Σε μια περίοδο κυκλοφορίας 200 χρόνων, είναι αναμενόμενο ανάμεσα στις ειδήσεις που τυπώνονται στις σελίδες της να υπάρχουν και λάθη. Και η Guardian, ένα από τα σημαντικότερα βρετανικά έντυπα, στους δύο αιώνες ζωής που συμπλήρωσε στις 5 Μαΐου, έχει βρεθεί ενώπιον αρκετών σκοπέλων στην προσπάθεια ενημέρωσης του κοινού της. Υπήρξαν οι παραλείψεις που συνδέονται με την ίδια τη φύση της δουλειάς στις εφημερίδες. Οπως για παράδειγμα, η βύθιση του «Τιτανικού» που πέρασε σ’ ένα μονόστηλο στη σελίδα 9 στο φύλλο της 16ης Απριλίου 1912, εξαιτίας του περιορισμένου χρονικού ορίου για την εκτύπωση της εφημερίδας. Αλλά και λάθη που έγιναν ως αποτέλεσμα εσφαλμένης επιστημονικής αντίληψης, όπως εκείνο το άρθρο του 1927 που προωθούσε τις αρετές του αμιάντου κι ένα άλλο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 που προειδοποιούσε για μια επικείμενη εποχή πάγου.
Τα πιο χτυπητά, ωστόσο, ολισθήματα δεν έρχονται από τις ειδησεογραφικές σελίδες της Guardian αλλά από τις μόνιμες στήλες της. Αρθρογράφοι που αποτυπώνουν γλαφυρά τις απόψεις τους για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο κάθε μέρα, στην πορεία των 200 χρόνων συχνά εκφράζουν ανακρίβειες που σχετίζονται με τις πολιτικές συνθήκες, τις εκλογές, τις μεταρρυθμίσεις και κυρίως τα τελευταία χρόνια την όλη συζήτηση για το Brexit.
Κάτι τέτοιο ίσχυε και στην περίπτωση του βικτωριανού φιλελευθερισμού, ο οποίος αντιμετωπίστηκε με δύο μέτρα και σταθμά: ενώ οι Ασιάτες είχαν δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των χωρών τους, οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να έχουν την ίδια τύχη. Πριν από 150 χρόνια, η Guardian έγραφε πως οι νότιες πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είχαν κάθε δικαίωμα να αποσχιστούν. Βάση αυτού του σκεπτικού αποτέλεσε η ιδέα πως μια ελεύθερη Συνομοσπονδία θα ευημερούσε και η διεκδίκηση αυτού του ονείρου ήταν δίκαιη, όπως το έπραξαν οι Ούγγροι το 1849 οπότε αποχώρησαν από την ένωση με την Αυστρία. Στα κείμενα της εφημερίδας τονιζόταν ότι η διάλυση των ΗΠΑ θα επιτάχυνε μάλιστα το τέλος της δουλείας, μια άποψη που συμμεριζόταν την εποχή και ο Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, πρωθυπουργός της Βρετανίας.
Ενα μεγάλο φάουλ που σήμερα δείχνει αρκετά ντροπιαστικό είναι η αντιπάθεια της εφημερίδας για τον Αβραάμ Λίνκολν. Για την Guardian του 1860, ο αμερικανός πρόεδρος ήταν ένας απατεώνας που θεωρούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης τη χειραφέτηση των σκλάβων, επειδή θα εμπόδιζε την ενότητα των ΗΠΑ. Το 1862, η εφημερίδα έγραφε χαρακτηριστικά για τις εκλογές της προηγούμενης χρονιάς: «Είναι αδύνατον να μην αισθανθείς πως ήταν μια σατανική ημέρα τόσο για την Αμερική όσο και για τον κόσμο». Τρία χρόνια αργότερα, σ’ ένα editorial σχετικά με τη δολοφονία του προέδρου, η μανία εναντίον του Λίνκολν απογειώθηκε. «Οσον αφορά τη διακυβέρνησή του, πρόκειται για μια σειρά πράξεων αντίθετων σε κάθε έννοια συνταγματικών δικαιωμάτων και ανθρώπινης ελευθερίας» σχολίαζε η εφημερίδα και συνέχιζε: «Είναι αναμφίβολα λυπηρό που δεν είχε την ευκαιρία να δικαιολογήσει τις καλές του προθέσεις».
Αντίστοιχη σκληρή αντιμετώπιση είχαν και οι σουφραζέτες. Αν κι ο διευθυντής της εφημερίδας Σι. Πι. Σκοτ ήταν υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών στα τέλη της δεκαετίας του 1880, με τα κείμενά του καταδίκαζε οποιαδήποτε δυναμική κίνηση υπεράσπισης των αιτημάτων τους. Αναφερόμενος στον πρωθυπουργό της Βρετανίας Λόιντ Τζορτζ που έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των 30 ετών, σε άρθρο του σχολίασε: «Είναι πραγματικά οξύμωρο ότι ο κύριος Λόιντ Τζορτζ αγωνίζεται να εκχωρήσει δικαίωμα ψήφου σε επτά εκατομμύρια γυναίκες και οι ριζοσπάστριες σπάνε τα παράθυρα αθώων ανθρώπων και διαλύουν τις συναντήσεις των φιλανθρωπικών σωματείων σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τον αποτρέψουν».
