Τα επίπεδα αντισωμάτων που πολεμούν τη μετάλλαξη Δέλτα του νέου κορωνοϊού η οποία πρωτοεντοπίστηκε στην Ινδία ήταν χαμηλότερα στο αίμα ατόμων που εμβολιάστηκαν με το εμβόλιο των Pfizer-BioNTech σε σύγκριση με εκείνα που αναγνωρίζουν και μάχονται τη μετάλλαξη Αλφα (τη μέχρι πρότινος αποκαλούμενη βρετανική η οποία πρωτοεντοπίστηκε στο Κεντ). Αυτό προκύπτει από νέα ανάλυση του Ινστιτούτου Francis Crick που δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση «The Lancet».
Ανάγκη για ενισχυτική δόση το φθινόπωρο
Από τα ευρήματα προέκυψε επίσης ότι τα επίπεδα των αντισωμάτων είναι πιο μειωμένα όσο αυξάνεται η ηλικία των εμβολιασμένων ατόμων καθώς και ότι φθίνουν με την πάροδο του χρόνου. Το γεγονός αυτό έρχεται να ενισχύσει την άποψη ότι ιδίως τα ευάλωτα άτομα θα χρειαστεί να λάβουν ενισχυτική δόση εμβολίου το φθινόπωρο.
Να μειωθεί το διάστημα μεταξύ των δύο δόσεων
Επίσης οι ερευνητές με βάση τα αποτελέσματά τους υποστηρίζουν – συνάδοντας με αρκετούς άλλους επιστήμονες – ότι θα πρέπει να μειωθεί το διάστημα μεταξύ των δύο δόσεων του εμβολίου. Και αυτό διότι μετά την πρώτη δόση του εμβολίου των Pfizer-BioNTech, οι εμβολιασμένοι είναι λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν αντισωματική προστασία ενάντια στο στέλεχος B.1.617.2 (Δέλτα ή ινδικό) αντιστοίχως υψηλή με εκείνη που παράγεται ενάντια στο κυρίαρχο μέχρι πρότινος στέλεχος B.1.1.7 (Αλφα ή βρετανικό).
Η μεγαλύτερη μελέτη του είδους
Η συγκεκριμένη μελέτη είναι η μεγαλύτερη που έχει δημοσιευθεί ως σήμερα σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση της εξουδετερωτικής ικανότητας των εμβολίων ενάντια στα νεότερα στελέχη του SARS-CoV-2 που προκαλούν ανησυχία. Τα δεδομένα που προέκυψαν και αφορούν την προστασία είτε της μιας δόσης είτε και των δύο δόσεων του εμβολίου ενάντια στα νέα παραλλαγμένα στελέχη έχουν ήδη υποβληθεί σε αρμόδιους οργανισμούς ώστε να ληφθούν υπόψη στη χάραξη της στρατηγικής ενάντια στην πανδημία.
Στο πλαίσιο της μελέτης στην οποία συμμετείχαν επίσης το University College του Λονδίνου καθώς και τα Νοσοκομεία του University College που ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας, αναλύθηκαν δείγματα αίματος του υγειονομικού προσωπικού των συγκεκριμένων ιδρυμάτων και νοσοκομείων. Οι ερευνητές αναλύουν εδώ και καιρό δείγματα αίματος καθώς και ρινοφαρυγγικά δείγματα της συγκεκριμένης ομάδας εθελοντών προκειμένου να αποκτούν ταχέως γνώση σχετικά με την απόκριση στα εμβόλια και τον κίνδυνο μόλυνσης μετά τον εμβολιασμό.
Ανάλυση με νέα μέθοδο για πέντε στελέχη
Οι επιστήμονες ανέλυσαν τα αντισώματα στο αίμα 250 υγιών εθελοντών που έλαβαν είτε μία είτε δύο δόσεις του εμβολίου των Pfizer-BioNTech, έως και τρεις μήνες μετά τη λήψη της πρώτης δόσης. Με χρήση μιας νέας μεθόδου που αναπτύχθηκε στο Ινστιτούτο Crick και η οποία μετρά την εξουδετερωτική ικανότητα των αντισωμάτων (την ικανότητά τους δηλαδή να μπλοκάρουν την είσοδο του ιού στα ανθρώπινα κύτταρα), εξέτασαν την εξουδετερωτική ικανότητα των αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό ενάντια σε πέντε διαφορετικά στελέχη του SARS-CoV-2. Επρόκειτο συγκεκριμένα για το αρχικό στέλεχος που εντοπίστηκε στη Γουχάν της Κίνας, το στέλεχος που κυριάρχησε στην Ευρώπη κατά το πρώτο πανδημικό κύμα (D614G), το στέλεχος B.1.1.7 (βρετανικό ή Αλφα, όπως προτείνεται να ονομάζεται πλέον), το B.1.351 (νοτιοαφρικανικό ή Βήτα) καθώς και το B.1.617.2 (ινδικό ή Δέλτα).
