Σημαντική οπισθοχώρηση έκανε ο Τζο Μπάιντεν στην προσπάθεια του να πετύχει διακομματικό συμβιβασμό με το Κογκρέσο για την έγκριση του μεγάλου επενδυτικού του πακέτου.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα έγκριτων αμερικανικών εφημερίδων, πρότεινε να διαγράψει την πρόταση του για αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, από το 21% στο 28%, εφαρμόζοντας και στο εσωτερικό τον παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φόρο του 15%, αρκεί οι Ρεπουμπλικάνοι να αποδεχτούν πως το ύψος των δαπανών για έργα υποδομής θα ξεπερνά το 1 τρισ. δολάρια.
Η αρχική πρόταση που είχε αναγγείλει ο κύριος Μπάιντεν τον Μάρτιο αναφερόταν σε ένα μέγκα πακέτο αναπτυξιακών επενδύσεων για την ανάταση της αμερικανικής οικονομίας με κονδύλια για νέα έργα υποδομών, πράσινα project κ.λπ συνολικού ύψους 2,25 τρισ. δολαρίων.
Τα χρήματα θα προέρχονταν από σειρά φορολογικών μεταρρυθμίσεων, όπως την κάθετη αύξηση της φορολόγησης για τους πολύ πλούσιους Αμερικανούς και την αύξηση των εταιρικών φόρων, καταργώντας ουσιαστικά τις φοροαπαλλαγές της εποχής Τραμπ.
Μόνο από την αύξηση των φόρων στις επιχειρήσεις, τα κρατικά έσοδα θα ανέρχονταν σε 268 δισ. φέτος, 371 δισ. το 2022 και 577 δισ. το 2023.
Έντονες αντιδράσεις από τους Ρεπουμπλικάνους
Οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν «στηλώσει» τα πόδια, αρνούμενοι κατηγορηματικά να δεχτούν την προοπτική αύξησης της φορολόγησης για τις επιχειρήσεις, ένα μέτρο που είχε ξεσηκώσει και θύελλα διαμαρτυριών από τη Wall Street ενεργοποιώντας όλα τα επιχειρηματικά λόμπι.
Στα δε, 2,25 τρισ. που ζητούσε ο Λευκός Οίκος προσέφεραν αρχικά μόλις 585 δισ. δολάρια, τα οποία την περασμένη εβδομάδα ανέβασαν σε 928 δισ. δολάρια, από τα οποία περίπου τα μισά (506 δισ.) θα πήγαιναν για μεγάλα έργα υποδομών.
Αντιστοίχως, ο Λευκός Οίκος σε προηγούμενη βελτιωμένη πρόταση του, είχε κατεβάσει το ύψος του πακέτου από τα 2,25 τρισ. στα 1,7 τρισ., όπως δεν είχε γίνει δεκτή από τους Ρεπουμπλικάνους που δεν έκαναν βήμα πίσω.
Σύμφωνα με δημοσίευμα που έφερε πρώτη στη δημοσιότητα η Washington Post, ο κ. Μπάιντεν σε κατ’ιδίαν συνάντηση του, χθες, με την Γερουσιαστή των Ρεπουμπλικάνων, Σέλι Μουρ Καπίτο, έθεσε για πρώτη φορά στο τραπέζι τη συμβιβαστική του πρόταση, η οποία κατόπιν μεταφέρθηκε και στις τάξεις των υπόλοιπων βουλευτών και Γερουσιαστών.
Αν και σε πρώτη φάση δεν έχει αποσαφηνιστεί η απάντηση των Ρεπουμπλικάνων, η αντίδραση της αγοράς ήταν άμεσα θετική με παράγοντες της να μιλούν για σαφώς ικανοποιητική εξέλιξη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Wall Street, οι χρηματιστηριακοί δείκτες μείωσαν ταχύτατα τις αρχικές τους απώλειες. Πάντως, ειδικοί αναλυτές, από την πλευρά τους, εξακολουθούν να μην «βλέπουν» συμφωνία.