Όταν ξέσπασε η πανδημία δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να την δουν ως το «Τσερνομπίλ της Κίνας», δηλαδή ως εκείνη τη μεγάλη καταστροφή που θα έδειχνε τα όρια της αποτελεσματικότητας του κινεζικού κράτους, θα οδηγούσε στην απονομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας και πιθανώς να άνοιγε το δρόμο για μια θεαματική αλλαγή, κατά τρόπο ανάλογο που η αποτυχία της ΕΣΣΔ να διαχειριστεί το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ ήταν παράγοντας κρίσης του σοβιετικού καθεστώτος.
Για την ακρίβεια ήταν ο Γερουσιαστής Τόμ Κότον, Ρεπουμπλικάνος από το Άρκανσο, που το ανέφερε ρητά ήδη στις 30 Ιανουαρίου 2020 μιλώντας στην Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας: «Αυτός ο κοροναϊός είναι μια καταστροφή στην κλίμακα του Τσερνίμπιλ για την Κίνα».
Βεβαίως, σύντομα φάνηκε ότι η Κίνα μπορούσε να διαχειριστεί την πανδημία μάλλον καλύτερα από τη Δύση. Όμως, σε εκείνη τη φάση οι ΗΠΑ ήταν ιδιαίτερα έτοιμες (και πρόθυμες) να δουν την Κίνα να έχει μεγάλο κόστος από την πανδημία αλλά και να «στοχοποιείται» ως ο ένοχος για την εμφάνιση του ιού. Καθόλου τυχαίο και το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τραμπ για μήνες μιλούσε για τον «κινεζικό ιό».
Πώς ξεκίνησε η θεωρία ότι ο ιός «ξέφυγε» από εργαστήριο;
Η Γουχάν, που αποτέλεσε το πρώτο γνωστό επίκεντρο της πανδημίας φιλοξενεί ανάμεσα στα άλλα ένα ιδιαίτερα εξελιγμένο εργαστήριο ιολογίας. Τα δημοσιεύματα ότι ο ιός μπορεί να «ξέφυγε» από εκεί ξεκίνησαν στις 26 Ιανουαρίου 2020.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι ερευνητές ξεκινώντας από τους ερευνητές στο συγκεκριμένο εργαστήριο στη Γουχάν επέμεναν ότι ο συγκεκριμένος ιός, όπως και ο SARS, σχετιζόταν με τις νυχτερίδες και από εκεί μάλλον πέρασε στον άνθρωπο.
Ωστόσο, και ο γερουσιαστής Κότον αλλά και άλλοι θα επιμένουν ότι η ύπαρξη ενός εργαστηρίου που έκανε έρευνα τόσο κοντά στο αρχικό επίκεντρο της πανδημίας και με δεδομένα τα προβλήματα ασφαλείας του εργαστηρίου και τη μυστικοπάθεια της κινεζικής ηγεσίας, δείχνουν ότι η υπόθεση στέκει.
Από τη μεριά της η επικεφαλής της ομάδας μελέτης των κοροναϊών στο εργαστήριο της Γουχάν, επέμεινε ότι έλεγξαν όλα τα στοιχεία και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι υπήρξε διαρροή του ιού από το εργαστήριο.
Τα ερωτήματα που προέκυπταν σε σχέση με τον ιό και το εργαστήριο ήταν δύο: εάν ο ιός βρισκόταν στο εργαστήριο ως ένα από τα πολλά δείγματα ιών που συγκεντρώνονταν, με δεδομένο από μετά τον SARS και τον MARS είχε αναβαθμιστεί η έρευνα στους κοροναϊούς ως πιθανή αφετηρία επικίνδυνων πανδημιών και εάν ο συγκεκριμένος ιός ήταν αποτέλεσμα κάποιου είδους γενετικής τροποποίησης ή παρέμβασης.
Ωστόσο, η επιστημονική έρευνα άρχισε να κατατείνει στο ότι ο ιός δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου συνειδητού σχεδιασμού και κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε «ξεφύγει» από εργαστήριο, αλλά ήταν ένας ιός που πρώτα μεταλλάχτηκε σε κάποιο ζωικό ξενιστή πριν περάσει στον άνθρωπο.
