Σύντομα ο Τάσος Βρεττός, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2021, παρουσιάζει το ερευνητικό πρότζεκτ του «The Feel. Backstage» στον Χώρο Α της Πειραιώς 260. Μία έρευνα που έχει διάρκεια στον χρόνο και αποτελεί τμήμα της προσωπικής του αναζήτησης να φωτογραφίζει ανθρώπους. Μάλιστα τα πορτρέτα του Τάσου Βρεττού έχουν δημιουργήσει – μέσα στον όγκο της πολυδιάστατης δουλειάς του – μία ιδιαίτερη πινακοθήκη καθώς αποτυπώνουν την ανθρώπινη κατάσταση με περιέργεια, αγάπη και τρυφερότητα απέναντί τους. Με έντονες εκφράσεις στα πρόσωπά τους, ακόμα και στις πιο αφημένες στιγμές τους τα πρόσωπα που τράβηξαν την προσοχή του Βρεττού προσκαλούν να τα περιεργαστείς, να τα παρατηρήσεις, να τα θαυμάσεις. Οχι για το κάλλος που εντυπωσιακά απουσιάζει από την όψη τους. Αλλά εξαιτίας της απόκοσμης γοητείας τους, μεταξύ οδύνης και χαράς, μελαγχολίας και ευθυμίας, συλλογισμού και απόγνωσης που διατρέχει την ατμόσφαιρα της φωτογραφίας των χώρων εντός των οποίων υπήρξαν όταν συναντήθηκαν με τον φακό του.
Αυτό το συναισθηματικό μεταίχμιο που ενεργοποιεί την ανθρώπινη κατάσταση ο Τάσος Βρεττός το έχει συλλάβει στις εικόνες του. Εδώ και χρόνια έχει πειραματιστεί με την αναλογική παράδοση του τεχνίτη φωτογράφου που τυπώνει σε σκοτεινό θάλαμο. Κι έχει επίσης αναπτύξει τις δυνατότητες της ψηφιακής κάμεράς του αναμειγνύοντας σκιές και φως. Αλλά η διαδικασία της φωτογράφισης είναι η γλώσσα του σώματος θα σημειώσει καθώς σερβίρει εσπρέσο και φρεσκοκομμένα μούσμουλα στον θαλερό κήπο της κατοικίας του. «Είναι σαν χορογραφία» λέει και αρχίζει να εξηγεί πώς άρχισε να βιώνει και να καταγράφει την εμπειρία του underground clubbing στην Αθήνα από το 2005 και εξής. Η οποία αποτελεί το υλικό της εγκατάστασης για ενήλικο κοινό και με την οποία το Φεστιβάλ Αθηνών ξεκινά τις φετινές καλοκαιρινές εκδηλώσεις του. Το «Backstage» μας καλεί σε μια περιήγηση στο αθέατο κομμάτι της ζωής ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών της clubbing περφόρμανς και της BDSM σκηνής, καθώς και του ΛΟΑΤΚΙ+ ακτιβισμού, όπως εκείνος τα βίωσε και τα κατέγραψε.
Τι ήταν αυτό το οδοιπορικό;
Η δική μου δουλειά ήταν πάντα η ματιά από μία κλειδαρότρυπα στην έννοια του άβατου, του απόκοσμου, του εξωπραγματικού. Ολο αυτό αναφέρεται σε μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια, με άξονα τα πανηγύρια και τους τσιρκολάνους της εποχής οι οποίοι για εμένα φάνταζαν σαν όντα ενός μαγικού κόσμου. Μέσω της μηχανής μου ευτύχησα ένα κομμάτι αυτού του κόσμου να το περιεργαστώ, να το ζήσω και να το αποτυπώσω. Ουσιαστικά το Backstage είναι κομμάτι αυτού του φανταστικού κόσμου. Ολοι αυτοί οι περφόρμερς που γνώρισα ήταν για εμένα σύγχρονοι τσιρκολάνοι. Και η σκηνή τους οδηγούσε σε μία μνήμη ενός παιδικού λούνα παρκ.
Τι σε εντυπωσίασε περισσότερο όταν ήσουν παιδί από αυτούς τους περιφερόμενους βίους;
Ολα τα είδη που τότε κυκλοφορούσαν γύρω μας. Από αυτοσχέδιους «Γύρους του Θανάτου» έως τις «Ασώματες κεφαλές». Νομίζω ακόμη και σήμερα με ενθουσιάζουν με την ίδια ένταση που το ένιωθα και τότε. Κι όπως στην πορεία μου αποδείχτηκε ότι είμαι οπτικός τύπος, όλες αυτές οι μνήμες έγιναν εικόνες ως η δική μου παρακαταθήκη και περιουσία στην διαδρομή μου.
