Να προχωρήσουν οι τράπεζες σε στοχευμένες ρυθμίσεις και έγκαιρη αναδιάρθρωση, αλλά όχι σε οριζόντια διαγραφή οφειλών για να αντιμετωπίσουν τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία θα αυξηθούν μόλις λήξουν τα κρατικά μέτρα στήριξης τονίζει ο Αντρέα Ενρία, πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ στη συνέντευξή του στα «Νέα». Ο ιταλός αξιωματούχος της ΕΚΤ, ο οποίος μιλά σήμερα στο Φόρουμ των Δελφών, κρίνει θετικά τη δημιουργία «κακής» τράπεζας, τάσσεται υπέρ της άρσης της αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης οφειλών και των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, ενώ προτείνει να εξετάσουν οι τράπεζες τη δυνατότητα συγχωνεύσεων.
Η σημερινή συγκυρία είναι πρωτοφανής, και για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Ποιες αβεβαιότητες διακρίνετε; Ποιοι είναι οι βασικοί κίνδυνοι και ευπάθειες;
Συνολικά, από την εκδήλωση της πανδημίας και μετά, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επιδείξει μεγάλη ανθεκτικότητα. Αυτό είναι αποτέλεσμα των διαρκών προσπαθειών μας να ενισχύσουμε το κεφάλαιο των τραπεζών, την ποιότητα του ενεργητικού τους και τα αποθέματα ασφαλείας ρευστότητας. Οφείλεται όμως και στα έκτακτα μέτρα στήριξης που έλαβαν οι κεντρικές τράπεζες, οι κυβερνήσεις και οι εποπτικές αρχές, τα οποία, στηρίζοντας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, βοήθησαν ταυτόχρονα να απορροφηθεί η δυσμενής διαταραχή και στον τραπεζικό τομέα.
Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν ακόμη κάποιες προκλήσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά την ποιότητα του ενεργητικού και τις προοπτικές κερδοφορίας τους. Η βαθύτερη ευρωπαϊκή ύφεση σε περίοδο ειρήνης δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε εκτίναξη των κόκκινων δανείων χάρη στην εξαιρετική στήριξη από τις δημόσιες πολιτικές. Μέχρι στιγμής, οι τράπεζες έχουν καταγράψει μια περιορισμένη αύξηση του πιστωτικού κινδύνου, αλλά όταν θα αποσυρθούν τα κρατικά μέτρα στήριξης, κάποια νοικοκυριά και επιχειρήσεις ίσως δυσκολευτούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τους ισολογισμούς των τραπεζών. Γι’ αυτό, οι τράπεζες πρέπει να διαχειριστούν τον πιστωτικό κίνδυνο με σύνεση. Ειδάλλως, μπορεί αργότερα να έρθουν αντιμέτωπες με απότομη άνοδο των μη αναμενόμενων ζημιών, πράγμα που θα περιόριζε την ικανότητά τους να στηρίξουν την ανάκαμψη των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και της ευρύτερης οικονομίας.
Η επίμονα χαμηλή κερδοφορία αντανακλά διαρθρωτικές αδυναμίες στον τραπεζικό τομέα μας που προϋπήρχαν της πανδημίας. Όμως η έντονη ύφεση έχει περιορίσει περισσότερο την ικανότητα των τραπεζών να δημιουργούν εισόδημα και έχει οδηγήσει σε αύξηση των απομειώσεων, προκαλώντας σημαντική μείωση της κερδοφορίας. Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων στην τραπεζική ένωση ήταν 1,5% το δ΄ τρίμηνο του 2020, έναντι 5,2% κατά την ίδια περίοδο το 2019. Οι τράπεζες πρέπει να λάβουν μέτρα για την επανεστίαση των επιχειρηματικών μοντέλων τους και τη βελτίωση της αποδοτικότητάς τους ως προς το κόστος, αξιοποιώντας επίσης τον ψηφιακό μετασχηματισμό και εξετάζοντας τη δυνατότητα για συγχωνεύσεις. Ως επόπτης, θα ήθελα οι τράπεζες να διαφυλάξουν την κερδοφορία τους μετά από αυτό το σοκ, προγραμματίζοντας τέτοιου είδους διαρθρωτικά μέτρα, και όχι να βασίζονται σε υπερβολικά ήπιες προβλέψεις για την ποιότητα του ενεργητικού ή να επιδίδονται σε δραστηριότητες υψηλής μόχλευσης.
Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε στη διάρκεια της πανδημίας. Αλλά πόσο σοβαρή πιστεύετε ότι μπορεί να γίνει η κατάσταση μετά την άρση των μέτρων στήριξης; Ποιες θα ήταν οι ενδεδειγμένες ενέργειες για τις τράπεζες; Τι ρόλο πιστεύετε ότι θα παίξουν οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα;
Είναι αλήθεια ότι οι τράπεζες συνέχισαν να μειώνουν ενεργά το απόθεμα των παλαιότερων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στη διάρκεια της πανδημίας. Ενώ οι μακροοικονομικές προβολές δείχνουν απότομη ανάκαμψη της οικονομίας μας κατά το β΄ εξάμηνο του έτους, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα όσον αφορά την πιθανή εξέλιξη της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών. Σαφώς η ροή νέων ΜΕΔ θα επιταχυνθεί μόλις λήξουν τα κρατικά μέτρα στήριξης. Είναι επομένως κρίσιμο οι τράπεζες να εντοπίσουν έγκαιρα τους οφειλέτες που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες. Πρέπει να αξιολογήσουν την ικανότητα αποπληρωμής των οφειλετών μετά τη λήξη της αναστολής πληρωμών και άλλων μέτρων στήριξης και να σχηματίσουν τις ανάλογες προβλέψεις. Και όταν οι τράπεζες διακρίνουν ενδείξεις οικονομικής δυσχέρειας πρέπει να εξετάζουν λύσεις στοχευμένης ρύθμισης και έγκαιρης αναδιάρθρωσης οφειλών για τη μέγιστη δυνατή ανάκτηση αξίας. Όπως έχω πει σε διάφορες περιστάσεις, εξακολουθεί να παρέχεται εποπτική ευελιξία όσον αφορά τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας: καμία τράπεζα δεν θα πρέπει να καθυστερήσει την έγκαιρη αναγνώριση ζημιών λόγω ανησυχιών για την εποπτική αντίδραση.
Επί του παρόντος, η ΕΑΤ διενεργεί ασκήσεις προσομοίωσης σε 38 τράπεζες της ζώνης του ευρώ στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης και εμείς διενεργούμε παράλληλα αντίστοιχη άσκηση για άλλες 53 τράπεζες που βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία μας αλλά δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα της ΕΑΤ. Τα αποτελέσματα των δύο ασκήσεων θα μας δώσουν πολύτιμες πληροφορίες για την ανθεκτικότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Οι χώρες που επλήγησαν σοβαρότερα από την πανδημία, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία, οι οποίες εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, βλέπουν τον τραπεζικό τομέα τους πιθανώς αντιμέτωπο με ακόμη μεγαλύτερο όγκο ΜΕΔ. Είναι οι τράπεζές τους αρκετά εύρωστες ώστε να αντεπεξέλθουν σε νέο κύμα ΜΕΔ;
Σε σύγκριση με την τελευταία κρίση, οι τράπεζες είναι καλύτερα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν μια άνοδο των προβληματικών οφειλών. Έχουν ισχυρότερες κεφαλαιακές θέσεις και έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην εξυγίανση των ισολογισμών στις χώρες με υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων στοιχείων ενεργητικού που κληροδότησε η προηγούμενη κρίση. Υπάρχουν όμως τομείς που επλήγησαν ιδιαίτερα σκληρά από την κρίση και απαιτείται μεγάλη προσοχή ούτως ώστε να αξιολογηθεί επακριβώς ο πιστωτικός κίνδυνος. Οι επόπτες μας διενεργούν πολύ λεπτομερείς αναλύσεις των πρακτικών διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου όσον αφορά ανοίγματα σε ευάλωτους τομείς, με πρώτο τον τομέα της εστίασης και της παροχής καταλύματος. Τα εμπορικά ακίνητα είναι ένας άλλος τομέας που απαιτεί μεγάλη προσοχή, ιδίως σε περίπτωση που οι ρυθμίσεις για εξ αποστάσεως εργασία αποτελέσουν πάγια πρακτική στο μέλλον. Σύμφωνα με την εμπειρία, η σημαντική αύξηση των ΜΕΔ λόγω της πανδημίας θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών σε μια ευαίσθητη συγκυρία. Έχουμε τώρα το ταμείο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ΕΕ, σκοπός του οποίου είναι να στηρίξει μια ισχυρή και διαρκή ανάκαμψη της οικονομίας μας. Όμως για να επιτύχει αυτό, θα πρέπει να διατηρηθεί η ικανότητα διαμεσολάβησης του τραπεζικού τομέα, καθώς η ομαλή χρηματοδότηση της ανάκαμψης είναι καθήκον που επωμίζονται από κοινού ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας.
