Εδώ και μερικές ημέρες παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τη συζήτηση που γίνεται στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, κυρίως δε στα social media, για τις εκλογές στην Ισπανία.
Και στη συντριπτική πλειονότητά τους τα σχόλια είναι του στυλ:
«Ο Ιγκλέσιας, ο ισπανός Τσίπρας, πάει σπίτι του», ή «γλιτώσαμε από τον αριστερό λαϊκιστή», «ήρθε η ώρα και του ΣΥΡΙΖΑ», «καταρρέει η Αριστερά στην Ευρώπη» και άλλα τέτοια όμορφα.
Μια κυρίαρχη, δεξιά ιδεολογία που θέλει να πείσει τον κόσμο ότι το μόνο που έγινε στην Ισπανία ήταν ότι ο ηγέτης των Podemos, άλλοτε φίλος του Αλέξη Τσίπρα, ηττήθηκε και αποσύρεται από την πολιτική. Κι ότι τα ίδια θα πάθει και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ή όποιος άλλος αριστερός λαϊκιστής έμοιαζε στον Ιγκλέσιας.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, και για μένα προσωπικά οι Podemos ήταν κάποιοι απίθανοι φελλοί που εκμεταλλεύτηκαν το κύμα της δυσαρέσκειας, έγιναν μεγάλο κόμμα, συμμετείχαν στην εξουσία. Με λαϊκίστικο λόγο, με ουτοπικές παπάτζες και με μια εικόνα δήθεν ακτιβιστική, εναλλακτική, κατάφεραν να ξεγελάσουν τους ψηφοφόρους και να τους πουλήσουν ελπίδα.
Το γεγονός και μόνο ότι στις πρόσφατες εκλογές έπαιξε με το σύνθημα «Φασισμός ή Δημοκρατία», δείχνει το μέγεθος του πολιτικού… κενού στον εγκέφαλό του.
Αλλωστε, σε όλες τις χώρες ο κόσμος αναζητούσε και αναζητεί εναλλακτικές πολιτικές διεξόδους, μακριά από τα μεγάλα, παλαιολιθικά, διεφθαρμένα και αποτυχημένα μεγάλα κόμματα.
Όμως, το τι είναι οι Podemos, τι είναι ο ηγέτης τους και αντίστοιχα τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας το κρίνουν οι πολίτες. Ψηφίζοντας ή καταψηφίζοντας. Πιστεύοντας ή γυρίζοντάς τους την πλάτη. Ετσι είναι η Δημοκρατία.
Το πρόβλημα στους ελληνικούς πανηγυρισμούς για την ήττα και την αποχώρηση του Ιγκλέσιας είναι ότι βλέπουμε το δέντρο και δεν βλέπουμε το δάσος.
Η ήττα του Ιγκλέσιας σημαίνει ταυτόχρονα και νίκη κάποιου άλλου. Και αυτή που νίκησε δεν είναι κάποιο τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο, ένας ηγέτης που συγκλονίζει τα πλήθη, που θα δώσει λύσεις και θα ανατρέψει τα πάντα στην ισπανική πολιτική σκηνή.
Η Ιζαμπέλ Ντίαθ Αγιούσο δεν είναι κάποια «αγία» της πολιτικής που θα την προσκυνήσουμε γιατί νίκησε τον… λαϊκιστή της Αριστεράς.
Η ισχυρή γυναίκα της Μαδρίτης, που φιγουράρει πλέον ως η επόμενη πρωθυπουργός της Ισπανίας, δεν είναι ένα διαυγές αμάλγαμα της πολιτικής.
Η ισπανίδα Τραμπ
Μια ακραία, υπερσυντηρητική λαϊκίστρια, μια «Τραμπ της Ισπανίας» έχει χαρακτηριστεί.
Μια καλοβαλμένη, φωτογενής πολιτικός που στηρίζει την ανέλιξή της σε ψεκασμένες θεωρίες στα όρια της νομιμότητας. Εκμεταλλεύτηκε την υγειονομική κρίση και τα lockdown, έπαιξε όσο πιο λαϊκίστικα μπορούσε και κέρδισε από τη δυσαρέσκεια των πολιτών για τα μέτρα περιορισμού. Ο,τι έκανε κι ο Τραμπ δηλαδή και κόντεψε να βάλει την Αμερική σε εμφύλιο.
Είναι σαν κάτι πολιτικούς σαλτιμπάγκους που έχουμε και εδώ στην Ελλάδα, εκλεγμένους μάλιστα, ή κάποιους εκκολαπτόμενους πολιτικούς – τηλεαστέρες που στάζουν χολή, θεωρίες συνωμοσίες, ακραίο λαϊκισμό και φασισμό.
