία του Επιταφίου μέσα στην άδεια εκκλησία, αφού η κυκλοφορία στην πόλη είχε απαγορευθεί αυστηρά από τον φόβο εξάπλωσης του κορωνοϊού.
Οταν μετά το πέρας της δοξολογίας ήλθε η ώρα της «εξόδου» του Επιταφίου – που τα προηγούμενα χρόνια οι πιστοί τον περιέφεραν σε όλον τον συνοικισμό κρατώντας κεριά και φαναράκια -, οι τέσσερίς τους συνόδευσαν εντός του ναού την υφασμάτινη εικόνα του τεθνεώτος Χριστού, δηλαδή το κεντημένο ύφασμα που πρώτα αυτό ονομαζόταν Επιτάφιος κι έπειτα δόθηκε το ίδιο όνομα και στο κουβούκλιο, όπου ύστερα απ’ την Αποκαθήλωση ετίθετο για προσκύνημα. Κουβούκλιο που, ως γνωστόν, συμβολίζει τον λαξεμένο μέσα στον βράχο τάφο του Κυρίου αλλά, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών, εκείνο το Πάσχα παρέμεινε παροπλισμένο στο υπόγειο.
Πάνω στο ύφασμα, που τις δύο άκρες του κρατούσε ο ευλαβής ιεροψάλτης και τις άλλες δύο ο χοντρός επίτροπος, υπήρχαν λίγα τριαντάφυλλα κι ένα ματσάκι «δάκρυα της Παναγίας». Ο έτερος ψάλτης, προπορευόμενος, σήκωνε στα χέρια του τον Σταυρό του Κυρίου ψάλλοντας με τη βροντώδη φωνή του εγκώμια από μνήμης, ξοπίσω δε ακολουθούσε ο παπα-Μακάριος, διπλάσιος σε όγκο από τους άλλους κι ένα κεφάλι πιο ψηλός, κρατώντας το Ευαγγέλιο. Αξαφνα ο επικεφαλής της πομπής ξέσπασε σε ασυγκράτητους λυγμούς και δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. Η αντίδρασή του δεν ήταν υποκριτική ή θεατρινισμός, αφού απ’ αυτόν όλα μπορούσες να τα περιμένεις, μα προήλθε από την αναπάντεχη συγκίνησή του. Στον ναό όμως, κατά τις διάφορες ακολουθίες, δεν έχουν θέση τα συναισθηματικά ξεσπάσματα, γι’ αυτό, σχεδόν αμέσως, ο ίδιος, που ήταν στις «θεωρίες» καθηγητής αλλά όχι και στην πράξη, συναισθανθείς το ατόπημά του, επανήλθε στην τάξη και συνέχισε να λέει όσα έπρεπε να πει…
Στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, επί σειρά πολλών ετών, κανείς δεν είχε μαγνητοφωνήσει αυτά που ψάλλονταν – ίσως γιατί στις εκφωνήσεις ο ιερεύς δυσκολευόταν να κρατά τους ήχους και τον τόνο -, ούτε βίντεο είχαν τραβήξει ποτέ, όπως τα τελευταία χρόνια σε πολλούς ναούς το συνηθίζουν, από τότε που τα κινητά τηλέφωνα έγιναν του συρμού. Εξάλλου, όσα παράγονται κατά τις εκκλησιαστικές ακολουθίες είναι ένα «παρόν», ένα «τώρα», που δεν έχει νόημα να διασωθεί γι’ αργότερα. Στο μέλλον θα υπάρχει ένα άλλο παρόν, μετά ένα άλλο και ούτω καθεξής.
Εκείνη τη φορά όμως ο ιερεύς έριξε την ιδέα οι τέσσερις να φωτογραφηθούν με φόντο πίσω τους τον άδειο από το σώμα του Χριστού ξύλινο Σταυρό. Και το έκαναν, με τη βοήθεια ενός iPad, για να θυμούνται την κακιά χρονιά αλλά και την παράλογη συγκίνηση, απ’ την οποία, λίγο-πολύ, όλοι είχαν καταληφθεί. Και λέω παράλογη, γιατί, έτσι κι αλλιώς, σε λίγες ώρες ο Χριστός πάλι θα ανασταινόταν, ξανακαταργώντας τον θάνατο.