Οταν ο Αρθουρ Μπάλφουρ, υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας το 1917, υποσχέθηκε πως θα βοηθήσει στη δημιουργία εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, η Guardian έσπευσε να υποστηρίξει το όραμά του. Αλλωστε, ο τότε διευθυντής του εντύπου, Σκοτ, ήταν υποστηρικτής του σιωνισμού και εναντίον των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Την ημέρα των εξαγγελιών του Μπάλφουρ, ο ίδιος έγραφε στο φύλλο της εφημερίδας: «Ο υπάρχων αραβικός πληθυσμός της Παλαιστίνης είναι μικρός και με χαμηλό επίπεδο πολιτισμού». Η σημερινή μετεξέλιξη του ισραηλινού κράτους σίγουρα δεν δικαίωσε τις προβλέψεις της Guardian.
Ενα λάθος που άφησε ιστορία, κυριολεκτικά, ήταν η άσεμνη, για την εποχή, γλώσσα που χρησιμοποίησε το έντυπο τη δεκαετία του 1960. Η Guardian μπορεί να υπερηφανεύεται πως είναι η πρώτη βρετανική ή αμερικανική εφημερίδα όπου εμφανίστηκε γραμμένη η λέξη «fuck», στο πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης για την έκδοση στη Βρετανία του βιβλίου «Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι». Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης που ολοκληρώθηκε με την απόφαση ότι το βιβλίο του Ντ. Χ. Λόρενς δεν ήταν άσεμνο, ο διευθυντής της εφημερίδας Αλαστερ Χέδερινγκτον, πρώην στρατιωτικός, έφτασε στα άκρα προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η Guardian στις ανταποκρίσεις της από το δικαστήριο δεν θα χρησιμοποιούσε άσεμνη γλώσσα. Και μόλις η υπόθεση ολοκληρώθηκε, άφησε ελεύθερους τους στηλίστες και σ’ ένα άρθρο γνώμης γράφτηκε για πρώτη φορά η F-word όπως συνηθίζουν οι Βρετανοί να αποκαλούν το «fuck». Αν και οι παλιότεροι συντάκτες της εφημερίδας προσπάθησαν να αποτρέψουν μέχρι την τελευταία στιγμή τη δημοσίευση του συγκεκριμένου κειμένου, ο διευθυντής το επέτρεψε, περνώντας κατά κάποιοντρόπο στην ιστορία.
Ενα μεγάλο κεφάλαιο, όχι απαραίτητα λανθασμένο, στην ιστορία της εφημερίδας ήταν και η στάση της Guardian υπέρ της Ευρώπης. Οι συντάκτες της έβλεπαν με θετικό μάτι την ένταξη της Βρετανίας στην κοινή αγορά από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 κιόλας. Οταν λίγες δεκαετίες αργότερα, ο Χάρολντ Γουίλσον διοργάνωσε δημοψήφισμα για τη συγκεκριμένη υπόθεση, η Guardian στο φύλλο της Πέμπτης 5 Ιουνίου 1975 έγραφε: «Μια ψηφοφορία για τον επόμενο αιώνα», καλώντας τους ψηφοφόρους να στηρίξουν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας ώστε να διασφαλιστεί ότι το μέλλον θα είναι «ασφαλέστερο και με περισσότερη ευημερία». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στάσης ήταν πως όταν η χώρα το 2003 απέρριψε την πρόταση να ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ, η μεγαλύτερη στήλη της εφημερίδας χαρακτήρισε την απόφαση αυτή «το μεγαλύτερο πλήγμα στον φιλευρωπαϊκό σκοπό για μια γενιά».
Η εφημερίδα δεν δίσταζε στην πορεία των ετών να παίρνει σαφή θέση κάθε φορά που οι πολίτες καλούνταν στις κάλπες, συνηθίζοντας να τους υποδεικνύει προς τα πού πρέπει να κινηθεί η ψήφος τους. Ετσι, δεν πρέπει να ξαφνιάζει η στάση της Guardian στο δημοψήφισμα του 2014 για την τύχη της Σκωτίας, προτρέποντας τους σκωτσέζους ψηφοφόρους να καταψηφίσουν την απόσχιση της πατρίδας τους από το Ηνωμένο Βασίλειο. Εξίσου ξεκάθαρη ήταν η γραμμή που ακολούθησε η εφημερίδα και στην περίπτωση του Brexit. Καμία χώρα στο παρελθόν δεν είχε κληθεί να αποφασίσει για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση και η Guardian δεν μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο με τη Βρετανία. Το πρωί λοιπόν της 23ης Ιουνίου 2016, δεν είπε στους ψηφοφόρους της πώς θα έπρεπε να ψηφίσουν. Αντίθετα, προτίμησε να υπογραμμίσει τη σημασία της διαδικασίας γράφοντας: «Το Ηνωμένο Βασίλειο, σταδιακά, θα αφήσει πίσω τις εντάσεις της εκστρατείας για το Brexi t, όσο κι αν είναι οδυνηρές και θ’ αρχίσει να επικεντρώνεται στο μέλλον του».
Οι Βρετανοί, βέβαια, είχαν άλλη άποψη και το έδειξαν με την ψήφο τους. Ισως και η ακλόνητη πίστη της Guardian στη δύναμη της Ευρωπαϊκής Ενωσης ήταν πηγή εφησυχασμού. Εάν ναι, δεν ήταν το μόνο έντυπο που είχε τέτοιες αυταπάτες. Οπως ανέφερε η Τζούλι Φίρμστοουν από το Πανεπιστήμιο του Λιντς: «Το πιο απογοητευτικό είναι ότι ενώ οι εφημερίδες που ήταν υπέρ του Brexit το διαφήμιζαν την ημέρα των εκλογών, μόνο η Mirror ζήτησε ξεκάθαρα από τους αναγνώστες της να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ενωση».