Όσον αφορά την Ελλάδα, πώς αξιολογείτε τα μέτρα που έλαβαν οι τράπεζες για να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα κρίση; Τι θα προτείνατε; Πιστεύετε ότι χρειάζεται μια κακή τράπεζα; Πιστεύετε ότι το σχέδιο «Ηρακλής» αρκεί;
Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι τράπεζες και η κυβέρνηση έλαβαν ευρύ φάσμα μέτρων στήριξης, όπως είναι η αναστολή πληρωμών και οι επιδοτήσεις, για να στηρίξουν άμεσα τις επιχειρήσεις και τους πολίτες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση. Ταυτόχρονα, τα μέτρα στήριξης που έλαβε η ΕΚΤ λόγω της πανδημίας άμβλυναν τα προβλήματα ρευστότητας των τραπεζών μέσω ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης. Επιπλέον, επιτρέψαμε στις τράπεζες να χρησιμοποιούν προσωρινά τα κεφαλαιακά αποθέματα και τα αποθέματα ρευστότητας ασφαλείας τους όταν χρειάζεται να στηρίξουν την οικονομία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες ενθαρρύνθηκαν να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία, στηρίζοντας τόσο τα νοικοκυριά όσο και τον εταιρικό τομέα ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω μεγέθυνση των οικονομικών διαταραχών. Και πράγματι, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι πιστώσεις προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αυξήθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες του 2020, καταγράφοντας ρυθμούς αύξησης που είχαν να εμφανιστούν από την περίοδο πριν από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08 – περίπου 10% (σε ετήσια βάση) το δ΄ τρίμηνο του 2020 και το α΄ τρίμηνο του 2021.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν τις προσπάθειές τους για εξυγίανση των ισολογισμών τους ακόμη και στη διάρκεια της πανδημίας και μάλιστα κάποιες ήταν μεταξύ των τραπεζών που πραγματοποίησαν τις περισσότερες πωλήσεις ΜΕΔ στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2020. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιτύχει σημαντική μείωση των ΜΕΔ τα τελευταία έτη. Από το 2016 μέχρι το 2020, τα ΜΕΔ μειώθηκαν σχεδόν κατά 50%, κατά 58 δισεκ. ευρώ σε απόλυτες τιμές. Το Σχέδιο Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων «Ηρακλής», η χρονική διάρκεια και η χρηματοδότηση του οποίου επεκτάθηκαν πρόσφατα, έχει συμβάλει σημαντικά στην ταχύτερη πώληση ΜΕΔ. Οι ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν πρόσθετες συναλλαγές στο πλαίσιο του σχεδίου «Ηρακλής» για τους επόμενους 12 μήνες, οι οποίες προσεγγίζουν τα 40 δισεκ. ευρώ και θα αξιολογηθούν δεόντως από την ΕΚΤ. Παροτρύνουμε τις τράπεζες να συνεχίσουν να επιδιώκουν την περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ ούτως ώστε να μπορέσουν να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους. Έτσι, θα εξυπηρετούν καλύτερα τους πελάτες τους και θα παρέχουν χρηματοδότηση στην οικονομία. Επίσης, οι τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζουν άρτια πρότυπα έγκρισης πιστώσεων, διενεργώντας διεξοδικές αξιολογήσεις της φερεγγυότητας των δανειοληπτών προκειμένου να κάνουν διάκριση μεταξύ προσωρινών και μόνιμων οικονομικών προβλημάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα για τη μείωση των ΜΕΔ και είναι σκόπιμο να διερευνηθεί το ενδεχόμενο προσθήκης νέων εργαλείων στην εργαλειοθήκη που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ, όπως η ίδρυση κακής τράπεζας ή εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων όπως προτιμώ να την αποκαλώ. Στο παρελθόν, σε ορισμένες περιπτώσεις αυτές οι εταιρείες αποδείχθηκαν αποτελεσματικό εργαλείο που βοήθησε κάποιες χώρες να ξεπεράσουν ταχύτερα τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Πιστεύετε ότι το κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών είναι επαρκές; Μήπως σας ανησυχούν συγκεκριμένες τράπεζες; Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς αναμένεται ότι θα υπάρξει κύμα πτωχεύσεων μόλις ξεκινήσει η σταδιακή άρση των μέτρων στήριξης.