Κατά την αποχώρηση εκ του ναού οι τέσσερις μοιράστηκαν τα λιγοστά λουλούδια. Επιστρέφοντας στο σπίτι του ο «σταυροφόρος» πήρε μαζί του τα «δάκρυα της Παναγίας», που στα λατινικά ονομάζονται Coix lacryma. Στη γυναίκα του αφηγήθηκε το περιστατικό πιο δραματοποιημένο κι απ’ ό,τι συνέβη κι εκείνη, με σπασμένη φωνή, έπιασε να του λέει ότι τα συγκεκριμένα λουλουδάκια έχουν αυτό το όνομα γιατί, κατά την παράδοση, φύτρωσαν κάτω από τον Σταυρό του Χριστού, εκεί όπου το χώμα ποτίστηκε από τα δάκρυα της Μητέρας Του.
Τα «δάκρυα της Παναγίας» εντέλει μπήκαν σ’ ένα βάζο με νερό. Και, αφού δεν θα ζούσαν παρά μόνο λίγες μέρες, το ζευγάρι τράβηξε μια «σέλφι», για να τους θυμίζει, μαζί με τη φωτογραφία του ναού, ότι η συμμετοχή μας στα ιερά δρώμενα και την εκκλησιαστική ζωή δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, όπως και τ’ ότι μας μένει τάχα αρκετός καιρός για να μετανοήσουμε πριν απ’ τον θάνατό μας. Αλλά και να τους δίνει η γλυκιά απαθανάτιση κουράγιο, όταν τα επόμενα χρόνια ίσως έρχονταν κι άλλες δοκιμασίες, που κι αυτές, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα έπρεπε να τις ξεπεράσουν.
Με την ίδια περίπου σύνθεση γιορτάστηκε και η Παννυχίς της Αναστάσεως, στην οποία όμως παραβρέθηκε κι ο σπουδαιοφανής κύριος Ματθαίος. «Αφήστε να την παρακολουθήσω», τους παρακάλεσε, «διότι, ως καρκινοπαθής, μπορεί του χρόνου να μη ζω». Και του έκαναν το χατίρι, παρόλο που τα δέκα τελευταία χρόνια ήταν στην υγειά του μια χαρά και χρησιμοποιούσε τη δικαιολογία της αρρώστιας όποτε ήθελε να εξασφαλίσει κάποια εξαίρεση.
Την ώρα, όμως, που λεγόταν το Χριστός Ανέστη, καμιά δεκαπενταριά γύφτοι, πατεράδες με τους γιους και τους γαμπρούς τους, κρατώντας κυνηγετικές καραμπίνες, εμφανίστηκαν έξω από τον ναό και άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Μαζί τους και κάμποσα γυφτάκια, με βεγγαλικά στα χέρια, είχαν κάνει τη νύχτα μέρα. «Τι γίνεται εκεί έξω, ρε παιδιά;», διέκοψε αναστατωμένος την ακολουθία ο παπα-Μακάριος. «Πόλεμος, πάτερ», του είπε ο χοντρός επίτροπος, που θαύμαζε απ’ το παραθυράκι του ιερού τα συμβαίνοντα: «Ιράκ κι Αφγανιστάν».
Και μουσουλμάνοι
Το παράξενο είναι ότι οι πιο πολλοί από αυτούς που πυροβολούσαν δεν εκκλησιάζονταν σχεδόν ποτέ, κι ανάμεσά τους ίσως υπήρχαν και κάποιοι μουσουλμάνοι. Εντούτοις, επειδή είδαν με άσκημο μάτι το ότι το κράτος απαγόρεψε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας να λειτουργήσουν λαϊκές αγορές – αυτές που στην περιοχή μας λέγονται «παζάρια» -, αλλά κι επειδή τους έκλεισαν στα σπίτια τους μια τέτοια μέρα, που, επιτέλους, δεν είναι γιορτή μόνο των χριστιανών αλλά όλου του κόσμου, άρπαξαν τα «καριοφίλια» και διατράνωσαν τη διαμαρτυρία τους, ανάμεικτη μ’ ένα ακαθόριστο ξέσπασμα ιερού θυμού.
