Η βλέννα του φυτοπλακτού που έχει καλύψει τη Θάλασσα του Μαρμαρά έχει εμφανιστεί και στην Ελλάδα, τόσο από τα μέσα Φεβρουαρίου έως τα μέσα Μαΐου όσο και τα τελευταία χρόνια. Πού; Στην ευρύτερη περιοχή του Βόρειου Αιγαίου, δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα στη θαλάσσια ζωή και στους αλιείς…
Οπως αναφέρει, μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Αλιευτικής Ερευνας (ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ) δρ Σωτήρης Ορφανίδης, πρόκειται για ένα φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται με μεταβαλλόμενη ένταση. «Οι άμορφες μάζες βλέννας συνήθως χρώματος καφέ, ορατές με γυμνό μάτι, είναι γνωστές ως το φαινόμενο των “αιωρούμενων οργανικών συσσωματωμάτων” (κολλώδη μακροσυσσωματώματα)».
Τίθεται έτσι το ερώτημα: Η βλέννα που κάλυψε τη Θάλασσα του Μαρμαρά μπορεί να μετακινηθεί προς την ελληνική πλευρά; «Δεν υπάρχει άμεση σύνδεση του φαινομένου της δημιουργίας της βλέννας του φυτοπλαγκτού στο Βόρειο Αιγαίο με τη βλέννα στη Θάλασσα του Μαρμαρά, παρά μόνο ότι οι δυο θαλάσσιες περιοχές επικοινωνούν μεταξύ τους και επηρεάζονται από τα νερά της Μαύρης Θάλασσας. Και μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να υπάρχει ανταλλαγή βλέννας μεταξύ των δύο θαλάσσιων περιοχών», τονίζει ο ειδικός.
Τα αίτια του φαινομένου
Κατά τον διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου Αλιευτικής Ερευνας (ΙΝΑΛΕ), τα αίτια του φαινομένου πρέπει να αναζητηθούν στον συνδυασμό βιολογικών (αύξηση βιομάζας φυτοπλαγκτού εξαιτίας της εποχικής ανάμειξης των υδάτων, των έντονων και συχνών βροχοπτώσεων και των νερών της Μαύρης Θάλασσας, που έχουν ως συνέπεια την αύξηση των διαθέσιμων θρεπτικών αλάτων στη θάλασσα), μετεωρολογικών (αυξημένη ατμοσφαιρική πίεση, που συνδέεται με ασθενείς ανέμους, καλοκαιρία και ηλιοφάνεια) και κλιματικών (υπερθέρμανση της θάλασσας εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής) παραμέτρων, οι οποίες δημιουργούν συνθήκες ακινησίας και απομόνωσης των επιφανειακών υδάτων από τα βαθύτερα ύδατα.
Δηλαδή, όπως λέει, δημιουργούνται συνθήκες καταπόνησης (stress), όπως έλλειψη φωσφόρου ή αλλαγή της αναλογίας αζώτου / φωσφόρου, με αποτέλεσμα το φυτοπλαγκτόν να εκκρίνει εξωπολυμερή, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία της βλέννας.
Από Λήμνο μέχρι Θερμαϊκό
Φέτος το φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε στα μέσα Φεβρουαρίου στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Λήμνου και Σαμοθράκης. Στη συνέχεια, τον Μάρτιο, επεκτάθηκε νοτιότερα, μέχρι τον κόλπο του Μούδρου, στον Αγιο Ευστράτιο και βορειότερα σε Αλεξανδρούπολη, Φανάρι, Καβάλα και Θάσο, όπως και στον Στρυμονικό Κόλπο, στη Χαλκιδική (Κασσάνδρα) και στον έξω Θερμαϊκό Κόλπο (Μηχανιώνα). Το φαινόμενο φαίνεται να ολοκλήρωσε τον κύκλο του στις ακτές στα μέσα Μαΐου, ωστόσο, κατά τον δρα Σωτήρη Ορφανίδη, «συνεχίζει να υπάρχει μέχρι και σήμερα στα μεγαλύτερα βάθη, αλλά με σταδιακά μειούμενη την έντασή του».
Τα προβλήματα που προκαλεί
Σύμφωνα με τον διευθυντή Ερευνών του ΙΝΑΛΕ, πρόκειται για μια κολλώδη μάζα που αποτελείται από πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπη, και εγκλωβίζει διάφορους οργανισμούς (φυτοπλαγκτικά κύτταρα, ζωοπλαγκτόν, βακτήρια και ιούς) δημιουργώντας μια αδιαπέραστη επιφάνεια, που μπορεί να προκαλέσει ασφυξία στη θαλάσσια ζωή. Επιπλέον, όμως, προσκολλάται στα αλιευτικά εργαλεία (δίχτυα) δυσκολεύοντας τη χρήση τους. Ωστόσο, όπως τονίζει ο ίδιος, «όταν έρθει σε επαφή, κολλάει στο ανθρώπινο σώμα, χωρίς όμως, με βάση την υπάρχουσα εμπειρία, να δημιουργεί κάποια παρενέργεια».
Πότε εκδηλώνεται
Τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο εκδηλώνεται την ψυχρή περίοδο του έτους (Φεβρουάριο έως Απρίλιο), σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα (Αύγουστο μέχρι Οκτώβριο). Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αύξηση της θερμοκρασίας της Μεσογείου εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. «Στις περιπτώσεις που το φαινόμενο εκδηλώνεται σε περιοχές όπου απορρίπτονται ακατέργαστα ανθρωπογενή λύματα, όπως η Θάλασσα του Μαρμαρά, η ποσότητα της βλέννας που δημιουργείται και οι επιπτώσεις της είναι πολλαπλάσιες του αναμενόμενου».
«Αν και δεν υπάρχει δυνατότητα ασφαλούς πρόβλεψης της δημιουργίας και της διάρκειας του φαινομένου, καθώς και των βιολογικών και οικονομικών επιπτώσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον και στις αλιευτικές – τουριστικές δραστηριότητες, είναι σίγουρο πως η έντασή του θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, κυρίως εξαιτίας της υπερθέρμανσης της θάλασσας και των επακόλουθων ακραίων φαινομένων», καταλήγει ο διευθυντής Ερευνών του ΙΝΑΛΕ.