Οι ελληνικές τράπεζες σημειώνουν πρόοδο ως προς την εξυγίανση των ισολογισμών τους, διενεργώντας τιτλοποιήσεις και πωλήσεις ΜΕΔ και λαμβάνοντας άλλα διαρθρωτικά μέτρα. Αυτό αποτελεί σίγουρα θετική εξέλιξη. Θα τις ενθαρρύναμε να αξιοποιήσουν την ευελιξία σχετικά με την προσωρινή χρήση κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας προκειμένου να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους σε αυτόν τον τομέα. Επιπροσθέτως, οι πρόσφατες συναλλαγές στην αγορά, μεταξύ άλλων οι εκδόσεις χρεογράφων χαμηλής (junior) εξοφλητικής προτεραιότητας και μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό υπερκαλύφθηκαν, αποτελούν θετικό δείγμα της εμπιστοσύνης που δείχνει η αγορά. Η συμμετοχή ευρέος φάσματος διεθνών επενδυτών επιβεβαιώνει το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις ελληνικές τράπεζες και την Ελλάδα. Η ικανότητα προσέλκυσης νέων πόρων μπορεί να βοηθήσει τις τράπεζες να επιταχύνουν περαιτέρω τις προσπάθειές τους για μείωση του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων στοιχείων ενεργητικού.
Αναφορικά με τις πτωχεύσεις, θα έλεγα ότι, όπως ισχύει για κάθε χώρα της ζώνης του ευρώ, οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας ενέχουν αυξημένους κινδύνους για το τραπεζικό σύστημα. Το μέτρο της αναστολής πληρωμών καθώς και άλλα μέτρα στήριξης μείωσαν την ορατότητα σχετικά με τις ζημιές των τραπεζών. Μέχρι στιγμής, η συμπεριφορά σε ό,τι αφορά τις πληρωμές έπειτα από τη λήξη της αναστολής πληρωμών που ίσχυε μέχρι το τέλος του 2020 στην Ελλάδα ήταν θετική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει μικρότερη από ό,τι αναμενόταν ανάγκη για λύσεις αναδιάρθρωσης οφειλών. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος αντιστροφής αυτής της τάσης και εμφάνισης νέων ΜΕΔ. Επομένως, για να ενισχυθεί η ικανότητα των τραπεζών να παρέχουν χρηματοδότηση, εξακολουθεί να αποτελεί βασική προτεραιότητα η περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ και η βελτίωση της ικανότητας των τραπεζών να απορροφούν ζημίες. Γι’ αυτό, η απόφαση των ελληνικών αρχών να άρουν την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης οφειλών, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, είναι κρίσιμης σημασίας. Η διασφάλιση της έγκαιρης και αποτελεσματικής εφαρμογής του νέου πτωχευτικού κώδικα, η επιτάχυνση της καταβολής στις τράπεζες των κρατικών εγγυήσεων που έχουν καταπέσει και η επιτυχημένη επανέναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης οφειλών αποτελούν σημαντικά βήματα προς τα εμπρός. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν περαιτέρω τη νοοτροπία πληρωμών και την ικανότητα των τραπεζών να στηρίξουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Υπάρχει κίνδυνος να εκδηλωθεί νέα χρηματοπιστωτική κρίση μετά την πανδημία; Πιστεύετε ότι η επάνοδος στην κανονικότητα θα μπορούσε ή θα έπρεπε να περιλαμβάνει τη διαγραφή ιδιωτικού χρέους;
Τα πολύ σημαντικά μέτρα νομισματικής, δημοσιονομικής και εποπτικής πολιτικής περιόρισαν τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Παραμένει σημαντικό να αποφευχθεί μια πρόωρη και γενικευμένη απόσυρση των μέτρων στήριξης που θα ενείχε τον κίνδυνο να καθυστερήσει η ανάκαμψη και να ενισχυθούν οι μακροχρόνιες αρνητικές επιδράσεις. Επομένως, η σταδιακή άρση των μέτρων πρέπει να γίνει με προσοχή.
