Οσοι το έχουν επιχειρήσει γνωρίζουν ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση να πετύχεις τον Μανόλη Κορρέ στο τηλέφωνο. Ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, πρόεδρος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου είναι μερικές μόνο από τις ιδιότητες που διεκδικούν τις ώρες της ημέρας του, ενώ αρκετές από τις υπόλοιπες είναι αφιερωμένες στο διάβασμα και στη σύνταξη μελετών και σχεδίων. Οταν τελικά καταφέρεις να τον βρεις και απαντήσει, ωστόσο, είναι εξίσου δύσκολο να κλείσει τη γραμμή, καθώς ακόμη και για τα πιο απλά διαδικαστικά ζητήματα έχει να σου πει ένα παράδειγμα, μια ιστορία, μια πληροφορία, που θα δημιουργήσει τελικά μια ενδιαφέρουσα αλλά διόλου σύντομη συζήτηση.
Η απάντησή του στην πρόταση γι’ αυτή τη συνέντευξη ήταν αμέσως θετική. Οταν τον ρώτησα τι άλλαξε σε σύγκριση με το παρελθόν που δεν ήταν τόσο πρόθυμος να βρεθεί κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη. «Τα προηγούμενα χρόνια ήμασταν συγκεντρωμένοι στο έργο μας χωρίς περισπασμούς. Δεν αποσπούσε την προσοχή μας ο κόσμος. Μας άφηναν να κάνουμε τη δουλειά μας. Τώρα είναι καθήκον μου να μιλήσω» – αναφερόμενος προφανώς στην έκταση που έχει πάρει η συζήτηση για τη λεγόμενη «τσιμεντοποίηση» της Ακρόπολης, τη διεύρυνση και διάστρωση δηλαδή των διαδρομών επισκεπτών με μπετόν, η οποία συνοδεύεται με έντονη κριτική, σφοδρές επιθέσεις και αμφισβήτηση των προτάσεών του. Οσως επειδή το μπετόν είναι ένα υλικό που δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς καθώς είναι συνδεδεμένο με την ασφυκτική εικόνα των μεγάλων πόλεων και την υπερ-οικοδόμηση και το οποίο, σύμφωνα με μεγάλη μερίδα επισκεπτών και χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έδωσε ένα δυσάρεστο αισθητικό αποτέλεσμα.
«Χρησιμοποιήσαμε μπετόν – σκυρόδεμα στα ελληνικά – επειδή θέλαμε να δημιουργήσουμε μια ουδέτερη επιφάνεια. Η κρίση των περισσότερων γι’ αυτό το υλικό, όμως, δεν εξαρτάται από μια νηφάλια θεώρηση των ιδιοτήτων του, αλλά από μια ψυχολογικά φορτισμένη στάση απέναντι στον τρόπο που έχει χρησιμοποιηθεί γενικά στον πολιτισμό μας. Επομένως το βλέπουν περισσότερο με τη σημειολογία που του έχει προσδοθεί και όχι αντικειμενικά με ό,τι μπορεί να είναι εκ φύσεως. Εμείς στην ΕΣΜΑ το είδαμε πιο αποστασιοποιημένα, με κριτήριο τις ιδιότητές του, την καταλληλόλητα, την ουδετερότητα και την εφαρμοσιμότητα, την οικονομία, την αντοχή και φυσικά την αναστρεψιμότητα, η οποία είναι μια αρχή που πάντοτε εφαρμόζεται σε τέτοια έργα» σχολιάζει τις αντιδράσεις που έχουν προκληθεί.
