Στη φυλακή οδηγείται μετά την απολογία του ο 75χρονος ο οποίος ομολόγησε ότι πυροβόλησε και σκότωσε την εν διαστάσει σύζυγο του, στην Αγία Βαρβάρα την περασμένη Πέμπτη.
Με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα ο κατηγορούμενος κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας.
Ο ίδιος παρέδωσε απολογητικό υπόμνημα στον ανακριτή, ενώπιον του οποίου έδωσε εξηγήσεις επί τρεις ώρες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο 75χρονος ισχυρίζεται πως πυροβόλησε την 64χρονη γυναίκα βρισκόμενος εν βρασμώ και ότι επί σειρά ετών ήταν αντιμέτωπος με επιθετική και απαξιωτική συμπεριφορά από την επί σχεδόν 40 χρόνια σύζυγο του, με αφορμή οικονομικά και άλλα προβλήματα που είχαν ανακύψει ανάμεσα τους.
Αφορμή για το έγκλημα, για το οποίο σύμφωνα με την δικογραφία ο 75χρονος πήγε προετοιμασμένος έχοντας το όπλο μαζί του, ήταν η άρνηση της 64χρονης να του παραδώσει κοσμήματα που ανήκαν στην αδελφή του και η προσβλητική φράση που του είπε όταν της τα ζήτησε, όπως αναφέρει το ΑΠΕ. Ο κατηγορούμενος υποστηρίζει πως πήρε το όπλο μαζί του για να την τρομάξει και όχι για να την σκοτώσει.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο 75χρονος, η εν διαστάσει σύζυγος του είχε εκμεταλλευτεί την εμπιστοσύνη του αρνούμενη να του μεταβιβάσει επιχείρηση που, λόγω οικονομικών δυσκολιών του στο παρελθόν, είχε γράψει στο όνομα της και ότι με την συμπεριφορά της τον είχε απομακρύνει από τα παιδιά του.
Τι υποστήριξε ο κατηγορούμενος για την συμπεριφορά του θύματος
Ο 75χρονος στην προανακριτική κατάθεσή του είχε αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Η συμπεριφορά της προς εμένα ήταν τελείως απαράδεκτη. Κάθε τόσο μου έκανε μήνυση χωρίς λόγο και χωρίς να την έχω πειράξει ποτέ. Με προσέβαλε συνεχώς και μου πετούσε γλάστρες. Είχε κάνει τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου να μη μου μιλάνε, αποκόβοντας με από αυτά, με είχε χτυπήσει επανειλημμένα και με έβριζε συνεχώς με τα χειρότερα λόγια. Απέναντι σε μένα ήταν πολύ αχάριστη και σε όλα. Όλα αυτά τα χρόνια αισθανόμουν ψυχολογικά χάλια».
Περιγράφοντας τι συνέβη το απόγευμα της 3ης Ιουνίου που οδήγησε στο έγκλημα, ο κατηγορούμενος είπε στους αστυνομικούς:
«Το απόγευμα της 3ης Ιουνίου 2021 Πήγα στο σπίτι της για να την ζητήσω και πάλι τα χρυσαφικά και εκείνη έλειπε. Φεύγοντας, την βλέπω από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου να πλησιάζει στο σπίτι της. Εγώ στάθμευσα το αυτοκίνητο μου, γύρισα πίσω και της ζήτησα τα πράγματα της αδερφής μου, λέγοντας ότι η αδερφή μου ήταν σα μάνα μου. Εκείνη τότε με εξύβρισε με την φράση «χέστηκα μαλάκα». Εγώ, μετά απ’ όλα όσα είχα περάσει, τρελάθηκα και μην ξέροντας τι κάνω πυροβόλησα μία ή δύο φορές με το πιστόλι που είχα μαζί μου. Το πιστόλι το είχα πάρει μαζί μου απλά για να την φοβερίσω. Μακάρι να μην είχε συμβεί αυτό, το μετάνιωσα και ζητώ συγγνώμη από τα παιδιά μου και από όλους» ανέφερε και πρόσθεσε ότι τον Νοέμβριο του 2018 είχε πάθει εγκεφαλικό «από τη στεναχώρια» και λαμβάνει έκτοτε φαρμακευτική αγωγή.
Τι είπε για το όπλο
Αναφορικά με το όπλο, εξήγησε ότι το έχει στην κατοχή του 8 χρόνια έπειτα από μια μετακόμιση σε φιλικό σπίτι.
«Το είχα πάρει χωρίς να πω τίποτα σε κανένα, είναι παλιό, δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ».
Μετά τον πυροβολισμό περιέγραψε ότι βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση και δεν θυμόταν τι έκανε.
«Αργότερα, ενώ βρισκόμουν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας πεζός, επικοινώνησα τηλεφωνικά με την κόρη μου και της ανέφερα ότι έγινε κάτι τρομερό. Εκείνη μου είπε να περιμένω εκεί που είμαι για να έρθει, αλλά εγώ έφυγα. Όλο το βράδυ περιπλανιόμουν πεζός και έφτασα μέχρι το Σκαραμαγκά. Δε θυμάμαι κάτι περισσότερο. Δεν επέστρεψα καθόλου στο σπίτι. Το κινητό μου τηλέφωνο το είχα συνεχώς μαζί μου, είχε τελειώσει μπαταρία. Βρισκόμενος σε άθλια ψυχολογική κατάσταση το πρωί, πήγα στο σπίτι της κόρης μου, με την οποία μίλησα και εκδήλωσα την επιθυμία να παραδοθώ στην αστυνομία, καθώς είμαι μετανιωμένος. Εκείνη επικοινώνησε με το δικηγόρο και το απόγευμα της ίδιας μέρας παραδόθηκα στην αστυνομία παραδίδοντας ταυτόχρονα και το πιστόλι με το οποίο είχα πυροβολήσει».