Με αρκετή προσπάθεια ομολογουμένως, μπορώ να καταλάβω – ίσως ακόμη και να δικαιολογήσω – τους άνω των εξήντα που δεν κάνουν το εμβόλιο, ενώ έχουν τη δυνατότητα. Μπορώ να καταλάβω τη διάχυτη βλακεία: είναι μέρος των συνθηκών της ανθρώπινης κατάστασης, σκοντάφτεις πάνω της διαρκώς, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να θυμώνεις μαζί της. (Και ιδίως μετά την εμπειρία της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, που μας δίδαξε, αν μη τι άλλο, την αριθμητική υπεροχή των βλακών. Εξού και ο όρος «ανοσία της αγέλης» είναι ο ενδεδειγμένος και ο ακριβέστερος, εφόσον αναφέρεται σε ανθρώπους…)
Μπορώ να δικαιολογήσω, επίσης, την αμορφωσιά: δεν είχαν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες στη ζωή και οι δυνατότητες να αλλάξεις μυαλά μετά τα εξήντα είναι πολύ σπάνιες σε ανθρώπους με περιορισμένους ορίζοντες. Αυτά μπορώ να τα συλλάβω και να τα καταπιώ, έστω και αν είναι δύσκολο να τα χωνέψω.
Το ασύλληπτο, για την αντίληψή μου τουλάχιστον, στην υπόθεση των εμβολίων είναι το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού δεν έχει εμβολιασθεί. Στην περίπτωση αυτή, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να αναζητήσουμε τους λόγους. Ενας γιατρός ή νοσοκόμος που αρνείται να κάνει το εμβόλιο δεν διαφέρει από έναν διεφθαρμένο αστυνομικό που συνεργάζεται με τους παράνομους ή από έναν αξιωματικό του στρατού, που ξαφνικά στα σαράντα του ανακαλύπτει ότι είναι «αντιρρησίας συνειδήσεως» και ότι προτιμά τα λουλούδια από τα όπλα.
Τι θα κάναμε σε αυτές τις υποθετικές περιπτώσεις το ξέρει ο καθένας μας: Το σύστημα τους δείχνει αμέσως την έξοδο. Το ερώτημά μου είναι γιατί δεν μπορεί να ισχύσει το ίδιο και με το νοσηλευτικό προσωπικό του ΕΣΥ. Κατανοώ, βέβαια, ότι στην παρούσα φάση είναι δύσκολο να ανοίξεις μέτωπο με τους μαχητές της πρώτης γραμμής, έστω και αν ένα ποσοστό τους λουφάρει το εμβόλιο. Ωστόσο, το θέμα υφίσταται και θα πρέπει κάπως να αντιμετωπισθεί, αν όχι να διευθετηθεί οριστικά, διότι η ύπαρξή του υπονομεύει την αξιοπιστία της μεγάλης προσπάθειας για την ανοσία της αγέλης. Πώς να πείσεις τον παππού που διστάζει να εμβολιασθεί, όταν ο γιατρός κάνει το ίδιο;
Στο παραπάνω ερώτημα, θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να αντιτείνει το εξής: Πόσες φορές δεν σου έχει πει ο γιατρός να κόψεις το κάπνισμα, έχοντας ό ίδιος το τσιγάρο στα χείλη, με τον καπνό να του μπαίνει στο μάτι; Δεν είναι το ίδιο, όμως, διότι με το κάπνισμα έχεις την επιλογή να μην το ξεκινήσεις ή, αφού το ξεκίνησες, να το κόψεις. Με τον κορωνοϊό, αντιθέτως, η επιλογή δεν είναι στο χέρι σου. Εξαρτάται από τη στάση όλων των άλλων έναντι του εμβολιασμού. Δεν υπάρχει ατομική σωτηρία, το πρόβλημα είναι συλλογικό.
Διαπρεπείς συνταγματολόγοι έχουν, βέβαια, πάρει θέση υπέρ μιας ερμηνείας του Συντάγματος που δικαιώνει εκείνους που αντιλαμβάνονται ως δικαίωμά τους την άρνηση να εμβολιασθούν. Δεν αμφισβητώ την αυθεντία των ειδικών, ούτε υπαινίσσομαι την παραβίαση του Συντάγματος. Καταλαβαίνω, ωστόσο, ότι οι νόμοι είναι φτιαγμένοι για να παρακολουθούν την πραγματικότητα και τις ανάγκες της. Γι’ αυτό και δεν μένουν αναλλοίωτοι. (Το παράδειγμα της Σπάρτης υπάρχει πάντα για όσους θαυμάζουν την αιώνια σταθερότητα των νόμων…)
Η τρέχουσα πανδημία, την οποία οι επιστήμονες είχαν προβλέψει, είναι μια τέτοια κατάσταση, νέα όσο και παμπάλαια. Παμπάλαια, επειδή οι πανδημίες, από την εποχή των Αντωνίνων στη Ρώμη και των Χαν στην Κίνα, είναι μόνιμο στοιχείο της ιστορίας του ανθρώπου. Νέα, επειδή πέρασαν εκατό χρόνια από την τελευταία πανδημία και είχαμε ξεχάσει πως είναι. Ο Covid-19 είναι η φυσιολογική συνέχεια της εξέλιξης των πραγμάτων. Τα 100 χρόνια από την ισπανική γρίπη μέχρι τον κορωνοϊό ήταν ένα διάλειμμα.
Ο ιταλός πρωθυπουργός Ντράγκι, που παρότι έχει προ πολλού περάσει τα εξήντα, έχει αποδείξει ότι μπορεί να παρακολουθεί την πραγματικότητα καλύτερα από νεότερους του, έδειξε την κατεύθυνση για την αντιμετώπιση των γιατρών που αρνούνται να εμβολιασθούν. Η Ιταλία, βέβαια, πέρασε Αναγέννηση, ενώ εμείς μόνον Παλιγγενεσία…