Δεν περιμένατε να υπάρξουν αντιδράσεις, τη στιγμή μάλιστα που οι επιφάνειες του μπετόν έρχονται σε αντίθεση με το πεντελικό μάρμαρο, υλικό κατασκευής των μνημείων της Ακρόπολης; Γιατί δεν κάνατε μια διαφορετική επιλογή υλικού;
Οι επεμβάσεις στα μνημεία πάντοτε συζητιούνται, αναπτύσσονται αντιρρήσεις, στο τέλος επικρατεί μια γνώμη, τίθεται υπόψη ενός συμβουλίου και εγκρίνονται δημοκρατικά. Εννοείται ότι ξέραμε ότι θα προκαλέσει εντύπωση οτιδήποτε είναι καινούργιο. Συνέβη και με τα λευκά μάρμαρα στις συμπληρώσεις των κιόνων του Παρθενώνος που αντικατέστησαν τους τσιμεντένιους σπονδύλους του Μπαλάνου (σ.σ. αναστηλωτικές επεμβάσεις 1898-1940), οι οποίοι, παρόλο που ήταν κατασκευασμένοι από λευκό τσιμέντο, οπτικά εναρμονίζονταν πολύ καλύτερα με το αρχαίο υλικό. Τώρα που τους αντικαταστήσαμε με το κατά πολύ πολυτιμότερο του τσιμέντου μάρμαρο ήταν αναμενόμενο ότι η αντίθεση θα προκαλέσει αισθητική ενόχληση. Το ίδιο συνέβη και στο Ερέχθειο όταν τελείωσαν τα έργα πριν από τρεις και πλέον δεκαετίες. Τώρα δύσκολα ενοχλείται κανείς από την παρουσία των νέων μαρμάρων, διότι μέσα σε αυτές τις δεκαετίες η παλαίωση είναι τέτοια που εναρμονίζονται, δεν είναι χιονόλευκα όπως όταν τοποθετήθηκαν. Εμένα με ικανοποιεί ως ειδικό το αποτέλεσμα σε πέντε ή έξι διαφορετικές πτυχές, Το κοινό από αυτές βλέπει μόνο μία. Δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τα αίτια αυτού του έργου. Επομένως πώς να τα κρίνει;
Δεν αντέδρασαν όμως μόνο οι επισκέπτες, αλλά και επιστημονικοί φορείς, όπως το ελληνικό τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS), το οποίο εξέφρασε τη δυσφορία του, και άλλοι που υποστήριξαν ότι θα έπρεπε για τις επεμβάσεις να ενημερωθεί η UNESCO, καθώς η Ακρόπολη αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ή ότι θα έπρεπε το θέμα να τεθεί στο επερχόμενο συνέδριο για την Ακρόπολη που θα διεξαχθεί τον Νοέμβριο.
Κάθε κράτος στην Ευρώπη, εφόσον δεν είναι προτεκτοράτο άλλων κρατών, έχει τις υπηρεσίες του, τους θεσμούς του κι έχει δημοκρατικό καθεστώς, τα του οίκου του τα αναλαμβάνει το ίδιο κι έχει και τις ευθύνες. Είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που σημειώνεται αυτό το φαινόμενο: να υπάρχουν αντιδράσεις για τα έργα στην Ακρόπολη. Στα 45 χρόνια που λειτουργεί η ΕΣΜΑ, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα κυβερνά, δεν υπήρχαν παρεμβολές αυτού του είδους, διότι θεωρούσαν ότι η Ακρόπολη είναι ένα πεδίο δράσης καθαρά επιστημονικό και τα μέλη των επιτροπών δεν αλλάζουν όταν αλλάζει μια κυβέρνηση.
Πού αποδίδετε αυτό το φαινόμενο;
Πάρα πολύ στο Διαδίκτυο, που παρέχει μια ευκολία σήμερα στην έκφραση γνώμης χωρίς πολύ κόπο. Ο,τι απαιτεί κόπο είναι για τους λιγότερους. Επί παραδείγματι, όταν κάποιος έπρεπε να γράψει ένα σύνθημα τοίχου και να κουβαλάει και τον κουβά με την μπογιά και τα πινέλα, θα είχε κάποιον σοβαρό λόγο για να το κάνει, ειδικά αν κινδύνευε κιόλας να συλληφθεί από τους Γερμανούς. Οταν υπάρχει ένα σπρέι, είναι πολύ πιο εύκολο να γράφεις ό,τι θέλεις και πολύ περισσότεροι μπορούν να το κάνουν, που σημαίνει ότι το κίνητρο μπορεί να είναι πολύ μικρότερο, επιφανειακό, ρηχό.
Γράφονται πράγματα, λοιπόν, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά αυτοί που τα διαβάζουν δεν είναι σε θέση να τα ελέγξουν κι εκείνο που επικρατεί τελικά είναι η διάθεση να μετέχουν σε αυτές τις μικρές εκφράσεις προσωπικής γνώμης. Αυτό έχει δημιουργήσει ένα φαινόμενο κοινωνικό, όχι πολιτικό ή κομματικό απαραιτήτως, το οποίο είναι ενδιαφέρον. Πάντοτε η τεχνολογία προσδιόριζε τα όρια της ελευθερίας των ανθρώπων. Προς το παρόν είμαστε θεατές αυτού του φαινομένου. Αυτό που έχει σημασία όταν κάποιος πράττει είναι να τηρεί τη δεοντολογία και να τα έχει καλά με τη συνείδησή του.