Όμως, η αμερικανική κυβέρνηση επέμεινε να εξετάζει τη θεωρία ότι ο ιός «ξέφυγε» από το εργαστήριο. Τον Μάιο του 2020 ο Μάικ Πομπέο επέμεινε ξανά ότι υπάρχει «πλήθος στοιχείων» που δείχνουν ότι ο ιός έχει ως προέλευση το εργαστήριο στη Γουχάν.
Το καλοκαίρι του 2020 αποκαλύπτεται ότι το 2012 έξι άντρες που είχαν σταλεί να καθαρίσουν ένα εγκαταλειμμένο ορυχείο στη νοτιοδυτική Κίνα γεμάτο με περιττώματα νυχτερίδων είχαν εμφανίσει συμπτώματα ανάλογα με αυτά της Covid-19. Οι τρεις θα πεθάνουν και η έρευνα για το αίτιο θα οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για έναν άγνωστο μέχρι τότε κοροναϊό. Παρότι ίχνη της έρευνας θα βρεθούν σε επιστημονικές εργασίας, το ίδιο το γεγονός δεν θα δημοσιοποιηθεί. Το περιστατικό θα το παραδεχτούν οι ίδιοι οι ερευνητές του ινστιτούτου τη Γουχάν (που ανέλαβε τη διερεύνηση) τον Νοέμβριο του 2020.
Τον Ιανουάριο του 2021 το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, λίγο πριν την ολοκλήρωση της μετάβασης στην κυβέρνηση Μπάιντεν, θα επιμείνει ότι υπάρχουν στοιχείο ότι ερευνητές από το εργαστήριο στη Γουχάν εμφάνισαν το φθινόπωρο του 2019 συμπτώματα ανάλογα με αυτά της Covid-19, θα υποστηρίξει ότι έχουν υπάρξει ατυχήματα με δείγματα ιών σε εργαστήρια στην Κίνα και ότι το συγκεκριμένο εργαστήριο είχε ιστορικό πειραμάτων με τροποποιημένους ιούς.
Η επίσημη θέση της έρευνας που έκανε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και δόθηκε στη δημοσιότητα την άνοιξη του 2021 ήταν ότι ήταν «εξαιρετικά απίθανο» ο ιός να προέρχεται από εργαστήριο. Ωστόσο, ο ίδιος ο επικεφαλής του ΠΟΥ Τέντρος Αντχανόμ Γκεμπρεγεσούς όπως και οι δυτικές κυβερνήσεις θα επιμείνουν ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα και ότι όλες οι υποθέσεις πρέπει να ερευνηθούν.
Αυτό θα συνδυαστεί με τη διαρκή επιστροφή των επιχειρημάτων ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ιός «ξέφυγε» από εργαστήριο όπως και εκείνων που υποστηρίζουν ότι και η τεχνική δυνατότητα υπάρχει για τη δημιουργία τέτοιων «χιμαιρικών» ιών αλλά και για το ότι πιθανώς οι κινέζοι ειδικοί να έκαναν κάτι τέτοιο.
Η μεταστροφή Μπάιντεν
Για μεγάλο διάστημα η θεωρία αυτή αντιμετωπίστηκε με αρκετή επιφύλαξη. Μάλιστα, η σχετική εμμονή της κυβέρνησης Τραμπ αντιμετωπίστηκε ως πλευρά της αντικινεζικής τοποθέτησής του, αλλά, από ένα σημείο και μετά, και της προσπάθειάς του να αποσείσει τις δικές της ευθύνες για την καταστροφική διαχείριση της πανδημίας στις ίδιες της ΗΠΑ. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί από τη μεριά των Δημοκρατικών και του επιτελείου του Μπάιντεν υπήρχε μια επιφύλαξη για αυτή τη θεωρία.
Όμως, σταδιακά άρχισε να αποτυπώνεται μια μεταστροφή. Αυτό αφορούσε και ειδικούς, όπως ο Άντονι Φαούτσι, που πρόσφατα άλλαξε τοποθέτηση και υποστήριξε ότι πρέπει να εξεταστεί και η θεωρία της διαρροής από εργαστήριο και τις υπηρεσίες πληροφοριών που επανέφεραν στο προσκήνιο τις πληροφορίες ότι το φθινόπωρο του 2019 είχαν υπάρξει κρούσματα στο προσωπικό του εργαστηρίου της Γουχάν. Αποκορύφωμα η ανακοίνωση του Τζο Μπάιντεν ότι ζήτησε από τις υπηρεσίες πληροφοριών να εξετάσουν τα ζητήματα που αφορούν την προέλευση του ιού, συμπεριλαμβανομένης της προέλευσης από εργαστήριο.