Πάντως, τη συγκεκριμένη αντίδραση την είχε προαναγγείλει σύμβουλος του δήμου που εκλεγόταν με τις ψήφους των Ρομά: «Εκλεισαν τον κόσμο μέσα», είπε στον τοπικό ραδιοσταθμό, «με αποτέλεσμα να σταματήσουν τα συσσίτια, να πάψει η ζητιανιά, να μην μπορούν να δουλέψουν οι παλιατζήδες, να κοπούν με το μαχαίρι κάποιες αθώες μικροπαρανομίες απ’ τις οποίες συντηρούνται πολλοί… Σκέφτηκε όμως κανείς πώς θα ζήσουν όσοι έχουν γυναίκες και παιδιά; Εμείς προειδοποιούμε τις Αρχές πως ό,τι κι αν μας κάνουν, θα βρούμε τρόπο ν’ αντιδράσουμε!» – η προσωπική αντωνυμία σε πρώτο πληθυντικό, αν και ο ίδιος ήταν άλλης καταγωγής.
Ανήμερα το Πάσχα, που η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από μυρουδιές ψητών αρνιών και κατσικιών – τα πιο πολλά μαγειρεμένα σε ηλεκτρικές κουζίνες και μέσα σε ταψιά, αφού οι συναθροίσεις περισσότερων από έξι ατόμων είχαν απαγορευτεί ακόμα και στις αυλές, στις οποίες ούτε ανάφτηκαν μαγκάλια ούτε μπήκαν σούβλες -, η Αστυνομία εφόρμησε σε σπίτια του μαχαλά κι έκανε έρευνα για τα όπλα αλλά και για το «αναστάσιμο» επεισόδιο. Τα μόνα όμως που βρήκαν ήταν μικροποσότητες χασίς και κάτι κλοπιμαία.
Λίγο πριν απ’ τον εσπερινό της Αναστάσεως, που κατά παράδοση διαβάζεται πριν απ’ το μεσημέρι της Κυριακής, για να έχουν στη συνέχεια οι παπάδες, μετά την κούραση της Μεγάλης Εβδομάδας, αδιάσπαστο χρόνο να ευωχηθούν, ο παπα-Μακάριος, με κάποια ίχνη ενοχής, επειδή, αντίθετα με άλλους ιερείς, αυτός πειθάρχησε πιστά στις διαταγές του κράτους, είπε: «Εντέλει, οι μόνοι που αντιστάθηκαν στους δεδηλωμένους εχθρούς της Εκκλησίας ήταν οι γύφτοι. Η οποία Εκκλησία στη χώρα μας βρίσκεται πάντα σε διωγμό από τους πάντες».
Τότε ο αριστερός ψάλτης τού απάντησε με ανοίκειο ύφος: «Παπά μου, οι λατρευτικοί χώροι έκλεισαν σε όλον τον κόσμο, στην Τουρκία, στην Ινδία, στας Ευρώπας… Αλλά, αν στην Ελλάδα κάποιοι ισχυρίζεστε ότι η Εκκλησία είναι διωκόμενη, σίγουρα ονειρεύεστε να γίνουμε κι εμείς κράτος θεοκρατικό: τουτέστιν, Ιράκ κι Αφγανιστάν και Περσία».
Ακούγοντάς τον ο Μακάριος έξυσε τη γενειάδα του και σάλιωσε τα χείλη με τη γλώσσα του, ενώ σκεφτόταν να υπενθυμίσει στον αναιδή ότι τον είχαν προσλάβει ως ψάλτη ελλείψει οποιουδήποτε καλυτέρου. Αλλά, για να μη χαλάσουν τις καρδιές τους τέτοια μέρα, του είπε: «Αδελφέ, το μόνο που σου απαντώ είναι Χριστός Ανέστη, κι ο Θεός να σου δίνει φώτιση». Κι έκανε τον τεράστιο σταυρό του από την κορυφή του μετώπου του μέχρι το κάτω μέρος της δεσποτικής κοιλιάς του, και από τη δεξιά μασχάλη του ως την αριστερή του επωμίδα.