Μήνυμα σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η στήριξη των οικονομιών το 2021 και το 2022 στέλνει ο Επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε σε μικρό αριθμό ευρωπαϊκών εφημερίδων, μεταξύ των οποίων και στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, μετά την παρουσίαση του εαρινού πακέτου του ευρωπαϊκού εξαμήνου στις Βρυξέλλες, ο Πάολο Τζεντιλόνι τόνισε ότι οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές με τις τρέχουσες δαπάνες που έχουν μόνιμη επιβάρυνση στα δημόσια οικονομικά.
Ο Επίτροπος Οικονομίας και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, επισημαίνει ότι καθώς η οικονομική ανάκαμψη ενισχύεται, η δημόσια στήριξη θα πρέπει σταδιακά να μετατοπιστεί σε πιο στοχευμένα μέτρα.
Για παράδειγμα να αποφευχθεί σταδιακά η στήριξη σε εταιρείες που τεχνητά διατηρούνται ζωντανές και να υπάρξει σταδιακή μετάβαση από μια κατάσταση όπου οι θέσεις εργασίας διατηρούνται, σε μια κατάσταση όπου οι εργαζόμενοι αναπτύσσουν τις δεξιότητές τους και μετακινούνται προς τομείς υψηλής ανάπτυξης. «Το ερώτημα είναι πότε. Κι αυτό είναι κάτι που θα αποφασίσουν οι κυβερνήσεις. Καλό θα ήταν όμως να γίνει συντονισμένα», σημείωσε ο Π. Τζεντιλόνι. «Τα μέτρα στήριξης εξαρτώνται από την εξέλιξη της υγειονομικής κατάστασης. Αυτή τη στιγμή είμαστε αισιόδοξοι με την πορεία των εμβολιασμών, αλλά παραμένουν αβεβαιότητες και κίνδυνοι. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν τους επόμενους μήνες δεν προκύψουν νέες μεταλλάξεις και κίνδυνοι», προσέθεσε.
Ερωτηθείς για την επαναφορά το 2023 των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ο κ. Τζεντιλόνι είπε ότι τον επόμενο ενάμισι χρόνο θα πρέπει να συνεχιστεί η συζήτηση, που είχε ξεκινήσει προ πανδημίας, για μια νέα προσέγγιση των κανόνων, προσαρμοσμένη στη σημερινή εποχή. «Ζούμε σε διαφορετικό κόσμο από αυτόν στον οποίο ζούσαμε όταν σχεδιάστηκαν οι Συνθήκες. Την εποχή του Μάαστριχτ τα επιτόκια ήταν στο 4%, τώρα είναι σχεδόν μηδενικά ή πολύ χαμηλά. Το μέσο κοινοτικό επίπεδο του χρέους εκείνη την εποχή ήταν 60% του ΑΕΠ και ήταν λογικό να τεθεί το όριο στο 60%. Τώρα το μέσο χρέος στην ευρωζώνη είναι 102% του ΑΕΠ. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποστηρίζω την αλλαγή των Συνθηκών. Κάτι τέτοιο θα ήταν σε πλήρη αντίθεση με τον ρόλο μου – είμαι ένας από τους θεματοφύλακες των Συνθηκών. Μπορούμε να διατηρήσουμε αυτούς τους στόχους, αλλά να αλλάξουμε ουσιαστικά τους τρόπους και τη διαδρομή διατήρησής τους», εξήγησε.
Ερωτηθείς αν το 2023 η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει στους στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος, ο Πάολο Τζεντιλόνι απάντησε ότι η νέα προσέγγιση των δημοσιονομικών κανόνων θα αφορά και τη χώρα μας. «Φυσικά η Ελλάδα έχει την ιδιαιτερότητα ότι βρίσκεται σε εποπτεία, αλλά όπως δεν διατηρήσαμε τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος κατά τη διάρκεια ενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής, έτσι και αυτό που θα συμβεί από το 2023 και μετά θα συνδέεται με τις κοινές ευρωπαϊκές αποφάσεις», πρόσθεσε. Συμπλήρωσε, ωστόσο, ότι οι δεσμεύσεις των ελληνικών Αρχών σε όλες τις πτυχές του προγράμματος πρέπει να εφαρμοστούν στο ακέραιο.
Ειδικότερα για τη 10η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, είπε χαρακτηριστικά: «Έχουμε καλά νέα σε κάποια σημεία του προγράμματος που εφαρμόστηκαν, αλλά και κάποιες καθυστερήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Είμαστε αρκετά ικανοποιημένοι με το νέο πλαίσιο αφερεγγυότητας και ελπίζουμε ότι καθυστερήσεις, όπως π.χ. στις ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου, θα ξεπεραστούν».
Σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας που είναι το δεύτερο σε σειρά που υπεβλήθη στην Επιτροπή, ο Πάολο Τζεντιλόνι είπε ότι θα ισχύσει η αρχή «ο πρώτος έχει προτεραιότητα». Υπό αυτήν την έννοια το σχέδιο της Ελλάδας θα είναι από τα πρώτα που θα αξιολογηθούν από την Κομισιόν.
Εξέφρασε δε τη βεβαιότητα ότι «παρά το πολύ σφιχτό χρονοδιάγραμμα», οι πρώτες εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης θα πραγματοποιηθούν πριν τις καλοκαιρινές διακοπές, δηλαδή πριν το τέλος Ιουλίου. Τις επόμενες εβδομάδες, εντός του Ιουνίου, η Επιτροπή θα εκδώσει ομόλογα στις χρηματαγορές. «Είμαι αισιόδοξος για τη ριζική επιτυχία αυτής της έκδοσης», είπε.
Εξάλλου, ο Πάολο Τζεντιλόνι είπε ότι είναι θετικό που η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν ζητήσει από το Ταμείο Ανάκαμψης, το συνολικό ποσό που τους αναλογεί σε δάνεια. Οι δύο χώρες θα επωφεληθούν από τα ευνοϊκά επιτόκια της Κομισιόν, περισσότερο από τις άλλες και είναι οι μόνες που έχουν ζητήσει το σύνολο των δανείων. ‘Αλλες έξι χώρες έχουν ζητήσει να κάνουν χρήση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά όχι το συνολικό ποσό που δικαιούνται. Οι λόγοι είναι δύο κατά τον Επίτροπο: πρώτον γιατί μπορούν να το αποφασίσουν ως τον Αύγουστο του 2023 και δεύτερον γιατί υπάρχει επιφυλακτικότητα λόγω της περιπλοκότητας των σχεδίων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Αντίθετα, 19 χώρες κάνουν χρήση των δανείων του προγράμματος SURE γιατί «κουμπώνουν» εύκολα σε ήδη υπάρχοντα σχέδια στήριξης της απασχόλησης. Πάρα ταύτα, το συνολικό ποσό δανείων που έχουν ζητηθεί από τα διαθέσιμα 360 δισ. του RRF φτάνει μέχρι στιγμής τα 2/3, διευκρίνισε ο Επίτροπος.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα έχει ζητήσει στήριξη συνολικού ύψους 30,5 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του RRF, εκ των οποίων 17,8 δισ. ευρώ για επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ για δάνεια. Αν το εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αξιολογηθεί θετικά και λάβει έγκριση από το Συμβούλιο, η Ελλάδα θα μπορεί να αναμένει τέλη Ιουλίου, προχρηματοδότηση που αντιστοιχεί στο 13% του συνολικού ποσού, ήτοι περίπου 4 δισ. ευρώ.