Φωτιά στον οικογενειακό προϋπολογισμό απειλεί να βάλει το γενικευμένο κύμα ανατιμήσεων που αρχίζει να γίνεται αισθητό στην ελληνική αγορά. Το ράλι που καταγράφεται εδώ και λίγους μήνες στις πρώτες ύλες και στο μεταφορικό κόστος σε παγκόσμιο επίπεδο πέρασε και την πόρτα της χώρας μας, με τις πρώτες μεγάλες αυξήσεις τιμών να έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους σε μια ευρεία γκάμα προϊόντων, από τα τρόφιμα και τα καταναλωτικά είδη μέχρι τα οικοδομικά υλικά και τις ζωοτροφές (έως και 40%).
Το φαινόμενο αναμένεται να ενταθεί το επόμενο διάστημα καθώς πληροφορίες αναφέρουν πως έχουν δρομολογηθεί σημαντικές ανατιμήσεις που θα αποτυπωθούν άμεσα στα ράφια των σουπερμάρκετ. Χοιρινό κρέας (έως 17%), εισαγόμενα τυριά, έλαια (όλων των ειδών πάνω από 5%), όσπρια (έως 8%), ζάχαρη, βρεφικά γάλατα, μαγιονέζες, είδη βρεφικής φροντίδας (πάνω από 6%), αρωματικά χώρου αλλά και πολλά ακόμη προϊόντα ετοιμάζονται να πάρουν την… ανιούσα, πιέζοντας περαιτέρω το καλάθι της νοικοκυράς.
Ανάλογες πιέσεις ασκούνται και σε άλλες κατηγορίες, με ειδικούς και αναλυτές να εμφανίζονται ανήσυχοι για την τροπή που μπορεί να πάρουν τα πράγματα, δεδομένου ότι οι αντοχές των προμηθευτών για απορρόφηση του επιπλέον κόστους είναι περιορισμένες. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των λιπασμάτων, τα οποία έχουν ανέβει ήδη από 20% έως 30%. Εμποροι του κλάδου αναφέρουν πως λαμβάνουν μηνύματα από τους μεγάλους προμηθευτές πως δεν αναμένεται υποχώρηση των τιμών από αυτά τα επίπεδα για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους. Η ανοδική τάση καταγράφεται και στους δείκτες της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), όπως οι δείκτες τιμών εκροών αγροτικής παραγωγής, δηλαδή οι τιμές διάθεσης των προϊόντων. Για παράδειγμα, ο δείκτης φυτικής παραγωγής παρουσιάζει αύξηση τον Μάρτιο κατά 6,1% σε σχέση με το 2020 και ο δείκτης ζωικής παραγωγής κατά 0,6% σε σχέση με το 2020.
Το θέμα παρακολουθεί στενά η κυβέρνηση, με αρμόδιες πηγές να μην κρύβουν τον προβληματισμό τους για τον εισαγόμενο πληθωρισμό και το πώς αυτός θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Μια γενικευμένη ακρίβεια μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην αναθέρμανση της κατανάλωσης, η οποία αποτελεί βασικό ζητούμενο για να πάρει μπροστά η ελληνική οικονομία στη μετά Covid-19 εποχή.
«Κάνουμε ό,τι μπορούμε»
Οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους πάντως φαίνεται πως προσπαθούν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους να συγκρατήσουν τις τιμές και να αποτρέψουν οποιαδήποτε μετακύλισή τους στον τελικό καταναλωτή. Πράγμα που δεν είναι πάντοτε εύκολο καθώς εξαρτάται από την επιβάρυνση που υφίστανται. Υπάρχει μεγάλη ανησυχία πού θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση… Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι επικεφαλής μεγάλων βιομηχανιών τροφίμων αλλά και της εστίασης, οι οποίοι επισημαίνουν πως παρατηρούνται ανοδικές τάσεις σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής, από το γάλα και το άζωτο μέχρι τα υλικά συσκευασίας και τα πλαστικά. Ο επιχειρηματικός κόσμος επιμένει πως μια αποκλιμάκωση της φορολογίας θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα που αρχίζει και δείχνει τα δόντια του. Η μείωση του ΦΠΑ εκτιμάται πως θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκράτηση των τιμών, οδηγώντας παράλληλα σε τόνωση της ζήτησης και κατ’ επέκταση σε ενδυνάμωση των δημόσιων εσόδων. Είναι κάτι που, όπως λένε άνθρωποι της αγοράς, έχει δουλέψει στο παρελθόν και μπορεί να αποδειχθεί λειτουργικό και τώρα.
«Ολοι στο ίδιο καζάνι»
Οι πληθωριστικές πιέσεις πάντως δεν εξαιρούν κανένα, ακόμη και εύρωστες οικονομίες, όπως η γερμανική. Ο πληθωρισμός στη Γερμανία παρουσίασε ρεκόρ δεκαετίας τον περασμένο μήνα (Μάιος), σκαρφαλώνοντας στο 2,5%, με τους ειδικούς να τον αποδίδουν στην αύξηση των τιμών πετρελαίου, του φυσικού αερίου, των αγαθών, αλλά και της παροχής υπηρεσιών. Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας Μίχαελ Χίτερ, μιλώντας στον γερμανικό ραδιοσταθμό DLF, έσπευσε να καθησυχάσει την αγορά, διατυπώνοντας την εκτίμηση ότι η εκτίναξη του πληθωρισμού είναι παροδικό φαινόμενο και οφείλεται στις επιπτώσεις της πανδημίας.
«Ποτέ στο παρελθόν, αν εξαιρέσουμε τις περιόδους πολέμου, δεν είχαμε πλήρη διακοπή της παραγωγής, διακοπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και κλείσιμο των συνόρων. Η οικονομία δεν μπορεί τώρα να επανέλθει από τη μια μέρα στην άλλη σαν να μη συνέβη τίποτα» σημείωσε χαρακτηριστικά.