Δεν είναι η πρώτη φορά που αναλυτές και άλλοι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και αποκαλούν την Ελλάδα «χώρα γερόντων». Αναμφίβολα, δεν θα είναι και η τελευταία. Το δημογραφικό πρόβλημα στη χώρα μας είναι σοβαρό και οι προβλέψεις για το μέλλον δυσοίωνες.
Μια ματιά στα στοιχεία που παρέθεσαν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, και ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς, στην εκδήλωση της νέας πρωτοβουλίας Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης της Eurobank για την ανάδειξη του δημογραφικού ζητήματος και την αντιμετώπισή του, είναι ενδεικτική της δημογραφικής ένδειας της χώρας και των δεινών που αυτή θα επιφέρει σε πολλαπλά επίπεδα.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως σημείωσε ο Μ. Σχοινάς, οι προβλέψεις για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα δυσοίωνες. Στην τελευταία Έκθεση Γήρανσης που δημοσιεύτηκε τον Μάιο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ελληνικός πληθυσμός προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 20% τα επόμενα 50 χρόνια, πολύ περισσότερο από τη μείωση 5% για την ΕΕ, ως σύνολο.
Ο κ. Σχοινάς επεσήμανε, μάλιστα, πως η πρόβλεψη αυτή βασίζεται στην υπόθεση ότι η γονιμότητα στη χώρα μας θα αυξηθεί από τα σημερινά επίπεδα του 1,34 παιδιά ανά γυναίκα, σε 1,54 παιδιά που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος!
Το θλιβερό γεγονός ότι οι θάνατοι πλέον στη χώρα μας είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις, ανέδειξε η ΠτΔ, μιλώντας στην ίδια εκδήλωση. Και επεσήμανε πως, από τη μία πλευρά, λόγω οικονομικής κρίσης, πολλοί Έλληνες, ιδίως νέοι, εγκαταλείπουν τη χώρα αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό και, από την άλλη, η γήρανση του πληθυσμού, με δεδομένη τη ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου της ζωής, είναι ολοφάνερη.
Το αποδεικνύουν οι αριθμοί, όπως είπε η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αναφέροντας ορισμένα πολύ χαρακτηριστικά στοιχεία: το 1961, μόλις το 8,3% του πληθυσμού ήταν γηραιότερο των 65 ετών, ενώ το 26,2% ήταν νεότερο των 14 ετών.
Το 2020, η σύνθεση του πληθυσμού ήταν εντελώς διαφορετική: το 22,3 % ήταν άνω των 65 ετών και μόλις το 14,2% κάτω των 14. Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο δείκτης γήρανσης, ο λόγος δηλαδή του πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 ετών προς τον πληθυσμό ηλικίας 0-14 ετών, ανέρχεται σήμερα σε 156,2. «Ένα στοιχείο πολύ αποθαρρυντικό», δήλωσε η ΠτΔ.
Παράλληλα, σημείωσε ότι, σύμφωνα με όλες τις έρευνες και τις μετρήσεις των ειδικών, η περαιτέρω μείωση του πληθυσμού είναι αναπόφευκτη: «Όπως καταγράφηκε σε έρευνα της διαΝΕΟσις, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2016, ο πληθυσμός της χώρας μας, από τα περίπου 10,7 εκατομμύρια που είναι σήμερα, το 2050 θα μειωθεί στα δέκα. Και αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο. Το απαισιόδοξο υπολογίζει ότι οι Έλληνες θα είναι ακόμη λιγότεροι, 8,3 εκατομμύρια περίπου», όπως είπε.
Κίνητρα και… αντικίνητρα
Όποτε μιλούμε για το δημογραφικό και την υπογεννητικότητα, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μας είναι τα κίνητρα που έχουν σήμερα οι νέοι για να κάνουν παιδιά – και μάλιστα, περισσότερα του ενός.
Οικονομική κρίση, ανασφάλεια, ανεργία, είναι οι συνήθεις «ύποπτοι» που αποτρέπουν τους νέους από το να γίνουν γονείς και, ακόμη περισσότερο, από το να κάνουν δεύτερο, πόσο μάλλον τρίτο παιδί.
