Η μάχη για το εργασιακό και τις αλλαγές που φέρνει η κυβέρνηση, μπαίνει από σήμερα σε νέα στάδια. Ο ΣΥΡΙΖΑ την έχει αναγάγει σε μητέρα όλων των μαχών, (αλλά δεν μπορεί να μαζέψει ούτε 10 άτομα στο Σύνταγμα), το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ ετοιμάζονται για τις γνωστές δυναμικές κινητοποιήσεις τους ενώ οι συνδικαλιστικές ενώσεις ετοιμάζονται για τις δικές τους… μάχες χαρακωμάτων.
Δεν ξέρω αν η Νέα Δημοκρατία αποφάσισε να… ξεριζώσει εργασιακά δικαιώματα δεκαετιών. Ούτε και είμαι σίγουρος ότι θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα έχει τεράστιο πολιτικό κόστος, περισσότερο κι από την πανδημία.
Είναι δε ανόητο να ακούς αντιπολιτευτικές φωνές να λένε ότι η κυβέρνηση θέλει να περάσει τώρα τις… αντεργατικές της επιλογές επειδή ο κόσμος ασχολείται με τον κοροναϊό, επομένως, θα πιαστεί εξαπήνης.
Αυτό που ξέρω είναι ότι ένας νόμος αν είναι αντιλαϊκός, αντεργατικός, σκληρά νεοφιλελεύθερος και σε βάρος εκατομμυρίων πολιτών, πέφτει στους δρόμους.
Αλλά στους πραγματικούς δρόμους, με πραγματικές και σωστές μάχες, με ισχυρά συνδικάτα και με συνδικαλιστές και κόμματα που θα εμπνέουν, που θα οδηγούν, που θα προτείνουν και που θα μάχονται εκεί που πρέπει και όταν πρέπει.
Κι όχι φτιάχνοντας τα δικά τους ταμπούρια και κάνοντας εφόδους είτε γιατί δεν μπορούν να κάνουν κανονικές επιθέσεις είτε γιατί δεν έχουν προτάσεις να καταθέσουν.
Διότι με τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που έχει φέρει η πανδημία στην παγκόσμια αγορά εργασίας, καλό είναι να βλέπουμε το δάσος και όχι το δέντρο.
Με νέα επαγγέλματα να ξεπηδούν, με την τεχνολογία να σαρώνει τα πάντα και την τηλεργασία να είναι πλέον βασικό στοιχείο της καθημερινότητάς μας, είναι ανούσιο να συζητούμε με συνδικαλιστικούς όρους περασμένων δεκαετιών.
Δυστυχώς στην Ελλάδα κουμάντο κάνουν συνδικαλιστές της δεκαετίας του ’80. Ασχετοι με το εργατικό κίνημα, συνδεόμενοι με κόμματα, πολλές φορές ξεπουλημένοι για ένα κομματικό ξεροκόμματο.
Γαλάζιοι, ροζ, κόκκινοι ή πράσινοι αδυνατούν να εμπνεύσουν, να κινητοποιήσουν, να μαζικοποιήσουν κινήματα που έχει ανάγκη ο κόσμος της εργασίας.
Ανθρωποι που φιλάνε το χέρι πολιτικών αρχηγών, συνδικαλιστές που παίρνουν γραμμή από το κόμμα ή που δεν τολμούν να υψώσουν τη φωνή στον υπουργό.
Πρόεδροι σωματείων που δεν γνωρίζουν ούτε τα στοιχειώδη για τις σύγχρονες μορφές εργασίας και που χρησιμοποιούν τσιτάτα και ενέργειες παλαιών εποχών.
Και ταυτόχρονα ένα βαθιά διαιρεμένο συνδικαλιστικό κίνημα, βούτυρο στο ψωμί κάθε κυβέρνησης και κάθε εργοδότη.
Πόσος καιρός έχει περάσει από τους ξυλοδαρμούς που βλέπαμε σε συνέδριο της ΓΣΕΕ;
Πόσος καιρός έχει περάσει που αδυνατούσε η μεγαλύτερη Συνομοσπονδία να εκλέξει πρόεδρο;
Ποιος πιστεύει πια τη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ, την ΕΣΗΕΑ, τα διάφορα εργατικά σωματεία που αδυνατούν να βγάλουν στο δρόμο χιλιάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες προκειμένου να σταματήσουν οποιαδήποτε αντεργατική ρύθμιση, οποιασδήποτε κυβέρνησης;
Πώς να πιστέψεις τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ που μιλά για «μεσαίωνα», όταν επί 5,5 χρόνια ψήφισε ορισμένες από τις πιο σκληρές διατάξεις για εργαζόμενους και συνταξιούχους; Και τους έδερνε και από πάνω;
Και πώς να πιστέψεις τη ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ όταν σου λένε πως ό,τι κάνουν το κάνουν για το καλό μας όταν όλοι γνωρίζουμε τον πρότερο… ανέντιμο βίο τους;
Και πώς να συμπαραταχθείς στους δρόμους της φωτιάς με συνδικαλιστές τύπου Φωτόπουλου, Γιανναάκου, Παναγόπουλου ή όποιου άλλου που δεν έχει καμιά σχέση με την εποχή;
Δυστυχώς το εργατικό κίνημα έφαγε τις σάρκες του. Ο κόσμος της εργασίας θέλει 8ωρο, καλές συνθήκες δουλειάς, ικανοποιητικό μεροκάματο για να ζήσει με αξιοπρέπεια, μέρισμα από τα κέρδη, διεκδίκηση κι άλλων ευνοϊκών ρυθμίσεων για να βελτιώσει τη ζωή του.
Θέλει να σταματήσουν οι απειλές, το εργασιακό μπούλινγκ, οι χαμηλοί μισθοί χωρίς λόγο, οι απληρωσιές, οι εταιρείες – γαλέρες.
Ο κόσμος της εργασίας έχει λόγους να διεκδικεί το καλύτερο, ειδικά τώρα που θα πέσουν δισεκατομμύρια στην αγορά.
Αλλά θέλει και ανθρώπους που θα εμπνέουν, ηγέτες που θα καθοδηγούν, στηρίγματα στις διεκδικήσεις.
Δεν θέλει ξεπουλημένους συνδικαλιστές που απλά βλέπουν τα σωματεία ως προθάλαμο για την εξουσία.
Να βγουν, λοιπόν, οι άνθρωποι και να διεκδικήσουν, να φωνάξουν όπου πιστεύουν ότι αδικούνται.
Αλλά να το κάνουν χωρίς να επηρεάζονται από φτηνούς λαϊκιστές που θα τους εκμεταλλευτούν για να πάρουν τη ρεβάνς. Από αυτούς που υψώνουν σημαίες, γροθιές και… γάντια ευκαιρίας για να δηλώσουν τη δήθεν λαϊκή οργή τους.