Τα πράγματα ευθέως, απαλλαγμένα από τον πουριτανισμό της βικτωριανής εποχής, επιχειρεί να πει ένα νέο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στα αγγλικά. Το δίτομο Cambridge Greek Lexicon, που βασίζεται σε μια εντελώς νέα ανάγνωση των αρχαιοελληνικών πηγών για πρώτη φορά από το 1843, περιλαμβάνει στις 1.500 σελίδες του περί τις 37.000 ελληνικές λέξεις, οι οποίες έχουν αντληθεί από το έργο 90 συγγραφέων.
Πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια που γίνεται να επαναπροσδιοριστούν τα λήμματα της συνοπτικής έκδοσης του διάσημου λεξικού Liddell-Scott εδώ και 132 χρόνια, ώστε πλέον οι σπουδαστές και ερευνητές που το χρησιμοποιούν να έχουν ξεκάθαρη εικόνα της σημασίας των λέξεων και να αντιλαμβάνονται τις πλούσιες αποχρώσεις των όρων της αρχαίας ελληνικής, αντί να διαβάζουν τους ορισμούς με απαρχαιωμένο και κάποιες φορές παραποιημένο τρόπο στην προσπάθεια των συγγραφέων να μην ταράξουν τα ήθη της εποχής. Δίπλα στο ρήμα «χέζω» πλέον οι χρήστες του λεξικού δεν διαβάζουν τον περιφραστικό ορισμό – στην προσπάθεια να είναι κομψός – «το να κάνει κάποιος την ανάγκη του», αλλά «αφοδεύω». Το ρήμα «βινέω» δεν ορίζεται ως «συνευρίσκομαι επί παρανόμου συνουσίας», αλλά με τη λέξη «fuck» και το «λαικάζω» δεν αναφέρεται ως «πορνεύω» αλλά ως «κάνω πεολειχία».
Αναθεώρηση όμως δεν έγινε μόνο στους ορισμούς των λέξεων που μπορεί λόγω της σημασίας τους να προκαλούν κάποια αμηχανία ή στο παρελθόν να ήταν κοινωνικά ανάρμοστο να διατυπωθούν με την ακριβή σημασία τους, αλλά και σε άλλους που ενδεχομένως είχαν παρερμηνευθεί. Η «βλαύτη» στο Liddell-Scott αναφέρεται ως «ένα είδος παντόφλας που φορούν οι κομψευάμενοι», στο Cambridge Greek Lexicon περιγράφεται ως «ένα είδος απλών υποδημάτων, παντοφλών».
Μια θεμελιώδης διαφορά του Cambridge Greek Lexicon είναι ότι ξεκινά την καταχώριση κάθε λήμματος με τη ρίζα της λέξης, σε αντίθεση με το λεξικό του 19ου, στο οποίο οι καταχωρίσεις ξεκινούσαν με την πρώτη εμφάνιση μιας λέξης στη λογοτεχνία.
Πρώτος είχε την ιδέα για την αναθεώρηση του λεξικού ο βρετανός καθηγητής κλασικής φιλολογίας και συνεργάτης του Μάικλ Βέντρις στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ Τζον Τσάντγουικ, το 1997. Χρειάστηκαν όμως τελικά 23 χρόνια για να ολοκληρωθεί το έργο, που ο εμπνευστής του πίστευε πως θα μπορούσε να έχει εκδοθεί σε μόλις πέντε. Το σχέδιο φάνηκε πως θα ναυαγούσε όταν διαπιστώθηκε πως η συνοπτική έκδοση του 1889, του αρχικού λεξικού του 1843, ήταν «πολύ απαρχαιωμένη στην απόδοση των εννοιών, στον σχεδιασμό και το περιεχόμενό της», σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, Τζέιμς Ντιγκλ, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής, και κατά συνέπεια η ομάδα θα έπρεπε να ξεκινήσει εκ του μηδενός.
Αυτό συνεπάγεται ότι οι συντάκτες που εργάστηκαν για την αναθεώρηση του λεξικού έπρεπε να επιδοθούν σε ένα τιτάνιο έργο: να ξαναδιαβάσουν τα περισσότερα αποσπάσματα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, από τον Ομηρο έως τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. και στη συνέχεια να ξαναγράψουν το λεξικό με ορισμούς των αρχαίων ελληνικών λέξεων – και δη κάποιων «δύσκολων» – με τρόπο ευθύ, σαφή και χωρίς παραποίηση που μπορεί να επιβάλλεται από συντηρητικές πρακτικές.
«Στην αρχή του έργου ανέλαβα να διαβάσω όλα όσα έγραψαν οι συντάκτες. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι αν θέλαμε να ολοκληρώσουμε αυτό το λεξικό κάποτε, θα έπρεπε να ξεκινήσω να γράφω εγγραφές κι εγώ ο ίδιος», λέει περιχαρής ο καθηγητής Ντιγκλ κρατώντας το δίτομο λεξικό ανά χείρας. «Η στιγμή της μεγαλύτερης ανακούφισης ήταν όταν μπόρεσα να πω στον εκδότη: “Τελείωσε. Μπορείτε να το εκτυπώσετε”. Κυριολεκτικά έκλαψα από χαρά», δηλώνει και αποκλείει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να εμπλακεί σε κάποια νέα λεξικογραφική περιπέτεια.