Πέντε φορές χαμηλότερα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων
Ανακάλυψαν ότι στα άτομα που είχαν εμβολιαστεί πλήρως με δύο δόσεις του εμβολίου των Pfizer-BioNTech, τα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων ήταν περισσότερο από πέντε φορές χαμηλότερα ενάντια στο στέλεχος Δέλτα σε σύγκριση με το αρχικό στέλεχος του ιού στο οποίο βασίζονται τα υπάρχοντα εμβόλια. Είναι μάλιστα ιδιαιτέρως σημαντικό το γεγονός ότι η αντισωματική απόκριση ήταν ακόμη χαμηλότερη στα άτομα που είχαν λάβει μόνο μια δόση του εμβολίου. Συγκεκριμένα μετά από τη λήψη μόνο μιας δόσης, το 79% των εμβολιασμένων ατόμων είχαν μετρήσιμη αντισωματική απόκριση ενάντια στο αρχικό στέλεχος, το 50% των εμβολιασμένων ενάντια στο βρετανικό στέλεχος, το 32% ενάντια στο ινδικό στέλεχος και το 25% ενάντια στο νοτιοαφρικανικό στέλεχος.
Τα επίπεδα των αντισωμάτων φάνηκε να μειώνονται με βάση την ηλικία ενάντια σε όλα τα στελέχη – ωστόσο δεν προέκυψε κάποια συσχέτιση σε ό,τι αφορούε το φύλο ή τον Δείκτη Μάζας Σώματος.
Μελέτη και για το εμβόλιο της AstraZeneca
Στη συγκεκριμένη μελέτη εξετάστηκε μόνο το εμβόλιο των Pfizer-BioNTech, ωστόσο αυτή τη στιγμή οι ερευνητές βρίσκονται σε διαδικασία αξιολόγησης της αντισωματικής απόκρισης ατόμων που έχουν εμβολιαστεί και με το εμβόλιο των Οξφόρδης/AstraZeneca.
Ο νέος κορωνοϊός «σύντροφός» μας για αρκετό καιρό ακόμη
Οπως ανέφερε η Εμμα Γουόλ, ειδικός στα Μεταδιδόμενα Νοσήματα των Νοσοκομείων του UCL «ο νέος κορωνοϊός πιθανότατα θα μείνει μαζί μας για αρκετό καιρό ακόμη, για αυτό πρέπει να βρισκόμαστε σε εγρήγορση και επιφυλακή. Η μελέτη μας έχει σχεδιαστεί ώστε να παρακολουθεί τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα κατά την εξέλιξη της πανδημίας ώστε να μπορούμε γρήγορα να παρέχουμε στοιχεία για τη μεταβολή του κινδύνου και της προστασίας από τα εμβόλια». Η ειδικός συμπλήρωσε ότι «το σημαντικότερο όλων είναι να διασφαλίσουμε ότι η προστασία από τα εμβόλια παραμένει αρκετά υψηλή ώστε να μην χρειαστούν νοσηλεία όσο περισσότεροι άνθρωποι γίνεται. Και τα αποτελέσματά μας μαρτυρούν ότι ο καλύτερος τρόπος για να το καταφέρουμε αυτό είναι να χορηγούμε γρήγορα τη δεύτερη δόση των εμβολίων καθώς και να παρέχουμε ενισχυτική δόση στα άτομα των οποίων η ανοσία πιθανώς δεν είναι αρκετά υψηλή ενάντια στα νέα παραλλαγμένα στελέχη του ιού».
Πιθανή προστασία και με χαμηλότερα επίπεδα αντισωμάτων
Οι ερευνητές πάντως τόνισαν ότι τα επίπεδα των αντισωμάτων δεν είναι τα μόνα που προβλέπουν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων και ζήτησαν προοπτικές μελέτες για το θέμα. Οπως ανέφεραν, ακόμη και χαμηλότερα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων μπορεί τελικώς να συνδέονται με προστασία ενάντια στην COVID-19.