Κυκλοφορεί ως ανέκδοτο, αλλά και ως πολιτικό συμπέρασμα: η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί στη σημερινή κυβέρνηση. Δεν είναι όμως μόνο αυτή που φέρνει τη ΝΔ σε προνομιακή δημοσκοπική θέση σε σχέση με τους αντιπάλους της. Μια σειρά από συγκυρίες, αλλά και πολιτικές επιλογές, έχει δημιουργήσει ένα αντιπολιτευτικό τοπίο τέτοιο που τουλάχιστον δεν φοβίζει την κυβέρνηση ενόψει της απλής αναλογικής.
Το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ
Οι αριθμοί δεν λένε ποτέ ψέματα: αυτή την περίοδο, παρά τα κυβερνητικά λάθη, ακόμα και η ευνοϊκότερη δημοσκόπηση για τον ΣΥΡΙΖΑ τον δείχνει καθαρά δεύτερο και με ποσοστό χαμηλότερο από το ποσοστό που κέρδισε στις εκλογές του 2019. Αν κάτι δεν αλλάξει δραστικά, αν το Μέγαρο Μαξίμου δεν κάνει το μοιραίο σφάλμα ή αν οι συνθήκες δεν δημιουργήσουν ένα διαφορετικό πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάει στις επόμενες εκλογές γνωρίζοντας πως θα χάσει – όλα τα επόμενα θα εξαρτηθούν από το μέγεθος και το είδος της ήττας. Αυτό εμποδίζει τη δημιουργία ενός ενιαίου κυβερνητικού αφηγήματος και μιας συνοχής στην αντιπολιτευτική τακτική. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις των τελευταίων ετών, στα μισά της θητείας προηγούμενων κυβερνήσεων, η αξιωματική αντιπολίτευση ήταν καθαρά μπροστά, εκμεταλλευόμενη τη φθορά που φέρνει η διαχείριση της εξουσίας. Οι συνθήκες, βέβαια, δεν είναι οι ίδιες – δεν υπάρχει κύμα αγανάκτησης τέτοιο που θα μπορούσε να προδικάζει μια πολιτική αλλαγή. Εστω κι έτσι, όμως, η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει τον μετατρέπει σε βολικό αντίπαλο για τη ΝΔ.
Η αυτονομία του Κινήματος Αλλαγής
Η επιλογή της Φώφης Γεννηματά να επιμείνει στην αυτονομία της Κεντροαριστεράς, εκτός του ότι δημιουργεί το δικό της αφήγημα για την επόμενη μέρα του ΚΙΝΑΛ, δημιουργεί επίσης ένα ξεκάθαρο τοπίο για τις εκλογές με απλή αναλογική. Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει ένα κοινό μέτωπο στον προοδευτικό χώρο έχει πέσει στο κενό – η Χαριλάου Τρικούπη δεν έχει συμμετάσχει σε καμία συριζαϊκή πρωτοβουλία που προσκλήθηκε, ενώ ενίοτε ασκεί κριτική στην αξιωματική αντιπολίτευση για το ύφος και το είδος της κριτικής της. Για το ΚΙΝΑΛ, η αυτονομία είναι ταυτοτικό ζήτημα, τόσο απέναντι στη ΝΔ όσο και απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με το ποσοστό των δημοσκοπήσεων, έχει σκοπό να πάει σε διπλές κάλπες – για τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, το «όχι» της Γεννηματά δεν του επιτρέπει να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία έτσι ώστε, αν τα νούμερα το επιτρέψουν, να δημιουργηθεί κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος.
Χωρίς απειλή εκ δεξιών
Ως κεντροδεξιό κόμμα, η ΝΔ μπορεί να χάσει ποσοστά είτε από ένα κόμμα που κινείται στο κέντρο του πολιτικού άξονα είτε από ένα που φιλοδοξεί να εκφράσει τη λαϊκή Δεξιά. Η προσπάθεια που καταβάλλεται για την πρώτη περίπτωση έχει αποτέλεσμα: η κυβέρνηση έχει πατήσει σημεία-κλειδιά που ακούγονται ελκυστικά για έναν κεντρώο ψηφοφόρο, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους. Για τη δεύτερη, όμως, τα πράγματα δεν είναι εξίσου δεδομένα. Το σημερινό μοντέλο, πολιτικό και ιδεολογικό, θα μπορούσε να έχει αποξενώσει ήδη το πιο δεξιό κομμάτι του κόμματος – στη δεξιά πολυκατοικία σιγοψιθυρίζεται, άλλωστε, η πιθανότητα δημιουργίας μιας συλλογικότητας ενόψει των εκλογών με απλή αναλογική. Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, τέτοιο ρεύμα δεν υπάρχει, ούτε έχει ξεχωρίσει κάποιο στέλεχος που θα μπορούσε να το εκφράσει. Κατά μια ανάγνωση, μάλιστα, το Μέγαρο Μαξίμου πρόλαβε τη ζημιά που θα μπορούσε να πάθει λόγω της μετριοπαθούς διαχείρισης των εθνικών θεμάτων, με την εμφάνιση του Νίκου Δένδια στην Αγκυρα.
Εσωκομματικά προβλήματα. Μια ξεκάθαρη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όπως αυτή που έχει σήμερα η ΝΔ, θα μπορούσε να υποστεί σοβαρό πλήγμα αν σπαρασσόταν από εσωτερικές συγκρούσεις. Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κυβερνώντος κόμματος τα έχει τα προβλήματά της: γκρίνιες για την εμπιστοσύνη που παρέχεται σε υπουργούς εκτός κόμματος, βουλευτές που δεν διστάζουν να διαφωνήσουν με ένα νομοσχέδιο που κατατίθεται προς ψήφιση και δύο πρώην πρωθυπουργούς που θεωρούνται πόλοι. Τίποτα από αυτά, ωστόσο, δεν έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα επιζήμιο – τουλάχιστον για την ώρα. Αντιθέτως, στο πεδίο της αντιπολίτευσης, οι εσωκομματικές αναταραχές δημιουργούν ένα πιο ρευστό τοπίο. Στη μια περίπτωση, το Κίνημα Αλλαγής έχει εσωκομματικές εκλογές το φθινόπωρο. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα βρίσκεται σε διαδικασία μετασχηματισμού, η οποία έχει φέρει στην επιφάνεια σημαντικές διαφωνίες ανάμεσα στα στελέχη του. Η προσπάθεια αυτές οι διαφωνίες να μη βγαίνουν στη δημοσιότητα, που καταβάλλεται πλέον ανοιχτά από την Κουμουνδούρου ως «συμφωνία σιωπής», τις περισσότερες φορές αποτυγχάνει. Και μαζί δυσκολεύει την αξιωματική αντιπολίτευση να εκφράσει ένα ενιαίο αφήγημα.