Annus mirabilis για τη νεότερη ιστορία μας γενικά, το 1974 μπορεί να «αναγνωσθεί», από τη σκοπιά ειδικά της συνταγματικής μας ιστορίας, σε τρεις χρόνους: τον βραχύ, τον μεσαίο και τον μακρύ.
Στον βραχύ ιστορικό χρόνο, το 1974 σήμανε βέβαια το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας και το πέρασμα στη δημοκρατία. Από τις πρώτες κιόλας μέρες φάνηκε πόσο εκτός τόπου και χρόνου ήταν συνθήματα όπως το γνωστό «τι μπρόκολα, τι λάχανα» του Χαρίλαου Φλωράκη ή το «αλλαγή νατοϊκής φρουράς» του Ανδρέα Παπανδρέου. Ευτυχώς, γρήγορα το κατάλαβαν και οι ίδιοι και, πριν καλά καλά συμπληρωθεί μήνας από τη δραματική νύχτα της 23ης Ιουλίου, επέστρεψαν στην Ελλάδα και ανέλαβαν δράση.
Εξάλλου, όπως πολύ διεισδυτικά είχε επισημάνει από την πρώτη στιγμή και ο Νίκος Πουλαντζάς, η Μεταπολίτευση ενέκλειε από μόνη της μια δυναμική, που επρόκειτο πολύ σύντομα να ξεπεράσει τις αντιστάσεις όσων ήθελαν να τη βλέπουν ως απλή επιστροφή στην «καχεκτική» δημοκρατία του 1967. Γιατί, εκτός από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, η αλλαγή εκείνη σήμανε και το τέλος του εμφύλιου πολέμου (1946 – 1949). Αυτός ήταν ο «μεσαίος χρόνος» του 1974 αφού, από τη σκοπιά των θεσμών, η Μεταπολίτευση προκάλεσε και την κατάργηση του «παρασυντάγματος». Θυμίζω ότι έτσι είχε καθιερωθεί να ονομάζονται τα «έκτακτα» μέτρα της περιόδου του Εμφυλίου, που είχαν διατηρηθεί σε ισχύ έως το 1967 και τα οποία, κατά τη διάρκεια της Επταετίας, οι συνταγματάρχες έστρεψαν όχι μόνον εναντίον της Αριστεράς, αλλά και εναντίον όσων τα είχαν εμπνευστεί, είτε ήταν αυτοί στελέχη της συντηρητικής παράταξης, είτε αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων που εναντιώθηκαν στη δικτατορία. Τα μέτρα αυτά καταργήθηκαν ταυτόχρονα με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, τον Σεπτέμβριο του 1974.
Ωστόσο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι πηγή εμπνεύσεως των περισσότερων από τα έκτακτα αυτά μέτρα δεν ήταν ο Εμφύλιος του 1946 – 1949 αλλά ένας άλλος εμφύλιος που είχε προηγηθεί, δηλαδή ο Εθνικός Διχασμός του Μεσοπολέμου, αν αναλογισθεί δηλαδή ότι η αυθαίρετη εκτόπιση των αντιπάλων των εκάστοτε κυβερνώντων είχε καθιερωθεί το 1918 για τη δίωξη των αντιβενιζελικών – και σε μόνιμη βάση από το 1926 – και ότι ο αντικομμουνιστικός 509 του 1947 είχε ως πρότυπο το βενιζελικό «ιδιώνυμο» του 1929, θα αντιληφθεί τη σημασία του 1974 και στον μακρύ ιστορικό χρόνο. Ετσι, με τη Μεταπολίτευση έκλεισε και ο κύκλος των δύο διχασμών – του Εθνικού και του Εμφυλίου – που είχε ανοίξει το 1915 με τη σύγκρουση του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον βασιλιά· μια σύγκρουση που έμελλε να σημαδέψει την ελληνική πολιτική ζωή έως τη δεκαετία του 1940. Για να το πω διαφορετικά, η Μεταπολίτευση σήμανε το τέλος μιας περιόδου όχι απλώς τριάντα αλλά εξήντα ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων, εξαιτίας των δύο μεγάλων διχασμών, η κοινοβουλευτική δημοκρατία νοθεύτηκε, προτού καταργηθεί ανοιχτά δύο φορές – το 1936 και το 1967 – εξ αιτίας του αίματος που χύθηκε και των βαθιών ψυχολογικών τραυμάτων που προκάλεσε η κάθετη διαίρεση του ελληνικού λαού σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Τη βαθύτερη αυτή σημασία του 1974 ήταν φυσικό όσοι είχαν γεννηθεί, μεγαλώσει και ωριμάσει στην εποχή των κρίσεων να αργήσουν να την αντιληφθούν. Πίσω από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας – έτσι ενισχυμένο, όπως τον ήθελε ο Κ. Καραμανλής, στην αρχική εκδοχή του Συντάγματος του 1975 – έσπευσαν έτσι να διακρίνουν έναν εκκολαπτόμενο Γλυξβούργο. Εξίσου ανιστορικά, οι ίδιοι και κάποιοι άλλοι είδαν στην απαγόρευση των ιδιωτικών ΑΕΙ την καλύτερη εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Τριαντάρης το 1974, ο Αντώνης Μανιτάκης ανήκε σε εκείνους που αντιλήφθηκαν έγκαιρα την παγίδα του αναχρονισμού και προσπάθησαν να την αποφύγουν. Ηταν από τους πρώτους που επέκρινε, ήδη από το 1983, την «καθήλωση» της συζήτησης για τον συνταγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας, στο μοντέλο της προδικτατορικής αντιπαράθεσης βασιλιά και πρωθυπουργού. Διότι, όπως ορθά είχε επισημάνει, όσο κύρος και αν διέθετε ως προσωπικότητα ο Κ. Καραμανλής, θεσμικά, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν μπορούσε πια να αναδειχθεί σε «κέντρο εξουσίας».
Στην ίδια κατεύθυνση, ο Μανιτάκης ήταν από τους πρώτους που, πριν καλά καλά ολοκληρωθεί η αναθεώρηση του 1985 – 1986, μίλησε για την ανάγκη «αντισταθμισμάτων» στην παντοδυναμία ενός πανίσχυρου πρωθυπουργού. Ηταν το πρελούδιο της συζήτησης για τα «θεσμικά αντίβαρα», που έκτοτε κυριάρχησε στη θεωρία του συνταγματικού δικαίου και επηρέασε καταλυτικά τον επιστημονικό διάλογο για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Γι’ αυτά (και μερικά άλλα…), αν αναλογιστεί κανείς ότι ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς στη χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει καθηλωμένο στις διαιρέσεις και τις εννοιολογήσεις της προδικτατορικής περιόδου, θα καταλάβει πόσο πρωτοποριακή ήταν η συμβολή του Αντώνη Μανιτάκη στον θεσμικό εξευρωπαϊσμό της.