Βρίσκεις τη στιγμή σε έναν ανθρωπότυπο για να τον ταιριάξεις σε αυτές τις ομάδες της μνήμης σου;
Δε γίνεται συνειδητά. Δεν το επιδιώκω. Ολη μου η δουλειά δεν υπήρξε προμελετημένη. Κάθε θεματική προέκυψε αυθόρμητα.
Ψάχνεις κι εντοπίζεις ανθρώπους που σου τραβάνε την προσοχή, σχεδόν με ανθρωπολογική μέθοδο;
Με οδηγεί η περιέργεια. Οπως και στο συγκεκριμένο πρότζεκτ του Backstage. Είναι αρχές της δεκαετίας του 2000 και βρέθηκα σε ένα κλαμπ της εποχής για ένα εντιτόριαλ μόδας. Συμπτωματικά εκεί ήταν ορισμένοι περφόρμερς για ένα σόου μιας drag queen από την Ολλανδία που θα έκαναν μετά από δύο μέρες. Αυθόρμητα ρώτησα αν θα μπορούσα να φωτογραφίσω στα παρασκήνια, εκείνοι δέχτηκαν κι έτσι ξεκίνησα. Πηγαίνω λοιπόν εκείνο το βράδυ της Πέμπτης και συναντώ τη Νίκι Νικόλ. Ηταν η πρώτη μου γνωριμία με αυτόν τον κόσμο των drag shows και των porn festivals. Καταλαβαίνω ξαφνικά ότι βρίσκομαι στο μαγικό μου περιβάλλον. Είναι η στιγμή θα έλεγα που βγαίνω από το σώμα μου και είναι κάτι ανάμεσα σε όνειρο και πραγματικότητα αυτό που ζω. Πάντα αυτό συμβαίνει. Ολες αυτές οι διαδρομές στους κατ’ εμέ άβατους χώρους μου έχουν αυτό το γνώρισμα. Η παρουσία μου εκεί μαζί με τον πνευματικό και σωματικό αυτοέλεγχο διαλύονται. Με κάποιο τρόπο διαχέεται στον χώρο. Ουσιαστικά ενώ είμαι εκεί είναι σαν να γίνομαι αόρατος και να υπάρχω σαν πνεύμα.
Τι ακολούθησε μετά τη βραδιά της Νίκι Νικόλ;
Οι φωτογραφίες ήταν πολύ ενδιαφέρουσες ως καταγραφή μίας εμπειρίας. Οπως έλεγα και προηγουμένως δεν είχα πρόθεση να συνεχίσω με πρόγραμμα. Αλλά με καλούν για φωτογράφιση σε ένα άλλο κλαμπ κι αυτό μου άνοιξε πια μία διαδρομή με συνεχείς φωτογραφίσεις σε αυτό το θέμα. Υπήρξαν άνθρωποι που η παρουσία τους ήταν καταλυτική γιατί βοήθησαν να ανοίξουν οι πόρτες αυτού του κόσμου. Το Backstage είναι ο πολύ προσωπικός χώρος όλων αυτών των περφόρμερς, οι οποίοι δεν έβαζαν κανένα περιορισμό στο να φωτογραφισθούν επί σκηνής. Το ότι έμπαινα και φωτογράφιζα στον προσωπικό τους χώρο ήταν ένας τίτλος τιμής για εμένα. Εμπαινα στο δικό τους άβατο και μου επέτρεπαν να μοιραστώ τις προσωπικές τους στιγμές. Γενναιόδωρο από την πλευρά τους. Από τη δική μου νομίζω ότι χειρίστηκα διακριτικά όλο αυτό το υλικό, έγινα φίλος με πολλούς από αυτούς τους περφόρμερς και κυρίως έγινα φίλος με εκείνους που μου έδωσαν τη δυνατότητα να περάσω μέσα σε αυτούς τους χώρους. Αξίζει να μνημονεύσω τον Νίκο Τριανταφυλλίδη στο Gagarin, τη Μαρία Σάιμπερ, πολύ εμψυχωτική και οργανωτική ως διοργανωτής των gay and lesbian festivals, τον Γιώργο Φακίνο με το Second Skin και πολλούς άλλους που μπορεί να ξεχνάω αλλά τους οφείλω «μεγάλο ευχαριστώ» για την εμπειρία που μου έδωσαν.
Λέμε για πρόσωπα και χώρους από την Ελλάδα του 2004 που σήμερα μας φαίνονται ότι συνέβησαν σε μια άλλη χώρα στο μακρινό παρελθόν. Ακόμη και πριν από τον Covid είχαμε μπει σε μία πουριτανική σφαίρα.
Ολο αυτό ήταν ένα μεικτό είδος. Από διανοουμενίστικες εκδοχές ερωτικών περφόρμανς, από βραδιές στο porn festival του Gagarin 205 μέχρι και διαδρομές σε στριπτιζάδικα της Πειραιώς. Δεν θα πω ότι περιηγήθηκα σε βάθος αυτόν τον χώρο αλλά ήταν ένα ταξίδι στις διαφορετικότητες της σωματικότητας.
Εβγαινες από τα παρασκήνια για να παρατηρήσεις το κοινό αυτών των περφόρμανς;
Πολλές φορές τους φωτογράφιζα. Δεν ήταν πάντα το ίδιο κοινό. Ανάλογα με τον χώρο άλλαζε και το κοινό. Υπήρχε το ψαγμένο κοινό των φεστιβάλ και το πιο λαϊκό των στριπτιζάδικων. Το «κάτι ανάμεσα» σε αυτά τα δύο κοινό βρισκόταν σε κάποια πάρτι που γίνονταν στα in κλαμπ της εποχής, όπως το LUV όπου γινόταν περφόρμανς επί σκηνής με σετ από DJs. Το κοινό σε αυτά τα πάρτι ήταν συνήθως πιτσιρικάδες. Το άρωμα σε αυτά τα μαγαζιά αναδυόταν από ενεργειακά ποτά και ο ήχος τους, αν δεν είχα αυτό το πείσμα να φωτογραφίσω, με έκανε να θέλω να φύγω πετώντας εξαιτίας της έντασης που σου τρύπαγε το κεφάλι. Ωστόσο ήταν ένα ταξίδι στις μνήμες όλων αυτών των ανθρώπων που συνάντησα στα παιδικά μου χρόνια και αποτελούσαν τους δικούς μου ήρωες σε μικρές προσωπικές ταινίες.
Από αυτό το υλικό τι έχει μείνει και μπορεί να συνομιλεί μαζί μας τώρα;
Εχω την εντύπωση ότι η εμπειρία του κορωνοϊού άλλαξε την εγγύτητα και τη σωματικότητα. Ο φόβος μετουσιώθηκε σε πληροφορία της συμπεριφοράς μας. Και όλα αυτά που βιώσαμε τότε δεν θα υπάρξουν ξανά. Δεν νομίζω ότι θα επιστρέψουμε σε αυτές τις μικρές σφαίρες κοινωνικότητας όπως είχαν γίνει τα κλαμπ και λειτουργούσαν ως χώροι ασφάλειας και συνεύρεσης με όλους. Σίγουρα θα αρχίσουν και πάλι οι συναυλίες αλλά με μια αγκύλωση που πιθανότατα να οδηγήσει στην κατάργησή τους.
Είναι το Backstage ένας αποχαιρετισμός στη συνύπαρξη;
Για μένα είναι μόνο αυτό. Παρόλο που αραιά επισκέπτομαι αυτούς τους χώρους, το μεταγενέστερο υλικό δεν έχει τη μαγεία της λαχτάρας να βρεθώ μέσα τους. Είμαι ο ίδιος πιο αποστασιοποιημένος κι έχω την αίσθηση ότι και ο κόσμος αυτός έχει μετατοπιστεί και ότι αυτός ο τρόπος διασκέδασης έχει αλλάξει.
Τώρα τους αντιμετωπίζουμε όχι απλά περφόρμερ του ερωτικού αλλά ως φορείς μίας ιδεολογίας ακτιβισμού.
Οι νέοι κανόνες που καλώς προέκυψαν, φοβάμαι ότι δεν έχουν φέρει ακόμη ισορροπία στη συζήτηση. Γι’ αυτό και νομίζω ότι κινδυνεύουμε να πάμε από την άλλη άκρη. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που κανονίζουν διαφορετικά τις νοοτροπίες των θεατών γι’ αυτά τα θεάματα. Αυτό που εγώ έζησα εκείνη την εποχή, απλά έχει τελειώσει. Οι ίδιοι οι περφόρμερς ήταν πιο ελεύθεροι και δεν έμπαιναν σε στεγανά. Θα χρειαστεί χρόνος νομίζω για να επέλθει μία νέα κανονικότητα.