Πιστεύετε ότι υπερισχύουν τα πολιτικά κίνητρα στην κριτική που δέχεται το έργο;
Σε αισθητικά θέματα έχει ο καθένας τις δικές του προτιμήσεις. Οπότε αρκεί και μόνο η επιθυμία κάποιου να εκφραστεί σε αισθητικά θέματα για να ανακύψει αυτό που είδαμε. Υπάρχει κάτι άλλο που θεωρώ πιο σημαντικό. Σε άλλες εποχές, πριν από μερικές δεκαετίες, όσοι δεν είχαν άμεση εμπλοκή σε ένα έργο, δεν είχαν κάποια ειδικότητα, ήταν απλώς οι αποδέκτες, δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους αρμόδιο να επέμβουν, κυρίως επειδή ο καθείς μπορεί να σκεφτόταν ότι χρειάζεται να έχει στη διάθεσή του κάποιες αναγκαίες πληροφορίες πριν εκφράσει μια γνώμη. Σήμερα όμως υπάρχει μειωμένο αίσθημα ευθύνης. Αν οι αντιρρήσεις περιορίζονταν στην ξεκάθαρη δήλωση ότι δεν τους αρέσει το αποτέλεσμα κι ότι προσβάλλει αισθητικά την ευαισθησία τους, θα το σεβόμασταν. Τα χαρτιά που υπογράφονται όμως περιέχουν πραγματολογικά στοιχεία, όπως επί παραδείγματι ότι δεν είναι αναστρέψιμη επέμβαση, ότι είναι γεμάτη σίδερα, ότι δημιουργεί ζημιά στον βράχο… Ισχυρισμοί που εύκολα καταρρίπτονται αν κάποιος προβεί σε μια απλή πραγματογνωμοσύνη.
Πολλοί υποστηρικτές δικοί σας και του έργου σας αντέδρασαν διατυπώνοντας την ερώτηση: «Και ποιοι είστε εσείς που αμφισβητείτε μια αυθεντία σαν τον Κορρέ που έχει περάσει τη ζωή του στα μνημεία της Ακρόπολης;». Οι αυθεντίες δεν κάνουν λάθη;
Και οι αυθεντίες κάνουν λάθη. Υπάρχουν συμβούλια, επιτροπές και πολυάνθρωπες ομάδες, όμως, που διασφαλίζουν μια σύγκλιση και αυτό είναι πολύ δημοκρατικό. Επίσης μπορεί να κάνει λάθος κι ένα μεγάλο συμβούλιο, επειδή το μερίδιο ευθύνης που αντιστοιχεί σε κάθε μέλος του είναι εκ των πραγμάτων πολύ μειωμένο. Είναι ζήτημα της διαχείρισης των πραγμάτων, να βρίσκουμε κάθε φορά την κατάλληλη σχέση ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που μετέχουν σε μια επιτροπή και την ουσιαστική συμβολή και το ποσοστό ευθύνης που μπορεί ο καθείς να αναλάβει.
Τώρα που το έργο έχει ολοκληρωθεί, θα αλλάζατε κάτι;
Θα το έκανα ακόμη πιο πλατύ. Αυτό που ενοχλεί όσους έχουν αντιρρήσεις είναι ότι έγινε πολύ πλατύ μπροστά στα Προπύλαια. Την τελευταία στιγμή διστάσαμε και δεν του δώσαμε όλο το πλάτος, αλλά το κάναμε περίπου 30 εκ. από τη μία πλευρά και περίπου 5-10 εκ. από την άλλη πιο στενό, ώστε να είναι άμεσα αντιληπτό το όριο της αρχαίας οδού και να γίνεται σαφές ότι η διάστρωση αναπαράγει τη μορφή αυτή. Μετανιώνω για το ότι ήμουν τόσο διστακτικός. Επρεπε να είμαι λιγότερο.
