Στην επιτάχυνση της διαδικασίας επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας αναφέρεται άρθρο του αμερικανικού πρακτορείου Bloomberg, φιλοξενώντας δηλώσεις του υπουργού Οικονομίας κ. Χρήστου Σταϊκούρα.
Η Ελλάδα προχωρά με το πρόγραμμά της για ανάκαμψη από την οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία, ακόμη και πριν φτάσουν τα πρώτα χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
«Είμαστε από τις πρώτες χώρες που υπέβαλαν το πρόγραμμά τους στην Κομισιόν και έχουμε ήδη αρχίσει να εφαρμόζουμε ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις», δήλωσε ο κ. Σταϊκούρας σε συνέντευξή του.
Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη είναι έτοιμη να ξεκινήσει μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, ενώ έργα όπως η παροχή tablet και φορητών υπολογιστών σε φοιτητές βρίσκονται ήδη σε ισχύ. Αντί να περιμένει τις πρώτες εκταμιεύσεις των κονδυλίων της ΕΕ που αναμένεται να πραγματοποιηθούν μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, η Ελλάδα «καλύπτει το αρχικό κόστος με τους δικούς μας πόρους», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών.
Για την Ελλάδα, διακυβεύονται πολλά. Η κυβέρνηση στοιχηματίζει ότι το σχέδιο ανάκαμψης θα βοηθήσει τη χώρα να ξεπεράσει το «μεγάλο επενδυτικό κενό που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια των ετών οικονομικής κρίσης, το οποίο επιδεινώθηκε περαιτέρω κατά τη διάρκεια της πανδημίας», δήλωσε ο υπουργός.
Η οικονομία της Ελλάδας συρρικνώθηκε 8,2% το 2020 υπό το βάρος της πανδημίας, μετά την τεράστια συρρίκνωση του ΑΕΠ χώρας κατά 25% την τελευταία δεκαετία, ως απόρροια της κρίσης χρέους.
Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ 3,6% φέτος και 6,2% το 2022, καθώς η βοήθεια έρχεται με τη μορφή των ευρωπαϊκών κονδυλίων και της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για το επόμενο έτος.
Η Αθήνα επιδιώκει επίσης τη συνέχιση του προγράμματος έκτακτης ανάγκης για την πανδημία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, γνωστό ως PEPP, αλλά και ένα επιτυχημένο πρόγραμμα εμβολιασμού ως κινητήριες δυνάμεις για την ανάπτυξη.
Ο στόχος είναι η «επανεφεύρεση» της χώρας με την οικοδόμηση μιας πιο εξωστρεφούς, ανθεκτικής, χωρίς αποκλεισμούς, ψηφιακής και πράσινης οικονομίας, δήλωσε ο υπουργός. Μόλις αποκατασταθεί η κανονικότητα, «η πρόθεσή μας είναι να συνεχίσουμε μια συνετή, ισορροπημένη και υγιή δημοσιονομική πολιτική, η οποία περιλαμβάνει μόνιμες μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών», δήλωσε ο κ. Σταϊκούρας.
Ωστόσο, κατέστησε σαφές ότι η Ελλάδα θα έχει ταυτόχρονα «λογικά» πρωτογενή πλεονάσματα στο μέλλον.
Τα ελληνικά ομόλογα
Προσφάτως, η S&P Global Ratings αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, αλλά η Ελλάδα χρειάζεται ακόμα χρόνο για να επανέλθει στη ζώνη επενδυτικής βαθμίδας, προκειμένου η ΕΚΤ να συνεχίσει να δέχεται ελληνικά ομόλογα όταν ολοκληρωθεί το PEPP.
«Η ελληνική κυβέρνηση θα πάρει όλες τις απαραίτητες πρωτοβουλίες και θα λάβει όλες τις απαραίτητες αποφάσεις για να διατηρήσει και να βελτιώσει, σε όλες τις πτυχές, την τρέχουσα κατάσταση όλων των κρατικών τίτλων της», δήλωσε ο κ. Σταϊκούρας.
Η ΕΚΤ ενήργησε σωστά για την αντιμετώπιση της πανδημίας και στην περίπτωση της Ελλάδας, «κάτι που είμαστε σίγουροι ότι θα συνεχιστεί», δήλωσε ο υπουργός.
Μία μεγάλη πρόκληση είναι μπροστά: τα επισφαλή δάνεια και η επίδρασή τους στον τραπεζικό κλάδο της χώρας. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ένα τεράστιο απόθεμα «κόκκινων δανείων», το οποίο στην κορυφή του ξεπέρασε τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ (122 δισεκατομμύρια δολάρια). Ενώ το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στα 47 δισεκατομμύρια ευρώ στα τέλη του 2020, ο δείκτης έκθεσης της χώρας σε NPEs παραμένει ο υψηλότερος στην ΕΕ.
Η Αθήνα έχει ήδη αποφασίσει την παράταση του σχεδίου «Ηρακλής» κατά 18 μήνες, σχέδιο που παρέχει κρατικές εγγυήσεις στις ελληνικές τράπεζες προκειμένου να μειώσουν περαιτέρω τα επισφαλή δάνεια.
«Είναι πολύ πιθανό ότι ορισμένες συστημικές τράπεζες θα φθάσουν σε μονοψήφιο δείκτη NPEs έως τον Δεκέμβριο του 2021 και το 2022 όλες οι συστημικές τράπεζες θα πετύχουν τον παραπάνω στόχο», δήλωσε ο κ. Σταϊκούρας.
Η κυβέρνηση θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο εισαγωγής μιας άλλης συστημικής λύσης, όπως η δημιουργία μιας «κακής τράπεζας», όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος, «μόνο αφού λάβει υπόψη το υπόλοιπο απόθεμα NPLs, μαζί με πιθανές δημοσιονομικές επιπτώσεις», δήλωσε ο υπουργός.
Πηγή: ΟΤ