Στην αρχή της πανδημίας, η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία γνώρισε τουλάχιστον μια όψιμη αναγνώριση: η επιμονή που έδειχνε διαχρονικά στο κοινωνικό κράτος αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο την περίοδο του κοροναϊού, έκανε πολλούς να αναρωτιούνται αν θα μπορούσε να ξαναγίνει δημοφιλής. Δεν τα κατάφερε, τουλάχιστον με τον τρόπο που θα ήθελαν τα στελέχη της: τα πιο ιστορικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη ψάχνονται ακόμα να βρουν τον βηματισμό τους. Στη Γερμανία, η άνοδος των Πρασίνων ανάγκασε το SPD, πέραν του να προσφέρει τον εαυτό του ως ενδεχόμενο κυβερνητικό εταίρο, να ανοιχτεί πιο εύκολα στην ατζέντα του περιβάλλοντος και της πράσινης ανάπτυξης. Το παράδοξο της Γερμανίας, που μοιάζει σε αυτές τις εκλογές να αντικαθιστά τη σοσιαλδημοκρατία από κυρίαρχο προοδευτικό πόλο απέναντι στο CDU, προσελκύει το ενδιαφέρον και των ευρωπαίων προοδευτικών. Μήπως, τελικά το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας περνάει από το περιβάλλον;
Σε αντίθεση με τις χώρες τις Βόρειας Ευρώπης, στην Ελλάδα η οικολογική ατζέντα δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση τα προηγούμενα χρόνια. Μια γενικότερη αίσθηση πως οι οικολόγοι είναι ενίοτε ακόμα και γραφικοί, αλλά και ο τρόπος που πολιτεύτηκαν τα πράσινα κόμματα στη χώρα δημιούργησαν ένα κενό πολιτικής: το πιο γνωστό κόμμα οικολόγων, οι Οικολόγοι-Πράσινοι, συνεργάζονται εκλογικά ήδη από το 2015 με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το κενό ανέλαβε να καλύψει η ΝΔ, η οποία επί Κυριάκου Μητσοτάκη έχει στραφεί στην περιβαλλοντική πολιτική. Κατά κύριο λόγο, με την προώθηση της ηλεκτροκίνησης, της πολιτικής απολιγνιτοποίησης, την αξιοποίηση της ΠΥΡΚΑΛ στον Υμηττό, αλλά και τον περιβαλλοντικό παράγοντα ως στοιχείο πλέον οικονομίας που περιέχεται στο «Ελλάδα 2.0». Στον αντίποδα, η κυβέρνηση προκάλεσε την αντίδραση των περιβαλλοντικών οργανώσεων όταν, στον πρόσφατο περιβαλλοντικό νόμο, άλλαξε το καθεστώς των περιοχών Natura. Οι Πράσινοι, ωστόσο, τουλάχιστον με τη μορφή που έχουν σήμερα στη Γερμανία, έχουν προοδευτικό πρόσημο. Στην Κουμουνδούρου, που «διαβάζουν» τις εξελίξεις στο εξωτερικό, είχαν ήδη μια πρώτη επαφή με την υποψήφια Πράσινη καγκελάριο Αναλένα Μπέρμποκ, με στόχο τη δημιουργία ενός διαύλου επικοινωνίας. Στο εσωτερικό, βέβαια, η διαχείριση των περιβαλλοντικών θεμάτων μοιάζει περισσότερο κολλημένη στο παρελθόν, σχεδόν επαναπαυμένη στην «πράσινη» παράδοση της Αριστεράς. Χαρακτηριστικά, ο Αλέξης Τσίπρας δεν απάντησε ποτέ στην επιστολή της Φώφης Γεννηματά που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κοινή συνισταμένη για τον κλιματικό νόμο – αυτό επετεύχθη χωρίς τη συμμετοχή του ανάμεσα στην κυβέρνηση και το Κίνημα Αλλαγής.
Για το Κίνημα Αλλαγής, που ίσως κοιτάει τη σχέση του SPD και των Πρασίνων με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, το θέμα οικολογία και περιβάλλον δεν είναι προνομιακό, είναι ωστόσο γνώριμο: ήδη από το 2000 η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη είχε κάνει τα πρώτα βήματα, ενώ η ατζέντα της πράσινης ανάπτυξης εισήχθη στην κεντρική πολιτική σκηνή από τον Γιώργο Παπανδρέου – και μάλιστα σε μια εποχή που η συζήτηση για το περιβάλλον δεν ήταν τόσο δημοφιλής έως σήμερα. Οι ιδέες για περιβαλλοντική πολιτική ενισχύθηκαν πολύ στην Κεντροαριστερά εν μέσω πανδημίας.
Ολοκληρωμένη πρόταση
Ο κλιματικός νόμος έγινε πρόσφατα η αφορμή για μια διαδικτυακή εκδήλωση, στην οποία η Φώφη Γεννηματά παρουσίασε την ολοκληρωμένη πρόταση του Κινήματος Αλλαγής για το περιβάλλον, που κινείται προς την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας της Ελλάδας έως το 2050, θέτοντας συγκεκριμένους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίου στον δημόσιο τομέα έως το 2030 και στηρίζοντας τη δημιουργία συγκεκριμένου προϋπολογισμού υποστήριξης. Εκεί έγινε αναφορά στη σύσταση ανεξάρτητου κλιματικού συμβουλίου (που θα προτείνει λύσεις και θα παρακολουθεί την πρόοδο στην υλοποίηση των κλιματικών στόχων), στη θεσμοθέτηση κλιματικής συνέλευσης με αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση, τη σύσταση αρμόδιας επιτροπής διαλόγου αλλά και αντίστοιχη διαφάνειας και λογοδοσίας. Απόρροια αυτής της επιλογής ήταν η επιστολή στους πολιτικούς αρχηγούς, στην οποία απάντησε ο Πρωθυπουργός.
Μπορεί το Κίνημα Αλλαγής να επανασυστήσει το κοινό του στην περιβαλλοντική ατζέντα; Για τη νέα γενιά, δεν θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο -ωστόσο, στον γενικό πληθυσμό, η περιβαλλοντική συμπεριφορά των Ελλήνων δεν φημίζεται ιδιαίτερα.