Δύο χρόνια μετά το πολυσυζητημένο «Η τέχνη που αυτοκτονεί. Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας», ο Κώστας Κουτσουρέλης επανέρχεται στο ποιητικό πρόβλημα της εποχής μας. Το νέο του έργο είναι ο τόμο «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος. Τα δώδεκα κείμενα που το απαρτίζουν, υπακούουν σε μια συγγραφική πρόθεση συνθετική. Όλα τους δορυφορούν γύρω από το ίδιο νοερό σημείο, την κατάσταση της ποίησης σήμερα. Εξού και ο χαρακτηρισμός τους: ομόκεντρα δοκίμια.
Στις 152 σελίδες του, ο συγγραφέας απαντά σε μια σειρά ερωτήσεων που φαίνεται πως έχουν όλοι οι λάτρεις της ποίησης. Τι είναι η ποίηση και ποιον σκοπό επιτελεί; Παραμένει ο μοντερνισμός πηγή έμπνευσης για τους σημερινούς ποιητές ή, αντίθετα, ως νέος ακαδημαϊσμός, τους είναι πλέον βαρίδι; Ποιος ο δημόσιος ρόλος του ποιητή και ποια η σχέση του με την Αγορά; Είναι πράγματι αυτή μια σχέση ανταγωνιστική όπως πολλοί επιμένουν; Είναι η νεωτερική ποίηση εξ ορισμού αντιλυρική; Πώς διαδόθηκε η αντίληψη εκείνη που θέλει τον ποιητή αναξιοπαθή και παρία; Ποια είναι τα γνωρίσματα που πρέπει να έχει ένα παλαιότερο ποιητικό έργο για να θεωρείται ακόμη επίκαιρο; Ποια η σημασία της αρχιτεκτονικής δομής, της εκφραστικής οικονομίας, της σαφήνειας ή ασάφειας σε ένα ποίημα; Σε ποια ατμόσφαιρα κινείται η νεότατη ποίησή μας; Γιατί τις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκε διεθνώς μια εντυπωσιακή στροφή προς τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες; Ποια είναι η θέση του τραγουδιού στην ποιητική μας παράδοση;
Το βιβλίο πρόκειται να παρουσιαστεί την Τετάρτη 9 Ιουνίου στις 19:30 στο Café στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου. Με τον Κώστα Κουτσουρέλη θα συζητήσουν οι Θεοδόσης Βολκώφ, ποιητής και Ηλίας Μαλεβίτης, συγγραφέας. Θα προλογίσει επίσης ο Παρασκευάς Καρασούλος εκ μέρους της Μικρής Άρκτου.
Ο Κώστας Κουτσουρέλης μιλάει στα «Νέα» για το νέο του έργο, την ποίηση και τους ποιητές γύρω του.
Πείτε μας λίγα λόγια για το νέο σας βιβλίο. Πώς προέκυψε;
Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από μια ομιλία μου το 2018 στο Ίδρυμα Σινόπουλου. Με τον καιρό συγκέντρωσα γύρω της μια δωδεκάδα άλλα δοκίμια, νεότερα και παλαιότερα, που όλα τους δορυφορούν γύρω από ένα κεντρικό ζήτημα: την ποιητική τέχνη στις μέρες μας. Τα αποκαλώ «ομόκεντρα» διότι εκτός από το κοινό θέμα, κοινή είναι και η πρόθεση η συγγραφική που τα τρέφει: το αίτημα για μια συνολική, πανοραμική θέαση του ποιητικού φαινομένου .
Πώς συνδέεται με τις προηγούμενες εκδοτικές σας δουλειές;
Το «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση» έρχεται δυο χρόνια μετά την «Τέχνη που αυτοκτονεί», βιβλίο που με τρόπο νομίζω συστηματικό προσπαθεί να ρίξει φως στον μαρασμό του ποιητικού λόγου σήμερα, στο γεγονός ότι οι ποιητές λαθροβιούν στο περιθώριο, μακριά από το ευρύ κοινό και τη δημοσιότητα. Μπορούμε να πούμε επομένως ότι το δεύτερο βιβλίο ώς έναν βαθμό προεκτείνει τους προβληματισμούς του πρώτου. Ωστόσο δεν μένει σ’ αυτούς. Ζητήματα όπως η κληρονομιά του μοντερνισμού, η σχέση της ποίησης με την αγορά, οι έννοιες της ποιητικής σαφήνειας και ασάφειας, η ανάκαμψη των έμμετρων μορφών έρχονται εδώ με έμφαση στο προσκήνιο. Η θερμή υποδοχή της «Τέχνης που αυτοκτονεί», που συζητήθηκε πολύ και ανατυπώθηκε επανειλημμένα, με έπεισε ότι υπάρχουν αναγνώστες που ενδιαφέρονται για αυτού του είδους τα θέματα, τα οποία για κάποιους απροσδιόριστους σ’ εμένα λόγους οι ίδιοι οι ποιητές, οι κριτικοί και οι πανεπιστημιακοί μας φιλόλογοι συνήθως τα αποφεύγουν.
