Θεματικός πυρήνας του παρόντος άρθρου είναι μία φορητή εικόνα που προέρχεται από τη σιφνέικη μονή της Παναγίας της Βρύσης (Κυρίας Βρυσιανής) και ανήκει στη Συλλογή φορητών εικόνων και ξυλόγλυπτων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου.
Στη συγκεκριμένη εικόνα, που φέρει την υπογραφή του κρητικού ζωγράφου Εμμανουήλ Λαμπάρδου και χρονολογείται στο 16ο-17ο αιώνα, απεικονίζεται ο Επιτάφιος Θρήνος, σκηνή αγαπητή στην εικονογραφία ήδη από τον 11ο αιώνα.
Η εικόνα (41,5×52 εκ.) αναπαράγει έναν εικονογραφικό τύπο που αναπτύχθηκε στην Κρήτη το 15ο αιώνα και βασίζεται σε παλαιολόγεια πρότυπα.
Ο νεκρός Ιησούς, στο κέντρο της εικόνας, κείτεται επάνω σε μαρμάρινη πλάκα, με το κεφάλι του στην αγκαλιά της Παναγίας, η οποία εικονίζεται εμφανώς καταβεβλημένη από τη θλίψη.
Πίσω της, στο αριστερό τμήμα της παράστασης, οδύρεται με τα χέρια υψωμένα η Μαρία Μαγδαληνή, πλαισιωμένη και από άλλες γυναικείες μορφές που μοιρολογούν.
Στο κέντρο, σκυμμένος προς το πρόσωπο του νεκρού Ιησού, θρηνεί και προσκυνά ο Ιωάννης, και λίγο πιο δεξιά ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, που τακτοποιεί το σάβανο.
Στο δεξί άκρο της παράστασης εικονίζεται ο Νικόδημος, στηριγμένος στη σκάλα που χρησιμοποιήθηκε για την Αποκαθήλωση.
Τα σύνεργα της Αποκαθήλωσης βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, δίπλα σε περίτεχνο δίωτο μυροδοχείο (τα αρώματα προορίζονται για την περιποίηση του σώματος του νεκρού).
Σε δεύτερο πλάνο εικονίζεται ο σταυρός με τα σύμβολα του Πάθους, τονισμένος επάνω στο χρυσό κάμπο.
Στα άκρα βλέπουμε δύο αποκλίνουσες βουνοκορφές, με οξείες κάπως ακμές.
Η όλη απεικόνιση δίνει με ένταση τη δραματικότητα της στιγμής, με ύφος μνημειακό, αν και μάλλον αυστηρό.
Οι μορφές περικλείουν το βουβό πόνο και τονίζονται με έντονες φωτοσκιάσεις.
Το κόκκινο, χρώμα του πάθους, κυριαρχεί.
Οι πτυχές των ενδυμάτων, οι ανατομικές λεπτομέρειες και το τοπίο αποδίδονται με γραμμικότητα, όπως συνηθίζει ο δημιουργός της εξαιρετικής αυτής εικόνας.
Τα επιμέρους στοιχεία και η σφιχτή σύνθεση φανερώνουν ένα μεγάλο καλλιτέχνη των αρχών του 17ου αιώνα.
Ο Εμμανουήλ Λαμπάρδος
Το επίθετο Λαμπάρδος δεν ήταν ασυνήθιστο στα πολιτιστικά δρώμενα της Κρήτης το 17ο αιώνα.
Μια μεγάλη οικογένεια ζωγράφων, με καταγωγή από το Ρέθυμνο, δρούσε στο νησί εκείνη την περίοδο.
Ειδικά με το όνομα Εμμανουήλ υπήρχαν δύο ζωγράφοι: ο θείος και ο ανιψιός του.
Ο πρεσβύτερος Εμμανουήλ Λαμπάρδος ήταν γιος του παπα-Νικόλαου.
Ήταν, επίσης, αδελφός του Τζανή Λαμπάρδου και θείος των Εμμανουήλ, Μαρή, Τζώρτζη, Νικολού και Σταμάτη.
Για τον νεότερο γνωρίζουμε ότι ήταν γιος του Πιέρου, αδελφός των ζωγράφων Μαρή και Τζώρτζη Λαμπάρδου και ανιψιός του Εμμανουήλ, όπως προαναφέρθηκε.
Επειδή οι δύο συνονόματοι και συγγενείς ζωγράφιζαν με το ίδιο, συντηρητικό στυλ και υπέγραφαν με τον ίδιον τρόπο, δεν είναι διόλου εύκολη η διάκριση των έργων τους.
Είναι βέβαιο, πάντως, ότι θείος και ανιψιός συνυπήρξαν κάποια χρόνια, έχοντας πιθανώς και κοινό εργαστήριο.
Τούτων δοθέντων, η ακριβής χρονολόγηση και διάκριση των έργων τους αποτελεί αντικείμενο της έρευνας ακόμα και σήμερα.
*Οι πληροφορίες που αφορούν τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της παράστασης προέρχονται από το συγγραφικό έργο «Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών» (συγγραφέας Μυρτάλη Αχειμάστου – Ποταμιάνου, ΤΑΠ, 1998).