Σκοπός της Συμφωνίας των Πρεσπών ήταν να ξεκαθαρίσει τα πράγματα στην ονοματολογική διαμάχη Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας. Ωστόσο η εφαρμογή της συμφωνίας εξακολουθεί να οδηγεί σε διαφωνίες. Ενώ το όνομα της χώρας, Βόρεια Μακεδονία, γίνεται εν πολλοίς αποδεκτό, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη γλώσσα. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3β και 3γ της Συμφωνίας των Πρεσπών οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας ονομάζονται «Μακεδόνες» και η γλώσσα τους «μακεδονική». Ταυτόχρονα το άρθρο 7 παρ. 4 δεσμεύει το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας να αναγνωρίσει ότι «η επίσημη γλώσσα του, η μακεδονική, ανήκει στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών.» Με άλλα λόγια δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας για το ότι οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας μιλούν μια γλώσσα που δεν έχει καμιά σχέση με τα αρχαία μακεδονικά. Ωστόσο αυτό δεν αρκεί για πολλούς στην Ελλάδα. Ακόμη και μεταξύ γλωσσολόγων η διαμάχη είναι έντονη.
Η κρατούσα ελληνική άποψη
Για τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη, από τους γνωστότερους Έλληνες γλωσσολόγους, είναι ξεκάθαρο: μια σλαβική γλώσσα δεν μπορεί να έχει σχέση με την Μακεδονία. Συντάσσεται έτσι ο ίδιος με την επίσημη ελληνική θέση, η οποία δεν έχει αλλάξει σε γλωσσολογικό επίπεδο με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Σε απάντησή του ο κ. Μπαμπινιώτης μετά από αίτημα της DW για συνέντευξη, απέστειλε άρθρο στο οποίο εκθέτει την άποψή του. Εκεί γράφει: «Δεν είναι καθόλου αθώα η κλοπή των ονομάτων, ιδίως τού ονόματος τής γλώσσας, διότι η γλώσσα είναι βασικό συστατικό ταυτότητας. Είναι ταυτότητα που οδηγεί ιδίως απληροφόρητους αποδέκτες (…) σε ταύτιση μιας χώρας με μιαν άλλη, σε ταύτιση καταγωγής και πολιτισμού, εν προκειμένω σε ταύτιση τής ΠΓΔΜ με την ελληνική Μακεδονία (αρχαία, βυζαντινή και νεότερη). Και μην ξεχνάμε ότι η ταυτότητα τής γλώσσας σε συνδυασμό με άλλες ταυτοτικές αναγνωρίσεις (ονομασία εθνότητας λ.χ. ή προϊόντων κ.λπ.) επιφέρει σύγχυση και όχι σπάνια υποστηρίζει εθνικιστικές βλέψεις.»
Στο άρθρο του ο Γ. Μπαμπινιώτης αναφέρεται και σε άλλους γλωσσολόγους, οι οποίοι καθιστούν σαφές ότι τα μακεδονικά είναι μια σλαβική γλώσσα. «Tο ιδίωμα αυτό ανήκει μάλλον στη βουλγαρική» υποστήριζε ήδη ο Νικόλαος Ανδριώτης. Επίσης η σλαβολόγος Σόνια Κανίκοβα έγραφε το 1998: «Η μακεδονική γλώσσα δομικά είναι παρόμοια με τα βουλγαρικά και έχει πράγματι χαρακτηριστεί από κάποιους – μεταξύ των οποίων και ορισμένοι μη Βούλγαροι επιστήμονες – ως βουλγαρική διάλεκτος». Ο Γ. Μπαμπινιώτης συμπεραίνει: «Επομένως βάσει των λεχθέντων, το όνομα τής γλώσσας τής ΠΓΔΜ, αν ληφθούν υπ’ όψιν η καταγωγή, η δομή και η ιστορία της, δεν μπορεί να είναι “Μακεδονική”».
Υπάρχει και η άλλη άποψη
Η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, σλαβoλόγος στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας της Θεσσαλονίκης έχει διαφορετική άποψη. Για την ίδια ο χαρακτηρισμός της γλώσσας ως μακεδονικής δεν συνιστά κάποια προσπάθεια πολιτικού σφετερισμού με δράστες τους Σλάβους και θύμα την ελληνική ιστορία. Πολύ περισσότερο οι Σλάβοι έχουν τη δική τους σχέση με μια Μακεδονία, η οποία ουδεμία σχέση έχει με την αρχαιότητα. Η ίδια υπενθυμίζει ότι για αιώνες Μακεδονία ήταν το όνομα μιας περιοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκεί έζησε και ένας μεγάλος αριθμός Σλάβων. Από τους βυζαντινούς χρόνους αποκαλούσαν εαυτούς Μακεδόνες. Αυτοί κατήλθαν τον 6ο αιώνα μ.Χ. από τον βορρά στη νοτιοανατολική Ευρώπη και έφτασαν μέχρι την Κρήτη.
Η Aλ. Ιωαννίδου θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία των συναδέλφων της είναι ανακόλουθη. Σύμφωνα με αυτούς «η σύγχρονη μακεδονική γλώσσα δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως γλώσσα «επειδή οι ρίζες της ανάγονται στις διαλέκτους της Δυτικής Βουλγαρίας»». Η γλωσσολόγος, η οποία μεταφράζει βιβλία από αυτή τη γλώσσα στα ελληνικά, θεωρεί ότι πολλές άλλες πτυχές που είναι σημαντικές για τον ορισμό μιας γλώσσας, απλώς δεν λαμβάνονται υπόψιν. Για την κ. Ιωαννίδου υπάρχει ένας ακόμη βασικός λόγος: «Η επιχειρηματολογία των συναδέλφων μου έχει να κάνει με μια παρανόηση του πατριωτισμού τους και, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί μια πολύ λυπηρή παραίτηση από την ακαδημαϊκή τους ελευθερία.» Για την επιστημονική της άποψη η Ιωαννίδου έχει βρεθεί υπό πίεση. Σκληροπυρηνικοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συχνά τής στέλνουν προσβλητικά ή απειλητικά μηνύματα. Αλλά και ΜΜΕ τάχθηκαν εναντίον της όταν διορίστηκε στην επιτροπή αναθεώρησης των σχολικών βιβλίων βάσει της Συμφωνίας Πρεσπών. Η ίδια αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από μερικές εβδομάδες.
Τα κριτήρια μιας γλώσσας
Εκτός Ελλάδας οι ειδικοί δεν κατανοούν τις σφοδρές ελληνικές αντιρρήσεις για τον χαρακτηρισμό της γλώσσας ως μακεδονικής. Ο Γερμανός σλαβολόγος Κρίστιαν Φος από το Βερολίνο έχει ασχοληθεί σε βάθος με το θέμα. Για τον ίδιο τα μακεδονικά πληρούν όλες τις κλασικές προϋποθέσεις μιας ζωντανής γλώσσας. Κάποιες εξ αυτών είναι, για παράδειγμα, ή ύπαρξη βασικών κανόνων και σχετικών συγγραμμάτων για τη γραμματική και την ορθογραφία καθώς και λεξικών. Επιπλέον, η γλώσσα πρέπει να καλύπτει όλους τους βασικούς τομείς της σύγχρονης ζωής. Αυτό ισχύει για τα σύγχρονα μακεδονικά. Σύμφωνα με τον Φος πληρούν κυρίως ένα ακόμη κριτήριο, το οποίο έχει να κάνει με τον βαθμό, στον οποίο μια γλώσσα υποστηρίζεται από ένα πολιτικό σύστημα: «Οι κανόνες πρέπει να μαθαίνονται συλλογικά, να είναι κοινά αποδεκτοί και να εφαρμόζονται, κάτι που απορρέει από το μονοπώλιο ενός σύγχρονου κράτους στην εκπαίδευση». Το κριτήριο αυτό, αναφέρει ο Φος, πληρούνταν ήδη από το 1944, όταν η νυν Βόρεια Μακεδονία αποτελούσε δημοκρατία της πρώην Γουγκοσλαβίας αλλά και από το 1991 και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της.
Η ελληνική θέση βρίσκει υποστήριξη όμως στη Βουλγαρία. Και εκεί η γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας δεν αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή γλώσσα αλλά ως βουλγαρική διάλεκτος. Για τον Φος οι πολιτικές συγκρούσεις διαδραματίζουν εδώ καίριο ρόλο. Στη διαμάχη Βουλγαρίας – Βόρειας Μακεδονίας από το 1948 ο Φος βλέπει να επιβιώνουν στοιχεία της διαμάχης της Σοβιετικής Ένωσης με την πρώην Γιουγκοσλαβία. Και απορεί πώς Έλληνες γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ακόμα, έστω και άθελά τους, θέσεις του πρώιμου Ψυχρού Πολέμου.
Και τι είναι τα ντόπια;
Παρόμοια είναι η κατάσταση με τα «ντόπια», μια σειρά διαλέκτων που μοιάζουν πολύ με τις γλώσσες της Βόρειας Μακεδονίας και της Βουλγαρίας και οι οποίες ομιλούνται σε πολλά χωριά της βόρειας Ελλάδας από μέρος των κατοίκων. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους αυτοπροσδιορίζονται «Σλαβομακεδόνες» ή «Εθνοτικοί Μακεδόνες» χωρίς να αμφισβητούν την ελληνική τους ιθαγένεια. Στην Ελλάδα, η ύπαρξη αυτής της γλωσσικής ομάδας αποτελεί ταμπού, σχετικά δε ρεπορτάζ του BBC και της DW οδήγησαν σε διαμαρτυρίες και αντιδράσεις.
Ο Κρίστιαν Φος έχει κάνει επιτόπια έρευνα στην περιοχή. Αναφέρει ότι εδώ πρέπει να γίνουν διαφοροποιήσεις, καθώς ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή. Οι ερευνητές υποθέτουν ότι υπάρχουν 130.000 έως 150.000 σλαβόφωνοι στη βόρεια Ελλάδα, εκ των οποίων μόνο το ένα τρίτο μιλούν πια ενεργά τη γλώσσα. Αυτές οι διάλεκτοι διαφέρουν από μια τυπική γλώσσα, όπως είναι τα μοντέρνα μακεδονικά, κυρίως γιατί όσοι τις μιλούν δεν έμαθαν ποτέ να γράφουν και άρα να διαβάζουν τη μητρική τους γλώσσα, εξηγεί ο Φος. Αντίθετα «πέρασαν από ένα σχολικό σύστημα, στο οποίο αμφισβητούνταν οποιοσδήποτε μη ελληνικός εθνικός προσδιορισμός», αναφέρει ο Κρίστιαν Φος στη DW. Επίσης τα μέλη αυτής της γλωσσικής κοινότητας έχουν λεξιλογικά κενά, επειδή οι διάλεκτοί τους δεν διαθέτουν σύγχρονη εννοιολογία. „Παράλληλα αντιδρούν με μιμητισμό και αυτοπεριφρόνηση στον έντονο σε ορισμένες περιόδους στιγματισμό της σλαβικής κουλτούρας τους.“ Γι’ αυτό και πολλοί γλωσσολόγοι πιστεύουν ότι τα «ντόπια» στη Βόρεια Ελλάδα οδηγούνται στη βαθμιαία εξαφάνιση.
Φλόριαν Σμιτς, Θεσσαλονίκη
Επιμέλεια: Σπύρος Μοσκόβου