Αφότου ο αείμνηστος Αβέρωφ εξέδωσε το ομώνυμο δίτομο έργο του, το 1981, έχει καθιερωθεί όταν μιλούμε για το Κυπριακό (σπανίως πλέον) να το βλέπουμε ως μια «ιστορία χαμένων ευκαιριών». Ο τίτλος που έδωσε τότε ο Αβέρωφ αναφερόταν στην περίοδο 1950-1963, την οποία κάλυπτε με το έργο του, και απεδείχθη προφητικός. Εκτοτε, ακολούθησαν και άλλες ευκαιρίες, με αποκορύφωμα το σχέδιο Ανάν το 2004, τις οποίες χάσαμε, με αποτέλεσμα η παράδοση των χαμένων ευκαιριών να έχει πλέον παγιωθεί. Το ερώτημα που θέλω να θέσω είναι αν είμαστε σίγουροι ότι υπάρχουν πια ευκαιρίες στο Κυπριακό για να τις χάσουμε…
Παρότι η φράση είχε αρχικά αυτοκριτικό χαρακτήρα, όπως τη χρησιμοποιούμε σήμερα, η αυτοκριτική έχει εκφυλισθεί σε παραμυθία. Η φράση υπονοεί την αέναη επανάληψη, που είναι κάποιας μορφής παρηγοριά: δεν πειράζει που χάσαμε εκείνη την ευκαιρία, ας πάει στο καλό, θα έλθει η επόμενη. Ισως αυτή να μη τη χάσουμε, ίσως σπάσουμε τον φαύλο κύκλο! Στην πραγματικότητα, όμως, το συγκεκριμένο πλαίσιο δεν προσφέρει άλλες ευκαιρίες στο Κυπριακό, είτε για να αξιοποιηθούν είτε για να χαθούν.
Χθες στη Γενεύη έγινε η πρώτη συνάντηση γνωριμίας των αντιπροσωπειών, όμως από τον τρέχοντα κύκλο των συνομιλιών για το Κυπριακό είναι απίθανο να προκύψει πρόοδος. Το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι η πολιτισμένη διαφωνία, ώστε να μην εκτεθεί ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ που κατέβαλε τόσες προσπάθειες ο άνθρωπος για την επανεκκίνηση της διαδικασίας.
Η θέση της τουρκοκυπριακής πλευράς υπέρ των δύο κρατών είναι, χωρίς αμφιβολία, η αρχική διαπραγματευτική θέση της, από την οποία θα υποχωρήσει με ανταλλάγματα. Τίποτε όμως δεν μας εγγυάται ότι η μορφή επανένωσης που θα προτείνει η άλλη πλευρά θα μας βρίσκει σύμφωνους, όταν υπάρχει το προηγούμενο του 2004. Το αντίθετο μάλιστα: υπάρχει ποτέ περίπτωση να συμφωνήσουν οι Τούρκοι σε κάτι καλύτερο από αυτό που η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψε δια της λαϊκής ετυμηγορίας το 2004;
Δεν έχει νόημα να αυταπατώμεθα άλλο: η περίφημη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) και απέχει πάρα πολύ από τις προθέσεις της άλλης πλευράς και, επιπλέον, δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι είναι πραγματικά επιθυμητή από τη δική μας πλευρά, όσο και αν κόπτεται ότι μόνο μέσα στο πλαίσιο αυτό μπορεί να υπάρξει λύση. Να συνυπολογίσουμε, επίσης, ότι η εργαλειοποίηση της ενεργειακής πολιτικής που επιχείρησε η Λευκωσία όχι μόνον απέτυχε (αφού πρώτα περιέπλεξε ακόμη περισσότερο Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό), αλλά εν τέλει υπέσκαψε και την αξιοπιστία της προσπάθειας για επανένωση της νήσου.
Αν, λοιπόν, δεν υπάρχει ελπίδα λύσης μέσα στο πλαίσιο του ΟΗΕ, γιατί επιμένουμε σε αυτή την πολιτική και δεν αναζητούμε μια άλλη; Δεν έχουμε τη δύναμη, νομίζω, επειδή την Ελλάδα και την Κύπρο ενώνουν οι ακατάλυτοι και όχι σπανίως νοσηροί δεσμοί της οικογένειας, με όλες τις ενοχές και τις νευρώσεις που μεταφέρουν από το παρελθόν. Η δυνατότητα της πρωτοβουλίας εκτός των τετριμμένων χάνεται στην ιδιαιτερότητα της σχέσης των δύο ελληνικών κρατών, με το μικρότερο από τα δύο να κατορθώνει να χειρίζεται τη στάση του μεγαλύτερου, επ’ αμοιβαία βλάβη αμφοτέρων.
Εντούτοις, όσο και αν σωρεύεται το κόστος του Κυπριακού στα Ελληνοτουρκικά, η Αθήνα είναι αδύνατον να απεμπλακεί από το Κυπριακό. Δεν υπάρχει πολιτικός που θα τολμούσε να αναλάβει την ευθύνη έναντι τη Ιστορίας για την οριστική απώλεια ενός τμήματος του Ελληνισμού. (Παρεμπιπτόντως, η συγκεκριμένη ορολογία, που είναι η επίσημη, είναι προβληματική, διότι υπονοεί ότι στην Κύπρο δεν υπήρχαν Τούρκοι, ώστε να δικαιούνται και αυτοί μέρος του νησιού).
Οτι όμως επιλέγουμε τη στασιμότητα δεν σημαίνει ότι η απώλεια αναιρείται. Μόνον ότι η αναγνώρισή της αναβάλλεται για το μέλλον. Για τότε, δηλαδή, που θα έχουν περάσει οι γενιές που βίωσαν το τραύμα και θα μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι η Κύπρος ήταν ένα νησί, στο οποίο ζούσαν Ελληνες και Τούρκοι, αλλά δεν τα πήγαιναν καλά και το χώρισαν στα δύο. Σκληρό, αλλά ο χρόνος απλοποιεί τις περίπλοκες καταστάσεις στα ουσιώδη τους.