Είναι σαν αυτούς που πουλάνε κηραλοιφές και τσιτάτα του Χριστού ή προσφέρουν μαντζούνια για τη φαλάκρα, και καπάκι «πουλάνε» ελληνική ιδεολογία πασπαλισμένη με τη σωτηρία που έρχεται από το «ξανθό γένος».
Είναι σαν τους ψεκασμένους, λαϊκιστές δήθεν πατριώτες Ανεξάρτητους Ελληνες, αλλά και σαν τους Χρυσαυγίτες που πόνταραν στην αγανάκτηση του κόσμου για το παλαιό πολιτικό σύστημα και απέκτησαν δύναμη.
Και δεν κάνουμε εδώ σύγκριση, τι είναι πιο καλός ο λαϊκισμός, ο αριστερός ή ο δεξιός.
Ο λαϊκισμός, απ’ όπου κι αν προέρχεται μόνο ζημιά κάνει. Γιατί ποντάρει στα ταπεινά ένστικτα του κόσμου, στο φόβο του, στην αγανάκτησή του, στην αμορφωσιά του ή ακόμη και στην ελλιπή ενημέρωσή του.
Κι αυτό δεν είναι θεωρία των δύο άκρων. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας θα είχε διάρκεια στην πολιτική αν είχε και περιεχόμενο ο πολιτικός του λόγος. Όπως αποδείχθηκε δεν έγινε κάτι τέτοιο.
Αλλά αν έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα στους Podemos και σε ακραίους ψεκασμένους, που προτρέπουν τον κόσμο να μην υπολογίζει τον κοροναϊό και να γλεντάει μαζικά στα μαγαζιά αδιαφορώντας για τον θάνατο, θα προτιμούσαμε τον Ιγκλέσιας. Που στο κάτω – κάτω είχε τα κότσια να παραιτηθεί, πράγμα σπάνιο στην πολιτική.
Διότι τι θα γίνει αν πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ του –ας πούμε- αποτυχημένου Μακρόν και της Λεπέν; Θα πανηγυρίζουμε γιατί ηττήθηκε ο Μακρόν αλλά δεν θα δούμε ότι κέρδισε η Λεπέν;
Τι θα συμβεί αν στη Γερμανία συγκρουστεί η υποψήφια των Πρασίνων με έναν ακραίο λαϊκιστή του κόμματος της Μέρκελ ή χειρότερα των ακροδεξιών; Θα χαιρόμαστε στην Ελλάδα που ηττήθηκε η Πράσινη αλλά δεν θα δούμε το… δάσος της ακροδεξιάς;
Και στην Ελλάδα δηλαδή, αν κάποια στιγμή ήταν αντίπαλοι σε εκλογές ο Τσίπρας με τον Μιχαλολιάκο θα λέγαμε «τι καλά που πήγε σπίτι του ο Τσίπρας γιατί δεν μας αρέσει;». Και δεν θα δούμε τον κίνδυνο της ακροδεξιάς ή απλά μιας ψεκασμένης πολιτικής που δεν έχει κανένα πολιτικό βάρος αλλά που «πουλάει» σε ένα μέρος του κόσμου;
Καλό είναι, λοιπόν, να μη χαιρόμαστε που ο «κοτσιδάκιας» πήγε σπίτι του και να κάνουμε και ελληνικές αναγωγές επειδή δεν μας αρέσει ο Τσίπρας ή όποιος άλλος.
Καλό είναι οι πολίτες να εκπαιδεύονται στο πώς θα αποφεύγουν να στηρίζουν πολιτικούς που ποντάρουν στον λαϊκισμό, που στοχεύουν στην εικόνα, στον διχαστικό λόγο ή σε θεωρίες που δεν έχουν καμιά χρησιμότητα για τον τόπο.
Τα τελευταία 10 χρόνια είδαμε πολλές αθλιότητες στην ελληνική Βουλή, όπως και στα Κοινοβούλια πολλών ευρωπαϊκών κρατών.
Κι επειδή έρχονται δύσκολες ημέρες και η σπορά του λαϊκισμού θα βρει πρόσφορο έδαφος καλό είναι να προσέχουμε για να έχουμε.
Οποιος δεν βλέπει ότι η Ευρώπη εισέρχεται, μετά την πανδημία, σε ένα γενικευμένο πολιτικό χάος και σε επικίνδυνες εκτροπές που θυμίζουν εποχές λίγο πριν την… Βαϊμάρη, απλά δεν αντιλαμβάνεται την κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία.