Αιώνες τώρα η Ιερουσαλήμ είναι το σημείο αναφοράς των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών: του Εβραϊσμού, της Χριστιανισμού και του Ισλάμ. Κάθε μία διαθέτει σε αυτή την πόλη μερικά από τα πιο σημαντικά της μνημεία. Και από όλα τα σημεία στην Ιερουσαλήμ την πιο μεγάλη φόρτιση την έχει το όρος του Ναού. Γιατί εκεί, στον τόπο του Δεύτερο Ναού, βρίσκεται σήμερα το τέμενος Αλ-Ακσά, ο τρίτος τη τάξει ισλαμικός τόπος λατρεία στον κόσμο και το Τείχος των Δακρύων.
Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά και το ιδιαίτερο καθεστώς της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ανήκει στα εδάφη που κατέλαβε το Ισραήλ μετά τον πόλεμο των 6 ημερών το 1967 και έκτοτε, με βάση το διεθνές δίκαιο αλλά και τις αποφάσεις του Συμβουλίου του ΟΗΕ κατέχει παράνομα. Ουσιαστικά, από το 1980 έχει προχωρήσει και στην προσάρτηση. Γι’ αυτό τον λόγο και κατ’ επανάληψη το τέμενος Αλ-Ακσά έχει αποτελέσει πεδίο μεγάλων συγκρούσεων ανάμεσα στους Παλαιστινίους και τις ισραηλινές αρχές.
Η τελευταία κλιμάκωση των διαμαρτυριών και των συγκρούσεων έχει να κάνει με μια ιδιαίτερη πτυχή του εποικισμού που συστηματικά εφαρμόζει το Ισραήλ στις περιοχές που κατέλαβε το 1967. Στις συγκεκριμένες συγκρούσεις η αφορμή της έντασης ήταν τα όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό σε μια από τις συνοικίες της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, τη Σέιχ Τζαράχ, στην οποία μένουν Παλαιστίνιοι που μετακινήθηκαν εκεί από τις Ιορδανικές Αρχές μετά το 1948 όταν εκδιώχθηκαν από τις περιοχές που έμεναν και αποτέλεσαν τμήμα του κράτους του Ισραήλ. Όμως επειδή σε αυτή τη συνοικία ισχύει ο ισραηλινός νόμος για το δικαίωμα επιστροφής Εβραίων που έμεναν εκεί πριν το 1948, έποικοι πηγαίνουν και εκδιώκουν τους Παλαιστινίου κατοίκους, παρότι διαμένουν εκεί για δεκαετίες. Σημειώνουμε εδώ ότι αντίστοιχη δυνατότητα επιστροφής των Παλαιστινίων στις προ του 1948 κατοικίες τους στο κράτος του Ισραήλ δεν ισχύει. Η ένταση αυτή επεκτάθηκε και στα ζητήματα που αφορούν την πρόσβαση στο Τέμενος Αλ Ακσά όπου υπάρχει πάντα η καχυποψία ότι ο Ισραήλ θέλει να περιορίσει την πρόσβαση σε αυτό. Και αυτό γιατί η Δευτέρα 10 Μαΐου, που έγιναν και οι μεγαλύτερες συγκρούσεις, με εκατοντάδες τραυματίες, ήταν η ημέρα που εορτάζεται η κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 1967 και ακροδεξιοί ισραηλινοί είχαν ανακοινώσει πορείες μέσα από τον μουσουλμανικό τομέα της πόλης. Η ένταση κλιμακώθηκε ακόμη περισσότερο με το Ισραήλ να προχωράει σε βομβαρδισμό στη Γάζα, ύστερα από ρουκέτες που εξαπολύθηκαν από εκεί, βομβαρδισμό που είχε ως αποτέλεσμα είκοσι νεκρούς, ανάμεσά τους και παιδιά.
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα με τις συνεχείς διαμαρτυρίες για τις συνεχιζόμενες πρακτικές εποικισμού σε όλη την Κατεχόμενη Δυτική Όχθη αλλά και τη μεγάλη ανησυχία που προκάλεσε η εξαγγελία – που δεν υλοποιήθηκε – του Μπενιαμίν Νετανιάχου ότι το Ισραήλ θα προχωρήσει και στην τυπική προσάρτηση μεγάλου μέρους της Δυτικής Όχθης.
Ουσιαστικά, η νέα κλιμάκωση των συγκρούσεων έρχεται να υπογραμμίσει η πολιτική του Ισραήλ να επιταχύνει τον εποικισμό και να εξωθεί τους Παλαιστινίους θα συνεχίσει να τροφοδοτεί την ένταση και τις μαζικές αντιδράσεις.
Γιατί αντιδρά τόσο έντονα η Τουρκία
Η αλληλεγγύη προς τους Παλαιστινίους ήταν ένα στοιχείο στο οποίο είχε επενδύσει πολιτικά από την αρχή ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η περίφημη αντιπαράθεσή του με τον Σιμόν Πέρες στο Φόρουμ του Νταβός το 2009, όταν επίμονα ζήτησε τον λόγο για να τοποθετηθεί (το περίφημο επεισόδιο ‘one minute’) ήταν χαρακτηριστική. Ας μην ξεχνάμε ότι το AKP παραδοσιακά υποστηρίζει τη Χαμάς στη Γάζα και ότι οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών επιδεινώθηκαν σημαντικά όταν το 2010 ισραηλινές ειδικές δυνάμεις επιτέθηκαν και κατέλαβαν πλοία που συμμετείχαν σε έναν στολίσκο αλληλεγγύης στην υπό ναυτικό αποκλεισμό Γάζα, σκοτώνοντας και Τούρκους πολίτες. Ούτε είναι τυχαίο ότι στην Παλαιστίνη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ δραστηριοποιούνται και τουρκικές ΜΚΟ.
Το τελευταίο διάστημα είναι γεγονός ότι η Τουρκία έχει κάνει σαφές ότι επιθυμεί μια επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ, στο πλαίσιο της συνολικής της προσπάθειας να αποκαταστήσει σχέσεις με τη «Δύση», στροφή που έχει να κάνει και με την κυβερνητική αλλαγή στην Ουάσιγκτον και τον φόβο της Τουρκίας ότι η νέα κυβέρνηση θα είναι λιγότερο φιλική.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή για τον ευρύτερο σχεδιασμό της Τουρκίας και την προσπάθεια να αναδειχτεί σε μια περιφερειακή δύναμη με ευρύτερη αναγνώριση έχει μεγάλη σημασία να καταγράφεται και ως μια δύναμη που στέκεται στο πλευρό των Παλαιστινίων. Μπορεί το Παλαιστινιακό ζήτημα να μην έχει την ιδιαίτερη φόρτιση που είχε στο παρελθόν, κάτι που φάνηκε και στον τρόπο που οι Μοναρχίες του Κόλπου το προσπέρασαν στην πρόσφατη προσπάθεια «εξομάλυνσης» των σχέσεών τους με το Ισραήλ, όμως εξακολουθεί να μετρά στη συνείδηση ευρύτερων τμημάτων της αραβικής κοινής γνώμης. Ούτε βέβαια θα μπορούσε ο Ερντογάν να πάρει το ρίσκο να φανεί η όποια επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ ως εγκατάλειψη των Παλαιστινίων. Αυτό εξηγεί και την ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα που χρησιμοποίησε τόσο ο ίδιος ο Ερντογάν όσο και οι άλλα μέλη της τουρκικής κυβέρνησης.
Και βέβαια δεν θα πρέπει να υποτιμάμε και τον τρόπο που όλα αυτά εξακολουθούν να έχουν αντίκτυπο και στο εσωτερικό της Τουρκίας. Δεν είναι τυχαίο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταδίκασαν σε έντονο ύφος τις πρακτικές του Ισραήλ. Με αυτή την έννοια ο Ερντογάν μπορεί να υποστηρίζει ότι εκπροσωπεί το «κοινό αίσθημα» της τουρκικής κοινωνίας.
Israel’s violence in Al-Aqsa Mosque against innocent people does not end.
Those who do not speak out against this atrocity should not talk about Middle East Peace Process.
Will continue to be the voice of our Palestinian brothers and sisters and defend their rights!
— Mevlüt Çavuşoğlu (@MevlutCavusoglu) May 10, 2021
Η προσπάθεια για νέες ισορροπίες στη Μέση Ανατολή
Ούτως ή άλλως η τουρκική εξωτερική πολιτική δείχνει να προσανατολίζεται σε μια συνολικότερη αναδιάταξη δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η τουρκική κυβέρνηση έχει κάνει διάφορα βήματα για να δείξει ότι η φιλοδοξία να παίξει ρόλο περιφερειακής δύναμης δεν την έχει οδηγήσει και στην υιοθέτηση ενός «ευρασιανιστικού» προσανατολισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς η προσπάθεια διαχωρισμού και από τον «ευρασιανισμό», δηλαδή τον προσανατολισμό προς μια πιο μόνιμη γεωπολιτική συμπόρευση με τη Ρωσία και την Κίνα, εξηγεί και την ένταση με την οποία αντιμετωπίστηκε το διάβημα των αποστράτων αξιωματικών που επεσήμαναν κινδύνους από τυχόν μονομερή απόφαση της Τουρκίας για αλλαγή του καθεστώτος στα Στενά.
Σε αυτό το φόντο η Άγκυρα παρακολουθεί διάφορες εξελίξεις στην περιοχή, όπως για παράδειγμα την προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας να βρει δρόμους συνεννόησης με το Ιράν, ή τη γενικότερη τάση «εξομάλυνσης» σχέσεων που παρατηρείται. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η Τουρκία δείχνει διατεθειμένη να διεκδικήσει μερίδιο μιας δυναμικής προς την «περιφερειακή συνεννόηση» με ιδιαίτερη έμφαση στη συνεννόηση με την Σαουδική Αραβία, την ώρα που υπογραμμίζει ακριβώς ότι μπορεί να είναι το κρίσιμο αντίβαρο απέναντι στην προσπάθεια να Ιράν να αναβαθμίσει τη θέση του, μετά και τη μερική στροφή της κυβέρνησης Μπάιντεν ως προς το θέμα του πυρηνικού του προγράμματος. Οι κινήσεις διαμορφώνουν και ένα διαφορετικό κλίμα από μια προηγούμενη περίοδο, επί διακυβέρνησης Τραμπ, όταν κυρίως ο άξονας συζήτησης ήταν η διαδικασία της εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ισραήλ και η αμερικανική κλιμάκωση της έντασης με το Ιράν.
Σε ένα νέο και πιο σύνθετο τοπίο, η διεκδίκηση από την Τουρκία ενός πιο ενεργητικού ρόλου στην ευρύτερη περιοχή και προσπάθειας ανάδειξης στο επίκεντρο διαφόρων παραλλαγών διαλόγου και «νέων ισορροπιών», εξηγεί και πώς μπορούν να συνδυάζονται η ενεργητικότερη αλληλεγγύη στους Παλαιστινίους με την διατηρούμενη διάθεση σχετική εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ισραήλ.