Το ερώτημα του «ενός εκατομμυρίου» για την ελληνική οικονομία είναι ένα: Θα γίνουν κατανάλωση τα πάνω από 20 δισ. ευρώ που έγιναν καταθέσεις στις τράπεζες τους τελευταίους 14 μήνες; Οποιος το απαντήσει, με ασφάλεια μπορεί να γνωρίζει και πόσο γρήγορα θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία. Η κυβέρνηση ποντάρει ότι το μεγαλύτερο μέρος θα επιστρέψει στην οικονομία, ε ξού και προβλέπει ανάπτυξη 3,6% για φέτος και 6,2% για το 2022. Πόσο όμως πραγματικά πιθανό είναι να επιβεβαιωθεί η αισιοδοξία της κυβέρνησης; Οι απόψεις διίστανται.
Μια αίσθηση για το τι θα γίνει μας έδωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή με τα στοιχεία που δημοσίευσε τη Μεγάλη Δευτέρα. Σύμφωνα με αυτά το τέταρτο τρίμηνο του 2020, δηλαδή στην καρδιά της πανδημίας, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε έστω και οριακά (από 30,52 δισ. ευρώ σε 30,76 δισ. ευρώ) σε σχέση με το προ κορωνοϊού τέταρτο τρίμηνο του 2019. Η κατανάλωση αντίστοιχα μειώθηκε κατά 3 δισ. ευρώ. Χρήματα δηλαδή υπήρχαν διαθέσιμα, οι αποταμιεύσεις αυξήθηκαν, απλά δεν έγιναν κατανάλωση. Το θέμα είναι αν ανεστάλη ή χάθηκε οριστικά αυτή η κατανάλωση.
Η Moody’s εκτίμησε πρόσφατα ότι οι αποταμιεύσεις που έχουν συγκεντρώσει συνολικά οι οικονομίες, θα αποτελέσουν το «καύσιμο» που θα τροφοδοτήσει την ανάκαμψη των οικονομιών. Τα πολλά δισεκατομμύρια που έχουν συγκεντρωθεί ισχυρίζεται ο οίκος ότι θα επιστρέψουν στα καταστήματα λιανικής πώλησης, στα εστιατόρια, στους χώρους διασκέδασης, στα τουριστικά θέρετρα και τις αθλητικές εκδηλώσεις.
Υποχρεώσεις
Υπάρχει βέβαια μια πιο συγκρατημένη λογική που υποστηρίζει ότι τα χρήματα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για να μαζευτούν οι υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν για πολλούς προς την Εφορία, τις τράπεζες ή την αποπληρωμή επιταγών προς ιδιώτες. Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι γνωστό ότι χιλιάδες επιχειρήσεις, κάνοντας χρήση των διευκολύνσεων του Covid δεν πληρώνουν χρέη προς το Δημόσιο, αλλά δεν εξοφλούν και επιταγές προς ιδιώτες συνεργάτες τους. Αντίθετα πιστώνονται στους λογαριασμούς τους κρατικά χρήματα και δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Τα συγκεκριμένα χρήματα που έχουν συσσωρευθεί είναι βέβαιο ότι θα απορροφηθούν από τους πιστωτές τους.
Στις δυο βασικές θεωρίες, υπάρχει και μια τρίτη, που λέει ότι τα χρήματα συγκεντρώθηκαν μεν, αλλά από λίγους. Από αυτούς που ξοδεύουν πολύ σε καταναλωτικά προϊόντα και ακριβά ταξίδια και καθ’ όλο το διάστημα της πανδημίας πάγωσε η αγοραστική τους δυνατότητα. Η κατηγορία αυτή των πολιτών φαίνεται ότι ήδη «ξεσπάει» καταναλωτικά. Φαίνεται από τις ιδιαίτερα αυξημένες αγορές πολυτελών αυτοκινήτων και εδώ στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες. Αρα η κατανάλωση από αυτή την κατηγορία έχει ξεκινήσει. Το θέμα είναι ότι αν οι καταθέσεις των ιδιωτών είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους αυτής της κατηγορίας, είναι σίγουρο ότι τα «καύσιμα» θα εξαντληθούν γρήγορα. Δεν θα γίνουν κατανάλωση ευρέως κλίμακας.
Η πιο παραγωγική λύση για την αξιοποίηση αυτών των χρημάτων θα ήταν η διοχέτευσή τους ως κεφάλαιο σε νέες επενδύσεις. Είτε στον τομέα των υπηρεσιών, είτε σε παραγωγικές επενδύσεις, είτε σε αγορές ακινήτων. Το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης, μάλλον, ποντάρει περισσότερο στο τελευταίο σενάριο, εκτιμώντας ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα θα αυξηθούν πάνω από 30% το 2022. Το όφελος από μια τέτοια εξέλιξη, θα ήταν σημαντικό τόσο για το ΑΕΠ όσο και για τα δημοσιονομικά της χώρας. Θα ήταν ωστόσο ακόμα πιο σημαντικό για την ελληνική οικονομία, από πλευράς εξωτερικού εμπορικού ισοζυγίου, καθώς μια απλή αύξηση της κατανάλωσης θα οδηγούσε σε αύξηση των εισαγωγών. Μια αύξηση ωστόσο της κατανάλωσης σε συνδυασμό με την αύξηση των επενδύσεων θα ενίσχυε την εγχώρια παραγωγή και θα βελτίωνε και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Θα διόρθωνε δηλαδή και τις δύο πληγές των «δίδυμων ελλειμμάτων» που αποτελούσαν και πριν από την κρίση το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας…