Παρά την έκρυθμη, λόγω πανδημίας, κατάσταση και τη συνακόλουθη συρρίκνωση των επετειακών προγραμμάτων αρχών, συλλόγων, μουσείων, εφημερίδων και άλλων φορέων, για τα 200 χρόνια από το ’21, η Ακρόπολη, ως μάρτυρας και αυτής της φάσης της Ιστορίας, συγκέντρωσε μεγάλο μέρος της σκέψης και της προσοχής του κοινού. Αυτό ήταν αναμενόμενο, επειδή το θέμα «Ακρόπολη και ’21» είναι οικείο σε πολλούς, ασχέτως επετείων: Τούτο, και επειδή τις τελευταίες δεκαετίες η παραγωγή προσιτών σε κάθε βαλάντιο βιβλίων, με εικόνες της παλιάς Αθήνας και ειδικότερα της Ακρόπολης, ήταν πολύ μεγάλη.
Πολύ πριν από την έλευση της φωτογραφίας πάμπολλοι επισκέπτες με καλές γνώσεις σχεδίου, ή επαγγελματίες ζωγράφοι, είχαν ταξιδέψει στην Αθήνα και είχαν φιλοτεχνήσει αξιόπιστες εικόνες της, που σήμερα συνιστούν πολύτιμες μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες αυτές κατανοούνται πολύ καλύτερα όταν χρησιμοποιούνται παράλληλα προς τα ιστορικά κείμενα εκείνης της εποχής και ακόμη περισσότερο, όταν συνεξετάζονται με ορισμένες πολύ χρήσιμες αρχαιολογικές παρατηρήσεις. Η σχηματιζόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο εικόνα έχει σε αδρές γραμμές ως εξής:
Οταν άρχιζε η Επανάσταση, η πόλη εκτεινόταν από το Θησείο έως την Κεντρική Αγορά, το κάτω μέρος της πλατείας Κλαυθμώνος και την οδό Νίκης και είχε ως κεντρικότερο δρόμο της την οδό Πανός, που ανηφόριζε έως το Λιοντάρι, τη βόρεια πύλη ενός χαμηλού προτειχίσματος της ρίζας του Βράχου, μέσω του οποίου έφθανε κανείς στα δυτικά του Κάστρου – όπως έλεγαν τότε την Ακρόπολη. Εκεί, πανύψηλα οχυρώματα κάλυπταν την υστερορρωμαϊκή πύλη και την ευθεία προς τα άνω αρχαία πορεία. Η νέα πορεία ήταν μακρότερη και εντόνως τεθλασμένη, διερχόμενη από πέντε διαδοχικές πύλες. Η 1η βρισκόταν κάτω χαμηλά, τριάντα βήματα νοτιότερα της νοητής προέκτασης του άξονα των Προπυλαίων, η 2η στα νότια του πυργοειδούς βάθρου της Αθηνάς Νίκης, η 3η ήταν προσκολλημένη στη δυτική πλευρά αυτού του βάθρου, ενώ η 4η ήταν προσκολλημένη στη νότια πλευρά του βάθρου του Αγρίππα, σε ένα τείχος όπου ήταν κτισμένα και τα μάρμαρα του ναού της Αθηνάς Νίκης, ο οποίος είχε ήδη (1687) κατεδαφισθεί για να κτισθεί στη θέση του ένα κανονιοστάσιο. Περνώντας αυτή την πύλη έβλεπε κανείς για πρώτη φορά το κεντρικό κτήριο των Προπυλαίων, τελείως ερειπωμένο, χωρίς το άνω μέρος των μεσαίων κιόνων, των οποίων τα διαστήματα ήταν φραγμένα με άτεχνους τοίχους. Στα δεξιά αυτού του κτιρίου, εκεί όπου κάποτε ήταν η περίτεχνη νοτιοδυτική του πτέρυγα, υψωνόταν ο πανύψηλος μεσαιωνικός πύργος, το δεσπόζον έως το 1875 στοιχείο της Ακρόπολης. Στα νότια του μεσαιωνικού πύργου ήταν η 5η και τελευταία πύλη, μετά την οποία έφθανε κανείς πίσω από τα Προπύλαια, που έως ύψους πέντε μέτρων ήταν θαμμένα σε παχύτατη επίχωση. Η λοιπή, επίσης δραστικά επιχωμένη, έκταση, σε κάθε κατεύθυνση, από τα ερείπια του Παρθενώνα (μέσα στα οποία έστεκε ένα φρεσκοκτισμένο τζαμί) έως το περιμετρικό τείχος με τις μεσαιωνικές επάλξεις και τα πιο πρόσφατα κανονιοστάσια, ήταν σκεπασμένη από τα σπίτια του εγκατεστημένου στο κάστρο στρατιωτικού προσωπικού και λοιπού πληθυσμού.
Στη Στερεά Ελλάδα η επανάσταση κηρύχθηκε επίσημα στις 27 Μαρτίου και πριν περάσει μήνας ο Φιλικός Μελέτης Βασιλείου με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε την Αθήνα. Η πολιορκία του Κάστρου ήταν σκληρή και κάποια στιγμή οι Τούρκοι, αφού ξέμειναν από μολύβι άρχισαν να διαλύουν τους τοίχους του Παρθενώνα, για να πάρουν τον μόλυβδο των σιδηρών συνδέσμων. Η καταστροφή θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν δεν συνέβαινε η σχεδόν απίστευτη μεσολάβηση των πολιορκητών, οι οποίοι, όπως αναφέρει ο Ραγκαβής, προσέφεραν μολύβι και βόλια στους Τούρκους με αντάλλαγμα τη μη περαιτέρω διάλυση του Παρθενώνα. Την 9η Ιουνίου 1822 το κάστρο έπεσε. Κάτω στην πόλη, για πρώτη φορά μετά από αιώνες, οι Αθηναίοι βρέθηκαν τελείως έτοιμοι για μια νέα αρχή. Μέχρι και ίδρυση γεωργικού πανεπιστημίου περιείχαν τα σχέδιά τους. Δυστυχώς, αυτή η «Ανοιξη» της Αθήνας ήταν πολύ σύντομη. Η εντεινόμενη στην Πελοπόννησο διχόνοια των οπλαρχηγών και των διαφόρων παρατάξεων απειλούσε σοβαρά την Επανάσταση με άδοξο τέλος. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο με την άφιξη 12.000 μαχητών υπό τον Ιμπραήμ.
Την 11η Απριλίου 1826 το Μεσολόγγι έπεσε. Τότε ο νικητής στρατός του Κιουταχή κίνησε για την Αθήνα. Το φθινόπωρο του 1826 η πόλη σχεδόν μετατράπηκε σε ερείπια και οι Ελληνες κλεισμένοι στην Ακρόπολη προσπαθούσαν να αμυνθούν. Το βασικότερο πρόβλημά τους, εκείνο της ύδρευσης, το είχε λύσει σχεδόν ικανοποιητικά ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, με έναν προμαχώνα στα βορειοδυτικά, μέσα από τον οποίο είχαν ασφαλή προσπέλαση στη ρίζα του βράχου, όπου βρισκόταν η αρχαία πηγή Κλεψύδρα.
Η πολιορκία ήταν σκληρή και πολύ συχνά οι κανονιοβολισμοί ήταν ακατάπαυστοι. Η δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα πληγώθηκε από 500 βλήματα. Στην αδόμητη νότια περιοχή οι Τούρκοι έσκαψαν βαθιά τάφρο, μήκους επτακοσίων μέτρων, για να εμποδίσουν τους αντιπερισπασμούς, αλλά και τη διαφυγή των πολιορκουμένων. Επίσης ανατίναξαν ιστορικά κτίρια, όπως το μνημείο του Θρασύλλου και ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Αλεξανδρινού, για να μη χρησιμεύσουν ως προκαλύμματα.
Στις 10 Οκτωβρίου ο Γκούρας, που ήδη είχε εξοντώσει τον Ανδρούτσο, έπεσε μαχόμενος. Στις 26 Οκτωβρίου, ο Καραϊσκάκης, ο πλέον ταλαντούχος αρχηγός, κατάφερε να εισαγάγει στην Ακρόπολη νέους υπερασπιστές υπό τον Κριεζώτη, και ακολούθως να κτυπήσει τους Τούρκους στο Δίστομο, τη Δόμβραινα και την Αράχοβα. Δυστυχώς εσφαλμένες ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης ακύρωσαν το πλεονέκτημα και στις 23 Απριλίου 1827 ο αρχιστράτηγος έπεσε μαχόμενος. Στην Ακρόπολη, το ωραιότερο μέρος του Ερεχθείου ανατινάχθηκε. Μεταξύ των νεκρών ήταν και η οικογένεια του Γκούρα.
Στις 24 Μαΐου 1827 το Κάστρο έπεσε μετά από πολλές ηρωικές θυσίες των υπερασπιστών του, ενώ στην Πελοπόννησο, όπου οι Ελληνες απλώς αναλώνονταν σε έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο, ο Ιμπραήμ ολοκλήρωνε την πλήρη πάταξη της Επανάστασης. Τότε επενέβησαν οι Τρεις Δυνάμεις με αποτέλεσμα την εκμηδένιση του τουρκοαιγυπτιακού στόλου.
Μόνον έτσι έγινε δυνατή η λύση του μακρού δράματος και η ετοιμασία ενός καλύτερου μέλλοντος για την Ελλάδα, έστω και εάν ο δρόμος θα ήταν ακόμη μακρός και γεμάτος εμπόδια που συχνά τα δημιουργούσαν μόνοι τους οι Ελληνες.