Έρχονται τότε οι παλαιότεροι και – δικαίως – σχολιάζουν «τι να πούμε κι εμείς, που ζήσαμε πόλεμο και φτώχεια!». Κάθε γενιά έχει τα δικά της προβλήματα, τη δική τους φτώχεια και τους δικούς της «πολέμους» – μικρούς ή μεγαλύτερους.
Περιγράφοντας τη σύνθετη περίπτωση του δημογραφικού μας προβλήματος, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, τόνισε πως «δεν είναι ότι οι Έλληνες δεν θέλουν παιδιά, ότι αργούν να ενηλικιωθούν και να αναλάβουν ευθύνες, ότι τους αποτρέπουν οι δυσχερείς οικονομικές συνθήκες. Και μεταπολεμικά ήταν δύσκολες οι συνθήκες. Όμως τότε», διευκρίνισε, «δεν επικρατούσε το σημερινό κλίμα αβεβαιότητας, ανασφάλειας, αποθάρρυνσης. Τότε υπήρχε ελπίδα. Σήμερα οι νέοι μας φοβούνται το αύριο, δεν το αντιμετωπίζουν με αισιοδοξία, με τη φυσική ορμή της ηλικίας τους. Φοβούνται ότι θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους. Δεν εμπιστεύονται το οικονομικό σύστημα, ανησυχούν για την κατάσταση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή».
Όπως είπε, το κάποτε ρητορικό ερώτημα «σε τι κόσμο θα φέρω τα παιδιά μου;» έχει σήμερα ρεαλιστική, άκρως ανησυχητική βάση. «Ειδικότερα οι νέες γυναίκες διαπιστώνουν ότι η παραμονή και η ανέλιξή τους στην αγορά εργασίας δεν διασφαλίζεται πλήρως μετά την τεκνοποιία. Ακόμη κι όταν καταφέρνουν να διατηρήσουν την εργασία τους και να προχωρήσουν, οι νέες μητέρες εξακολουθούν να επωμίζονται ανισομερώς τις οικογενειακές ευθύνες, να δυσκολεύονται να εναρμονίσουν οικογενειακή και επαγγελματική ζωή και, πολύ συχνά, ιδίως οι μητέρες μονογονεϊκών οικογενειών, να αισθάνονται μόνες, χωρίς καμιά προνοιακή στήριξη», κατέληξε.
Ωστόσο, με το να μοιράζει η εκάστοτε κυβέρνηση ένα επίδομα τέκνου στην τάδε περίπτωση ή ένα επίδομα γονέα στη δείνα περίπτωση, δεν μπορεί να περιμένουμε ότι θα πειστεί ένας νέος άνθρωπος να κάνει παιδιά και, μάλιστα, πολλά.
Η μέση οικογένεια με παιδιά «πνίγεται» στους φόρους
Σύμφωνα με την έκθεση φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας, που δημοσίευσε το Tax Foundation και παρουσίασε το ΚΕΦίΜ, η φορολογία, κυριολεκτικά, «πνίγει» τη μέση ελληνική οικογένεια. Σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές πάει το 31,7% του μισθού ενός εργαζομένου με δύο παιδιά στην Ελλάδα, έναντι 24,4% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Το 2020, η Ελλάδα είχε την τέταρτη υψηλότερη φορολόγηση εργαζομένων με παιδιά ανάμεσα στις 36 χώρες του ΟΟΣΑ. Σε χειρότερη μοίρα από τη χώρα μας βρίσκονται η Τουρκία, η οποία καταλαμβάνει την πρώτη θέση με 38,2%, η Γαλλία και η Σουηδία.
Να σημειωθεί, ωστόσο, για τις περιπτώσεις της Γαλλίας και της Σουηδίας, ότι πρόκειται για δύο χώρες που διαθέτουν ένα πολύ καλό κοινωνικό κράτος, οπότε όσο υψηλή φορολογία και να πληρώνουν, έχουν τόσες κοινωνικές παροχές, κυρίως οι γονείς ανήλικων παιδιών, που ουσιαστικά τους επιστρέφονται τα χρήματα που δίνουν σε φόρους.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες με υψηλή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, η χώρα μας δεν παρέχει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει μία από τις μικρότερες διαφορές μεταξύ των δύο φορολογικών επιβαρύνσεων, με 40,1% για εργαζομένους (έναντι 40,8 πέρυσι) και 37,1% (έναντι 37,8% πέρυσι) για εργαζομένους με οικογένειες με δύο παιδιά.
