Το 2014, οι ηγέτες των 28 (τότε) είχαν αποφασίσει να μειώσουν ως το 2030 τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα και των υπόλοιπων «αερίων του θερμοκηπίου» κατά 40% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, προκειμένου να αντιμετωπιστούν η επιταχυνόμενη κλιματική αλλαγή και η υπερθέρμανση της Ευρώπης και του πλανήτη. Εξι χρόνια αργότερα, καθώς οι επιστήμονες έκρουαν αγωνιωδώς τον κώδωνα του κινδύνου, ενώ ολοένα περισσότερες επιχειρήσεις επιδείκνυαν έντονο ενδιαφέρον για την «πράσινη οικονομία», ο στόχος αυτός αναθεωρήθηκε. Ετσι, στη σύνοδο κορυφής που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2020, οι ηγέτες των 27 (πλέον) δεσμεύτηκαν η μείωση να ανέλθει στο 55% – με τελική κατεύθυνση η ΕΕ να είναι η πρώτη στον κόσμο που θα καταστεί «ουδέτερη» το αργότερο μέχρι το 2050.
Ωστόσο, το τέλος του δρόμου δεν ήταν εκεί. Αρχικά, χρειάστηκαν πολύωρες και σε αρκετές περιπτώσεις «λεπτές» διαπραγματεύσεις προκειμένου να επέλθει συμφωνία μεταξύ του Συμβουλίου και της Ευρωβουλής, κάτι που έγινε πριν από περίπου έναν μήνα, στις 21 Απριλίου, την παραμονή της συνόδου για το κλίμα που είχε συγκαλέσει ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν. Τώρα έχει έρθει η ώρα για το επόμενο βήμα, που όλα δείχνουν πως ίσως να είναι το πιο δύσκολο από όλα: να συμφωνήσουν οι 27 στις λεπτομέρειες της μετάβασης στη νέα εποχή και της υλοποίησης του παραπάνω στόχου, έτσι ώστε να έρθει η Κομισιόν τον ερχόμενο Ιούλιο (βάσει του υφιστάμενου προγραμματισμού) και να τον «κάνει λιανά».
Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι σε όλα ο διάβολος κρύβεται συνήθως στις λεπτομέρειες – και το συγκεκριμένο θέμα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Πολύ περισσότερο καθώς οι ευρωπαίοι εταίροι μας έχουν συνηθίσει να διαφωνούν σχεδόν σε όλα και κυρίως τα πολύ σημαντικά.
«Οι ηγέτες της ΕΕ ετοιμάζονται για σύγκρουση αναφορικά με την υλοποίηση των στόχων για το κλίμα», προειδοποιεί χαρακτηριστικά ρεπορτάζ που δημοσίευσαν οι «Financial Times», ενόψει της σημερινής και αυριανής έκτακτης συνόδου κορυφής, ένα από τα βασικά θέματα της οποίας είναι και αυτό (μαζί με την πορεία της Covid-19 και των εμβολιασμών, καθώς και τις σχέσεις με τη Ρωσία και τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και το Προσφυγικό). «Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναμένουν μια διχαστική συζήτηση η οποία θα φέρει τις πιο πλούσιες χώρες της Δυτικής Ευρώπης απέναντι στους φτωχότερους και πιο ρυπογόνους εταίρους τους στο ανατολικό και νότιο τμήμα της Ευρώπης. Σε μια ένδειξη για το πόσο έντονη μπορεί να εξελιχθεί η συζήτηση, οι μόνιμοι πρέσβεις συγκρούστηκαν την Παρασκευή εξετάζοντας το σχέδιο συμπερασμάτων της συνόδου», σημειώνει το ίδιο ρεπορτάζ.
Τι είναι, όμως, αυτό που χωρίζει τους 27 σε στρατόπεδα (και) σε αυτό το θέμα; Ας το διατυπώσουμε πολύ απλά: οι φτωχότερες και αναπτυσσόμενες χώρες (όπως η Πολωνία, που έχει αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη αυτού του στρατοπέδου) ισχυρίζονται πως οι πιο πλούσιες και ανεπτυγμένες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο και για μεγάλο χρονικό διάστημα τα οφέλη της «οικονομίας του άνθρακα», αποκτώντας σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Κι αυτό, όπως λένε, σημαίνει ότι είναι οι ίδιες που – κατά τη γνώμη τους – πρέπει τώρα να σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος και το κόστος της μετάβασης, μέσω των κοινοτικών ταμείων και των διαφορετικών «ποσοστώσεων».
Παρά το γεγονός δε ότι το αίτημα αυτό δεν έχει απορριφθεί, η συμφωνία δεν είναι αυτονόητη – όπως, άλλωστε, αποδείχθηκε και στην περίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης. Πολύ περισσότερο καθώς, εκτός από την αντίθεση Βορρά – Νότου, υπάρχουν και άλλες πλευρές που δυσκολεύουν την τελική συμφωνία. Ανάμεσά τους είναι η ένταξη και άλλων κλάδων στο σύστημα εμπορίας ρύπων (ETS), όπως είναι οι αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες έχουν θέσει σκληρούς όρους (ενίσχυση έρευνας, επιδοτήσεις αγορών, φοροαπαλλαγές κ.λπ.), προκειμένου να συνδράμουν την προσπάθεια. Παράλληλα, υπάρχει και το ζήτημα των εμπορικών σχέσεων με εταίρους της ΕΕ και το ενδεχόμενο επιβολής «ρήτρας άνθρακα», κάτι που ήδη προκαλεί αντιδράσεις από ορισμένες χώρες, όπως η Τουρκία, η Ρωσία και η Ουκρανία.
Σε κάθε περίπτωση, το ETS θεωρείται κομβικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι τιμές του εκπεμπόμενου άνθρακα σημειώνουν σημαντική αύξηση τον τελευταίο μήνα και έχουν φτάσει στα 50 ευρώ ανά τόνο.