Τι είναι τελικά για εσάς ποίηση και τι δεν είναι;
Η ποίηση δεν είναι συναίσθημα ή «καρδιά» ή ευαισθησία, δεν είναι πίστη ή κοσμοθεωρία ή πρόγραμμα πολιτικό, όπως θα ακούσετε. Είναι τέχνη. Ένας τρόπος δηλαδή να βάζουμε τις λέξεις μας σε μια σειρά, μια μέθοδος ώστε όλα αυτά, και πολλά περισσότερα, να μπορούμε, πρώτον, να τα εκφράζουμε, να τα εξωτερικεύουμε δηλαδή. Και δεύτερον, να τα κοινωνούμε, να τα μοιραζόμαστε με τους άλλους. Σε τελική ανάλυση η ποίηση είναι πράξη, μια γλωσσική χειρονομία, για να το πω έτσι οξύμωρα. Στις πιο ευτυχείς της στιγμές γίνεται λόγος κοινός, του καθενός από μας προς τον άλλο.
Αφήνοντας τη μελέτη για τις ανάγκες της συγκεκριμένης έκδοσης, ποια θα λέγατε ότι είναι η δική σας σχέση με την ποίηση;
Γράφω, σχολιάζω, μεταφράζω ποίηση δεκαετίες τώρα, από την εφηβεία μου. Οπότε με το δίκιο του θα την έλεγε κανείς αυτή τη σχέση ισόβια. Και όπως συμβαίνει με αυτά τα πράγματα, είναι δύσκολο να πεις πού τελειώνει ο έρωτας και πού αρχίζει ο εθισμός. Δεν πειράζει όμως, και ο έρωτας εθίζει και ο εθισμός, ενίοτε τουλάχιστον, ζωογονεί. Ας ευχηθώ να έχουν την ίδια γνώμη και οι αναγνώστες μου.
Ποιοι ποιητές σας εμπνέουν;
Εκείνοι που εκφράζουν την ανθρώπινη κατάσταση αμέριστη, που δεν εγκλωβίζονται σε έναν ρόλο, του διαμαρτυρόμενου, λ.χ., ή του «ευαίσθητου», ή του πολυβασανισμένου καλλιτέχνη. Με τον καιρό έχω μάθει να εκτιμώ τους ποιητές που δεν φοβήθηκαν τη χαοτική ανθρώπινη εμπειρία και ζήτησαν να κλείσουν ένα όσο γίνεται πιο μεγάλο κομμάτι της, δημόσιο ή ιδιωτικό, στους στίχους τους. Ο Γέητς ήταν τέτοιος, ο Γκαίτε, ο Παλαμάς, ο Πεσσόα. Κάθε τους σελίδα είναι ένα καινούργιο πρόσωπο, σαν να ξεκινούν να γράφουν από την αρχή.
Ποιο είναι το πιο ποιητικό πράγμα που συναντάτε γύρω σας;
Από αφορμές για ποιητική ανάταση δεν έχουμε έλλειψη. Είναι οι εξοντωτικοί ρυθμοί με τους οποίους έχουμε περιντύσει τη ζωή μας, το «σαρκοβόρο ωράριο» που έλεγε ο Οκτάβιο Πας ή η «χρονοπενία» και ο «χρονοκαταναγκασμός», όπως γράφει ο Γιάννης Καλιόρης, που μας απαγορεύουν να τις αντιληφθούμε. Προ ετών ένας διάσημος σολίστ του βιολιού είχε την ιδέα να παίξει για καμιά ώρα δωρεάν στις αποβάθρες του μετρό της Νέας Υόρκης. Ε, ελάχιστοι από τους ασθμαίνοντες διερχόμενους στάθηκαν να τον ακούσουν. Κι όμως, το θρόισμα ενός δέντρου, η λάμψη του νερού σ’ ένα ποτήρι, το λίκνισμα μιας νέας γυναίκας στο πεζοδρόμιο: από παντού μας γνέφει η ομορφιά. Δείτε τον Παρθενώνα. Δεν μοιάζει σαν φτεροκόπημα αγέρωχου πουλιού μες στον καινούργιο τσιμεντένιο του νάρθηκα;
Αν κάποιος που δεν έχει πολύ μεγάλη επαφή με την ποίηση, σας ρωτούσε πώς να ξεκινήσει για γνωρίσει αυτόν τον κόσμο, ποια συμβουλή θα του δίνατε;
Να ξεκινήσει από το τραγούδι. Να ξανακούσει τους αριστουργηματικούς στίχους ενός Γκάτσου ή ενός Σαββόπουλου, να αναλογιστεί τα τραγούδια του Μιχάλη Γκανά, του Θοδωρή Γκόνη, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του ελληνικού ροκ ή χιπ χοπ που τον έχουν συνεπάρει. Από εκεί ώς τη μελοποιημένη ποίηση και το τυπωμένο βιβλίο η απόσταση, κι ας φαίνεται τέτοια, δεν είναι μεγάλη. Το μεγαλύτερο σε έκταση δοκίμιο του βιβλίου μου έχει θέμα του ακριβώς αυτό το διαχρονικό θαύμα του ελληνικού τραγουδιού. Το τραγούδι, πιστεύω, είναι η βασιλική οδός που οδηγεί στην ποίηση. Και ο Όμηρος, μην το ξεχνάμε, ραψωδός ήταν. Τραγουδοποιός δηλαδή.