Δηλαδή, ενώ έχουμε σοβαρό πρόβλημα υπογεννητικότητας, το ελληνικό κράτος υπερφορολογεί όσους έχουν παιδιά σε σχέση με άλλες χώρες!
Σχοινάς: Χρειάζονται και φοροελαφρύνσεις
Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς, αφού σημείωσε ότι «η αύξηση της γονιμότητας – όπου η Ελλάδα έχει την τέταρτη χαμηλότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση – είναι βασική προϋπόθεση για να αντιστρέψουμε την προβλεπόμενες δημογραφικές εξελίξεις», υπογράμμισε ότι πρέπει να δημιουργήσουμε όσο γίνεται καλύτερες νομικές και οικονομικές συνθήκες για εκείνους που θέλουν να κάνουν παιδιά, «όπως κάνουν οι εταίροι μας με τους υψηλότερους ρυθμούς γονιμότητας».
Και έφερε ως παράδειγμα τη Γαλλία και τη Σουηδία, οι οποίες δαπανούν περίπου 3,5% του ΑΕΠ ετησίως σε επιδόματα, υπηρεσίες και φοροελαφρύνσεις για οικογένειες, σε σχέση με περίπου 1,5% του ΑΕΠ που δαπανούν Ισπανία, Ελλάδα και Πορτογαλία.
Ο κ. Σχοινάς, πάντως, προσέθεσε ότι η εμπειρία από άλλες χώρες δείχνει ότι χρειάζονται ευρύτερες ρυθμιστικές παρεμβάσεις, πέραν της αύξησης της γονιμότητας, για την αντιμετώπιση των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού και υπογράμμισε την ανάγκη να υπάρξει μακροχρόνια δέσμευση και συμμετοχή όλων – κράτους, ιδιωτικού τομέα, ΜΚΟ, εκκλησίας και κοινωνίας- για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της.
Όσο μειώνεται ο πληθυσμός, τόσο θα κινδυνεύει το ασφαλιστικό
Έκθεση της Κομισιόν περιγράφει με ιδιαίτερα μελανά χρώματα το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος της Ελλάδας, ακριβώς λόγω της προβλεπόμενης μείωσης του πληθυσμού.
Γι’ αυτό και διαμηνύει ξεκάθαρα πως, για να επιβιώσει το ασφαλιστικό σύστημα στη χώρα μας, απαιτείται σε βάθος χρόνου να συνεχιστεί η μείωση των συντάξιμων αποδοχών, αλλά και να διατηρηθούν τα αυξημένα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.
Οι συντάκτες της έκθεσης, μάλιστα, προβλέπουν ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός, δηλαδή ο πληθυσμός ηλικίας 20 έως 64 ετών, αναμένεται να μειωθεί κατά 450.000 άτομα έως το 2030 και από 6,25 εκατομμύρια το 2019, θα υποχωρήσει σε 5,25 εκατομμύρια το 2040.
Και γεωπολιτικοί κίνδυνοι
Περιττό να σημειωθεί πως οι προβλέψεις για τον πληθυσμό της Ελλάδας, από τα 10,7 εκατομμύρια σήμερα στα 8,6 εκατομμύρια το έτος 2070, προκαλεί τεράστιες ανησυχίες και για τη μελλοντική γεωπολιτική θέση της χώρας, με δεδομένο ότι οι γειτονικές χώρες καταγράφουν αύξηση του πληθυσμού.
Κάτι που επεσήμανε και η ΠτΔ, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η οποία υποστήριξε ότι η γήρανση του πληθυσμού και η υπογεννητικότητα «θα είναι καταλυτικές σε μια σειρά από ζητήματα, όπως η γεωπολιτική θέση της χώρας, οι αναπτυξιακές της δυνατότητες, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού, η ισορροπία μεταξύ των γενεών».