Οι πολυσυζητημένες «πρώτες 100 ημέρες» ενός ηγέτη, ενός αμερικανού προέδρου εν προκειμένω, είναι στην πραγματικότητα ένα αυθαίρετο ορόσημο, όχι απαραίτητα ενδεικτικό της θέσης που θα διεκδικήσει τελικά η θητεία του στην Ιστορία. Αρέσει όμως στους δημοσιογράφους, γιατί επιτρέπει τις συγκρίσεις με προκατόχους τού αξιώματος, από τους καλύτερους (βλ. Φραγκλίνο Ρούζβελτ) μέχρι τους χειρότερους (βλ. Ντόναλντ Τραμπ), και μια πρώτη αξιολόγηση των προτεραιοτήτων, της κυβερνητικής στρατηγικής καθώς και των προβλημάτων που διαγράφονται στον ορίζοντα. Καθώς ο Τζο Μπάιντεν συμπληρώνει, σήμερα, 100 ημέρες στον Λευκό Οίκο, ένα πράγμα μπορεί να πει κανείς μετά βεβαιότητος: όσοι περίμεναν έναν αργοκίνητο, μαλθακό, αδύναμο πρόεδρο υποτίμησαν και τις ικανότητες, και τη νοημοσύνη, και την ενσυναίσθησή του.
Σε μια πρόσφατη διαδικτυακή συζήτηση στον ιστότοπο FiveThirtyEight, τέσσερις αναλυτές κλήθηκαν να αποκαλύψουν το ένα πράγμα που τους έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση από τις πρώτες 100 ημέρες του Μπάιντεν. Η Τζούλια Αζάρι είπε πως εξεπλάγη από το πόσο ξεκάθαρα επέστρεψε το εκκρεμές μετά την προεδρία Τραμπ, από το πόσο μη επεισοδιακή και μη χαώδης είναι μέχρι στιγμής αυτή η προεδρική θητεία. Η Σάρα Φρόστενσον σχολίασε πως της έκανε εντύπωση το πόσο αριστερά μετακινήθηκε το Δημοκρατικό Κόμμα επί Τραμπ και πόσο πιο φιλελεύθερο είναι επί Μπάιντεν, πεμπτουσίας του μετριοπαθούς Δημοκρατικού. Ο Πέρι Μπέικον «κρατά» πρωτίστως το γεγονός ότι ο Μπάιντεν δεν πολυπίστευε τη ρητορική του για το πώς θα συνεργάζονταν μαζί του οι Ρεπουμπλικανοί: προχωρά επιθετικά μπροστά σε αυτά που θέλει να κάνει και δεν κυνηγάει απεγνωσμένα ρεπουμπλικανικές ψήφους που δεν επρόκειτο ούτως ή άλλως να έρθουν. Οσο για τον Τζόφρι Σκέλι, αυτός σημείωσε το «ταβάνι» που μοιάζει να επιβάλλει η σημερινή, έντονη πολιτική πόλωση στη δημοτικότητα ενός προέδρου: από τον Τζίμι Κάρτερ και εξής, όλοι οι πρόεδροι απολάμβαναν για 100 ημέρες μετά την ορκωμοσία τους ένα ποσοστό δημοτικότητας γύρω στο ή άνω του 58% – μέχρι τον Τραμπ, που είχε ποσοστό δημοτικότητας μόλις 40%. Ο Μπάιντεν, πάλι, φτάνει στο 53%. Και είναι δύσκολο να πει κανείς αν στους ψηφοφόρους αρέσουν αυτά που κάνει ή αν ουσιαστικά όσοι απεχθάνονταν το στυλ διακυβέρνησης του Τραμπ αγαπούν το στυλ του Μπάιντεν και το αντίστροφο.
Τι είχε πει ο Τραμπ
Στη διάρκεια της εκστρατείας του για τις προεδρικές εκλογές του 2016, ο Τραμπ είχε υποσχεθεί ότι μέσα στις 100 πρώτες ημέρες της θητείας του θα καταργούσε το Obamacare, θα έχτιζε ένα τείχος στα σύνορα με το Μεξικό και θα έπειθε το Κογκρέσο να επιβάλει όρια θητειών. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη, ο Τραμπ παρήγαγε εντούτοις αναμφισβήτητα περισσότερο χάος από όλους τους προκατόχους του. Επέβαλε απαγόρευση στους μετανάστες και τους ταξιδιώτες από τις μουσουλμανικές χώρες, αν και αυτή ανατράπηκε γρήγορα από τα ομοσπονδιακά δικαστήρια. Διέκοψε την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση στις πόλεις – καταφύγια μεταναστών, αν και αυτό, επίσης, αμφισβητήθηκε σύντομα. Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειάς του παραιτήθηκε εν μέσω ενός σκανδάλου για μυστικές επαφές με ρώσους αξιωματούχους. Σύντομα, ωστόσο, ο Τραμπ αποκήρυξε την τρίμηνη προθεσμία που είχε θέσει ο ίδιος ως «γελοία», επιμένοντας ταυτόχρονα πως έκανε «περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο» τις πρώτες 100 ημέρες του.