Η επιστροφή της γεωπολιτικής
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα με το ευρύτερο κλίμα που υπάρχει στις αμερικανοκινεζικές σχέσεις. Παρότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει έναν λιγότερο «πολεμικό» τόνο απέναντι στην Κίνα, εντούτοις είναι σαφές ότι τη βλέπει ως έναν μείζονα εάν όχι τον βασικότερο οικονομικό ανταγωνιστή και ταυτόχρονα ότι θεωρεί ότι πρέπει να προετοιμαστεί για μια αντιπαράθεση με μια αναδυόμενη «ευρασιατική» σύγκλιση ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα.
Αυτό δεν περιορίζεται μόνο στα αμιγώς γεωπολιτικά σημεία τριβής με την Κίνα, όπως είναι το ζήτημα της Ταϊβάν ή τα όσα συμβαίνουν στη Νότια Σινική Θάλασσα, αλλά και στην οικονομία. Και μπορεί οι τόνοι ως προς τον «εμπορικό πόλεμο» να έχουν πέσει, ωστόσο είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ θα ήθελαν να περιορίζεται η δυνατότητα της Κίνας να εξάγει τεχνολογία και να κάνει μεγάλες επενδύσεις που διευρύνουν την επιρροή της. Και μπορεί το μεγάλο μέρος των διμερών οικονομικών σχέσεων αλλά και αμοιβαίων επενδύσεων να αποτρέπει μια εύκολη «αποσύνδεση» της αμερικανικής και της κινεζικής οικονομίας, εντούτοις οι ΗΠΑ θα ήθελαν να δουν την Κίνα να υφίσταται πλήγματα ως προς την εικόνα της. Δεν είναι τυχαία η αναβάθμιση σε ολόκληρη τη Δύση της σημασίας του θέματος των Ουιγούρων και συνολικά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα.
Το γεγονός ότι η Κίνα κατάφερε να μετατρέψει κάτι που έμοιαζε με τη μεγαλύτερη δοκιμασία της, σε μια επίδειξη soft power στη βάση της αντιμετώπισης της πανδημία, κάνει ακόμη πιο πιεστική την ανάγκη να υπάρξει απάντηση και σε αυτό. Η απόδοση ευθύνης στην Κίνα και δη σε χαρακτηριστικά που αφορούν τον πυρήνα της λειτουργίας του κινεζικού κράτους, όπως είναι η μυστικοπάθεια και η χειραγώγηση της ενημέρωσης, καθίσταται έτσι σημαντική προτεραιότητα για τις ΗΠΑ και τις άλλες δυτικές κυβερνήσεις.
Είναι τόσο σημαντικό το ερώτημα της προέλευσης;
Παρότι τα ζητήματα που αφορούν τα βιοεργαστήρια και δη αυτά που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται (μπορούν να σχετιστούν εάν χρειαστεί) με την παραγωγή βιολογικών όπλων, συμπεριλαμβανομένου του διαρκούς κινδύνου ατυχημάτων, είναι πάρα πολύ σοβαρά και όντως χρειάζεται η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια, εντούτοις δεν είναι η μόνη διάσταση του προβλήματος.
Στην πραγματικότητα το πρόβλημα με την πανδημία και την αντιμετώπισή της από τις κυβερνήσεις δεν μπορεί να περιοριστεί στο ζήτημα της προέλευσης. Το ενδεχόμενο εμφάνισης νέων παθογόνων, με δυνητικό πανδημικό χαρακτήρα, είναι διαρκώς εδώ, ακόμη και χωρίς τη μεσολάβηση εργαστηρίων. Το ερώτημα είναι εάν τα κράτη έχουν τα συστήματα επιδημιολογικής επιτήρησης που θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν την γρήγορη εξάπλωση, εάν θα έχουν τα συστήματα υγείας που θα μπορέσουν να αντέξουν την αύξηση της ζήτησης για νοσηλεία, εάν θα έχουν προστατευτικό εξοπλισμό, εάν τα προηγούμενα χρόνια θα έχουν αντιμετωπίσει τη μετατροπή της κοινωνικής ανισότητας σε «υποκείμενα προβλήματα υγείας».