Εχετε δηλώσει ότι αν ήσασταν πιο νέος και υπήρχαν χρήματα, θα προχωρούσατε σε ανάπλαση της επιφάνειας της Ακρόπολης από παρόμοιο βράχο. Μήπως θα ήταν τελικά η καταλληλότερη λύση;
Το σκεφτόμουν και θα το δοκίμαζα. Σήμερα όμως, που θα έλεγα ότι ο χρόνος με έχει φωτίσει, νομίζω ότι αν είχα τα μέσα και τα χρήματα, σίγουρα θα τα ανακατεύθυνα σε άλλα έργα, καθώς έχω περισσότερο από ποτέ την αίσθηση της προτεραιότητας και του αρμόζοντος. Γνωρίζω ότι υπάρχουν υπέροχα αρχαία μνημεία στην Ελλάδα που είναι ετοιμόρροπα. Αν είχαμε περισσότερα μέσα, ενέργεια και υποδομή, προς τα εκεί θα έπρεπε να ανακατευθυνθούν και όχι σε μια υπερπολυτέλεια, να επουλώσουμε την επιφάνεια του βράχου κατά μήκος του αρχαίου δρόμου στην Ακρόπολη με φυσικό βράχο, με όρους γλυπτικής.
Ο επισκέπτης που φτάνει στην κορυφή του Ιερού Βράχου έχει συχνά την πεποίθηση ότι αντικρίζει ό,τι και οι Αθηναίοι του 5ου αι. π.Χ. Ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η πεποίθηση αυτή;
Είναι μια πλάνη. Ο μόνος τρόπος για να γνωρίσει κάποιος την Ακρόπολη δεν είναι τα μάτια, αλλά η πολύ καλά συγκροτημένη σκέψη και λίγο διάβασμα. Με αυτές τις δύο προϋποθέσεις θα καταλάβει αμέσως ότι υπάρχουν πολλές πτυχές που μας διαφεύγουν.
Ποια ήταν η εικόνα της Ακρόπολης στην εποχή του Περικλή;
Η Ακρόπολη ήταν ένα πλατό περιτοιχισμένο με πανύψηλους τοίχους, με μάντρες. Δεξιά και αριστερά των δύο δρόμων που υπήρχαν στον βράχο ήταν οργανωμένα τα τεμένη. Το κύριο μέγεθος του καθενός – ήταν περίπου ίσα σε μήκος μεταξύ τους – ήταν τα 43-44 μ. Εχουμε τουλάχιστον τέσσερα τεμένη με αυτό το μήκος. Προς την πόλη δεν υπήρχε ορατότητα. Ολα αυτά χάθηκαν, αλλά το αποτύπωμά τους παραμένει στον βράχο που μοιάζει σήμερα με φυσικό τοπίο. Είναι της ίδιας τάξεως μνημείο με αυτά που στέκουν ακόμη επάνω στον βράχο. Κι επομένως πρέπει να έχει ισότιμη μεταχείριση με αυτά και δεν μπορεί να αποτελεί αρμοδιότητα και αρχιτεκτόνων που δρουν στο σύγχρονο πεδίο της αρχιτεκτονικής. Στο πλαίσιο αυτό ακούστηκε η ιδέα ότι θα έπρεπε να γίνει ένας διαγωνισμός για τις διαστρώσεις. Το αρχαιολογικό μνημείο, όμως, είναι συνεχές. Δεν υπάρχει διαφορά στην αρχαιολογική μαρτυρία των μνημείων και του βράχου. Οπότε, αν είναι να γίνει διαγωνισμός για τη διάστρωση, θα πρέπει να γίνει και για την αναστήλωση του Παρθενώνα.
Υπάρχει κάποιο μνημείο-απωθημένο στην αναστήλωση του οποίου θα θέλατε να εμπλακείτε, όπως για παράδειγμα η Παναγία των Παρισίων;
Οχι, δεν θα με ενδιέφερε. Δεν έχω ζηλέψει απολύτως τίποτα. Μετέχω σε όλα αυτά νοερά μέσα από τα βιβλία και εμβαθύνω. Μου είναι απολύτως προσφιλές να δουλεύω είτε στον Παρθενώνα είτε σε ένα λαϊκό σπίτι. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ο τρόπος που μπορώ να εμβαθύνω στα πιο δύσληπτα σημεία στον Παρθενώνα ή σε ένα λαϊκό σπίτι. Θα ήταν έκπληξη για ανθρώπους που ασχολούνται με τη λαϊκή αρχιτεκτονική αν με καλούσαν μια μέρα σε κάτι που το μελετάνε για έναν μήνα και με άφηναν μόνο για πέντε ώρες να το κοιτάξω. Τότε θα καταλάβαιναν πόσο βαθιά μπορεί να φτάσουν το βλέμμα και η σκέψη.
Αισθάνεστε θυμωμένος, ότι έχετε αδικηθεί από την πρόσφατη κριτική;
Οχι πολύ.