ΟΤαγίπ Ερντογάν δεν κρύβει την πρόθεσή του να τα ξαναβρεί με τρεις από τους βασικούς ανταγωνιστές της Τουρκίας στη γειτονιά της – Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και Ισραήλ. Είτε διότι είναι ορατός ο κίνδυνος να βρεθεί περιτριγυρισμένος από εχθρούς χωρίς παράλληλα να μπορεί να βασιστεί στους Αμερικανούς είτε επειδή διαισθάνεται πως εάν τραβήξει περισσότερο το σκοινί αυτό ενδέχεται να σπάσει είτε λόγω της πρόθεσής του να κεφαλαιοποιήσει κάποια από τα κέρδη που έχει αποκομίσει με την επιθετική πολιτική των περασμένων ετών, η ουσία δεν αλλάζει: Η Aγκυρα φλερτάρει έντονα με τις τρεις παραπάνω χώρες, όπως δείχνουν οι δηλώσεις του ίδιου του Ερντογάν και των πιο στενών συνεργατών του, οι – «ειλικρινείς και σε βάθος» – συνομιλίες σε επίπεδο αναπληρωτών υπουργών Εξωτερικών της περασμένης εβδομάδας στο Κάιρο, καθώς και η διήμερη επίσκεψη που πραγματοποιεί από χθες ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου στο Ριάντ.
Βαρύτατοι χαρακτηρισμοί
Πρόκειται για μια στροφή, την οποία πολλοί δεν θα δίσταζαν να περιγράψουν με το γνωστό «γλείφει εκεί όπου έφτυνε». Πράγματι, δεν έχουν ξεχαστεί οι βαρύτατοι χαρακτηρισμοί που έχουν δεχθεί από τον πρόεδρο της Τουρκίας αυτοί τους οποίους σήμερα επιδιώκει να κάνει συνομιλητές του: Ο Αμπντελφατάχ αλ-Σίσι ήταν ο «πραξικοπηματίας με αίμα στα χέρια» μετά την ανατροπή του εκλεγμένου προέδρου και στελέχους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Μοχάμεντ Μόρσι, το 2013. Ο σαουδάραβας διάδοχος του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν ένας «στυγνός δολοφόνος» εξαιτίας της εκτέλεσης του αντικαθεστωτικού Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Και ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δράστης «γενοκτονίας» εις βάρος των Παλαιστινίων.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι πως η πολιτική αποτελεί κυρίως μια υπόθεση εξυπηρέτησης συμφερόντων και όχι προσωπικών σχέσεων. Κάτι που σημαίνει πως και οι τρεις δεν αποκλείεται να παραβλέψουν τις προσβολές που έχουν δεχθεί – όπως έκανε ο Πούτιν το 2015 – εφόσον κρίνουν ότι έχουν κάτι σημαντικό να κερδίσουν. Μόνο που για να συμβεί αυτό, η τουρκική πλευρά θα αναγκαστεί να κάνει σοβαρές και σε κάποιες περιπτώσεις επώδυνες υποχωρήσεις.
Ειδικά όσον αφορά την Αίγυπτο, αυτές εντοπίζονται σε δύο κυρίως επίπεδα: Αφενός, την αποχώρηση των τουρκικών στρατιωτικών «συμβούλων» και των σύρων μισθοφόρων της Αγκυρας από το έδαφος της Λιβύης – το ζήτησε και η λίβυα υπουργός Εξωτερικών, με αποτέλεσμα να δέχεται πιέσεις να παραιτηθεί – κάτι που θα ισοδυναμεί με την αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του Καΐρου στις εξελίξεις σε μια χώρα στην οποία ο Ερντογάν έχει ποντάρει πολλά. Και αφετέρου, στην άρση της ασυλίας που έχει προσφερθεί σε στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία θα πρέπει να συνοδευτεί και από τη, συμβολική έστω, έκδοση ορισμένων εξ αυτών στην Αίγυπτο.
Το βάρος στην οικονομία
Ο Ερντογάν, από την πλευρά του, επιχειρεί να μετατοπίσει τη συζήτηση σε ένα άλλο μέτωπο – την οικονομία. Οπως ισχυρίζονται οι συνεργάτες του, εάν οι δύο χώρες συμφωνούσαν για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών, τότε η αιγυπτιακή ΑΟΖ θα ήταν κατά 11.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα μεγαλύτερη σε σύγκριση με αυτή που προβλέπει η συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία. Επιμένουν, επίσης, ότι η συνεργασία της Τουρκίας είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για να υπάρξει αποτελεσματική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της ΝΑ Μεσογείου – σε αντίθεση με τον EastMed.
Για την ώρα, η επίθεση φιλίας της Τουρκίας προς την Αίγυπτο, όπως και προς τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, είναι αμφίβολο πού θα οδηγήσει. Πάντως, όπως σημειώνει η al-Monitor, Κάιρο και Ριάντ πιστεύουν ότι οι τελευταίες κινήσεις του Ερντογάν αποτελούν ένδειξη αδυναμίας του – ενώ παράλληλα, οι δύο υπερδυνάμεις του αραβικού κόσμου έχουν φροντίσει να μην του αφήσουν πολλά περιθώρια ώστε να διεκδικήσει τον ρόλο του προστάτη των Αράβων.