Η εκτεταμένη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης που οφείλεται στον διευκολυντικό χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής και στα δάνεια που καλύπτονται με κρατικές εγγυήσεις έχει ήδη μειώσει σημαντικά την επιβάρυνση των ιδιωτών δανειοληπτών σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους τους. Τα κεφάλαια που αποδεσμεύθηκαν χάρη στα εποπτικά μέτρα στήριξης επιτρέπουν στις τράπεζες να λάβουν μέτρα για τη ρύθμιση οφειλών και την αναδιάρθρωση δανείων προσαρμοσμένα στην κάθε περίπτωση. Η εμπειρία μάς έχει δείξει ότι η έγκαιρη αναδιάρθρωση προβληματικών δανείων ωφελεί τόσο τις τράπεζες όσο και τους δανειολήπτες, ενώ η στάση αναμονής είναι πιθανόν να προκαλέσει μεγαλύτερο αριθμό πτωχεύσεων σε μεταγενέστερο στάδιο. Πιστεύω ότι οι στοχευμένες ρυθμίσεις οφειλών και αναδιαρθρώσεις δανείων είναι η ενδεδειγμένη κατεύθυνση για το μέλλον και όχι η απευθείας και χωρίς διάκριση διαγραφή των ιδιωτικών χρεών.
Υπάρχουν επίσης κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Ποιες είναι προτεραιότητες σε αυτήν την περίπτωση;
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο κλιματικός κίνδυνος αποτελεί σημαντική πρόκληση και απαιτεί ήδη την ιδιαίτερη και άμεση προσοχή των τραπεζών. Πέρυσι δημοσιεύσαμε τον οδηγό της ΕΚΤ σχετικά με τους κλιματικούς και τους περιβαλλοντικούς κίνδυνους, στον οποίο περιγράφονται οι εποπτικές προσδοκίες μας για τον τρόπο με τον οποίοι οι κίνδυνοι αυτοί θα πρέπει να ενσωματωθούν σε όλες τις σχετικές τραπεζικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής αναφορών και της δημοσιοποίησης στοιχείων. Διαπιστώσαμε ότι οι τράπεζες δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιήσει επαρκώς το προφίλ τους όσον αφορά τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους και ότι απαιτούνται σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυση της διαφάνειας σχετικά με την έκθεση σε αυτούς τους κινδύνους στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Σήμερα αξιολογούμε τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες λαμβάνουν υπόψη αυτούς τους κινδύνους στις διαδικασίες και τις πρακτικές τους. Τον Ιανουάριο ζητήσαμε από τις τράπεζες να διενεργήσουν εσωτερική αξιολόγηση σε σχέση με τις εποπτικές προσδοκίες που παρουσιάζονται στον οδηγό μας και να καταρτίσουν σχέδια δράσης για να ευθυγραμμίσουν τις πρακτικές τους με αυτές τις προσδοκίες. Σε αυτήν τη φάση αξιολογούμε τα στοιχεία που υπέβαλαν οι τράπεζες. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, φέτος τα αποτελέσματα αυτών των αξιολογήσεων γενικά δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ενδέχεται όμως να επιβάλουμε κατά περίπτωση ποιοτικές ή ποσοτικές απαιτήσεις. Ευελπιστούμε ότι το έργο που πραγματοποιούμε σήμερα θα βοηθήσει εμάς – και τις τράπεζες – να προετοιμαστούμε για την πλήρη αξιολόγηση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων και τη διενέργεια σχετικής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στο πλαίσιο του εποπτικού κύκλου του 2022.