Ταχεία ανάληψη δράσης υποσχέθηκε και ο Τζο Μπάιντεν. Υποσχέθηκε τη χορήγηση 100 εκατομμυρίων δόσεων εμβολίων κατά της Covid-19 μέσα στις πρώτες 100 ημέρες της προεδρίας του. Και όταν αυτό αποδείχθηκε υπερβολικά εύκολο, διπλασίασε τον στόχο στα 200 εκατομμύρια – και τον πέτυχε. Υποσχέθηκε ανακούφιση από την οικονομική κρίση που έφερε η πανδημία και κατάφερε να περάσει από το Κογκρέσο ένα πακέτο βοήθειας ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων. Πρότεινε επίσης ένα σχέδιο υποδομών ύψους 2,3 τρισ. δολαρίων, που προβλέπει μαζικές επενδύσεις στην πράσινη βιομηχανία και τεχνολογία. Ανακάλεσε δεκάδες πολιτικές του Τραμπ μέσα από εκτελεστικά διατάγματα, επαναφέροντας μεταξύ άλλων τις ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Επιβεβαίωσε την επιστροφή των ΗΠΑ στην πολυμέρεια και την κοινή λογική συμμετέχοντας, για πρώτη φορά μετά το 2009, σε ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής, ξεκινώντας, έστω και έμμεσα, συνομιλίες με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, διοργανώνοντας μια διεθνή τηλεδιάσκεψη για το κλίμα και αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να περιορίσουν οι ΗΠΑ κατά 50%-52% τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030. Εμφανίζεται αυστηρός απέναντι στην Κίνα («Δεν έχει ούτε ίχνος δημοκρατίας μέσα του», δήλωσε για τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ) και σκληρός απέναντι στη Ρωσία (όσες ενστάσεις ρεάλπολιτικ και αν μπορεί να εγείρει κανείς στην καταφατική απάντηση που έδωσε όταν ρωτήθηκε αν ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι δολοφόνος). Και τόλμησε πρόσφατα να κάνει αυτό που δεν είχε τολμήσει κανένας προκάτοχός του, να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις της Τουρκίας.
Ρούσβελτ;
Οπως σημειώνει εντούτοις στους «Los Angeles Times» ο Ντόιλ ΜακΜάνους, παρόλη την απροσδόκητη τόλμη του, τα μέχρι στιγμής πεπραγμένα του Τζο Μπάιντεν δεν φτάνουν τα στάνταρ ενός Ρούζβελτ. Ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ είχε περάσει μέσα στις πρώτες 100 ημέρες της θητείας του 15 σημαντικά νομοθετήματα: ο Μπάιντεν πέρασε ένα. Και παρότι είναι εντυπωσιακό το πακέτο των 1,9 τρισ. δολαρίων, οι περισσότερες έκτακτες ρυθμίσεις του είναι απλώς προσωρινές. Αντίθετα με τους νόμους του New Deal, τα προγράμματά του (και δη η οικογενειακή έκπτωση φόρου που υπόσχεται να μειώσει στο ήμισυ την παιδική ένδεια) δεν πρόκειται να διαρκέσουν, εκτός αν ο πρόεδρος πείσει το Κογκρέσο να τα παρατείνει. Οπως λέει η Ιλέιν Κάμαρκ από το Ιδρυμα Brookings, «αυτά ήταν έκτακτα μέτρα λόγω της πανδημίας. Θα μάθουμε πόσο βιώσιμα είναι όταν δούμε τη μοίρα του νομοσχεδίου για τις υποδομές».
Πανδημία, οικονομία, κλιματική αλλαγή, φυλετική δικαιοσύνη: αυτές είναι οι τέσσερις προτεραιότητες στις οποίες έχει διοχετεύσει όλη του την ενέργεια ο Τζο Μπάιντεν μέχρι στιγμής, προτάσσοντας σε κάθε περίπτωση έναν ενωτικό, καταπραϋντικό λόγο. Αλλες δημοκρατικές προτεραιότητες, η μεταρρύθμιση του Μεταναστευτικού, ο έλεγχος των όπλων, ένας κατώτατος μισθός 15 δολαρίων, έχουν λάβει ηθική στήριξη, αλλά όχι πολύ περισσότερα – γεγονός απογοητευτικό για την προοδευτική πτέρυγα των Δημοκρατικών. Η συρροή ασυνόδευτων μεταναστών στα νότια σύνορα της χώρας έχει προκαλέσει μια κρίση που η νέα κυβέρνηση, παρά την εμπειρία τόσων στελεχών της, δυσκολεύεται να ξεπεράσει. Επιπλέον, κάποιοι οικονομολόγοι ανησυχούν πως τα τεράστια νομοσχέδια δαπανών του Μπάιντεν μπορεί να αυξήσουν τον πληθωρισμό. Και υπάρχει πάντα στον ορίζοντα ο κίνδυνος να μην επιβιώσουν, στις εκλογές του 2022 για την ανανέωση του Κογκρέσου, οι δημοκρατικές πλειοψηφίες: οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες για το νομοθετικό πρόγραμμα του αμερικανού προέδρου. Τίποτε από όλα αυτά, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Τζο Μπάιντεν, που επρόκειτο να απευθύνει ξημερώματα ώρα Ελλάδας την πρώτη του ομιλία για την κατάσταση του έθνους στο Κογκρέσο, λειτούργησε τις 100 τελευταίες ημέρες σαν βάλσαμο στην ψυχή όσων απελπίζονταν με τη διχαστική ρητορική και την αλλοπρόσαλλη πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.