Για «μαζικό τάφο στην καρδιά του Παρισιού» κάνουν λόγο γαλλικά δημοσιεύματα, μετά την αποκάλυψη για τις κακές συνθήκες συντήρησης πτωμάτων, που είχαν παραχωρηθεί στο Κέντρο Δωρεάς Σώματος του Πανεπιστημίου Paris – Descartes.
Κατηγορίες έχουν απαγγελθεί στον βιολόγο και πρώην πρόεδρο του Πανεπιστημίου Φρεντερίν Νταρντέλ για «βεβήλωση πτώματος», καθώς πολλά σώματα που δωρίστηκαν για λόγους έρευνας είχαν συσσωρευτεί και αποσυντεθεί.
Το Κέντρο Δωρεάς Σώματος του πανεπιστημίου έχει κλείσει από το 2019, και ο Νταντέλ ήταν πρόεδρος από το 2012 έως το 2019.
Το 2019, το περιοδικό L’ Express αποκάλυψε τις σοκαριστικές συνθήκες υπό τις οποίες γινόταν η συντήρηση των πτωμάτων.
Σύμφωνα με το περιοδικό, δεκάδες νεκρά σώματα είχαν αποθηκευτεί «γυμνά, σε αποσύνθεση, συσσωρευμένα, με μάτια ανοιχτά», ενώ είχε αποκαλέσει το Κέντρο ως «μαζικό τάφο στην καρδιά του Παρισιού». Μάλιστα στο Κέντρο είχαν χτυπήσει και «ποντίκια» με αποτέλεσμα ορισμένα σώματα έπρεπε να αποτεφρωθούν από το προσωπικό.
Ελλιπής χρηματοδότηση
Η δικηγόρος του Νταρντέλ υποστήριξε πρόσφατα ότι ο πελάτης της είχε ζητήσει επανειλημμένα κρατική επιχορήγηση για την ανακαίνιση του κέντρου, ωστόσο δεν είχε καμία ανταπόκριση, ενώ επέρριψε ευθύνες για παραμέληση στο κράτος.
«Ποτέ δεν σταμάτησε να ασκεί πιέσεις για επιχορηγήσεις. Αυτό δείχνει, όπως και σε άλλες βασικές δημόσιες υπηρεσίες, την προφανή αμέλεια του κράτους. Αν κάποιος έκανε προσπάθεια, σίγουρα ήταν αυτός», τόνισε.
Το κέντρο ιδρύθηκε το 1953 και έκλεισε το 2019. Σύμφωνα με έρευνα της κυβέρνησης τον Ιούνιο του 2020, υπήρχαν σοβαρές «ηθικές παραβιάσεις». Μάλιστα, σύμφωνα με το περιοδικό L’ Express, κάποια σώματα είχαν πωληθεί σε ιδιωτικές εταιρείες για ακατάλληλους σκοπούς, όπως δοκιμές πρόσκρουσης αυτοκινήτων.
Το Γαλλικό Πρακτορείο μετέδωσε ότι δύο βοηθοί εργαστηρίου έχουν κατηγορηθεί για βεβήλωση πτώματος.
Το πανεπιστήμιο έχει ζητήσει συγγνώμη από τις οικογένειες των δωρητών, ενώ υπάρχουν ήδη πάνω από 170 ενάγοντες στην υπόθεση. Αφότου το Κέντρο έκλεισε, ο Νταρντέλ εργάστηκε ως βοηθός του υπουργού Αρμόδιου για την έρευνα και από τον Σεπτέμβριο του 2020, ήταν επικεφαλής μονάδας του Γαλλικού ερευνητικού κέντρου CNRS.