Υπό κανονικές συνθήκες η εμπειρία της πανδημίας θα έπρεπε να είναι η αφορμή για μια ολική αναπροσαρμογή του πώς τα κράτη διαμορφώνουν τις προτεραιότητές τους, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν την άμυνα. Άλλωστε, αποδείχτηκε ότι ένας ιός μπορεί να αποδειχτεί πολύ πιο αποτελεσματικός στο να «γονατίσει» μεγάλες χώρες ή να τις υποχρεώσει να αναστείλουν μεγάλο μέρος των κοινωνικών τους δραστηριοτήτων από μια παραδοσιακή πολεμική απειλή.
Όμως, αποδεικνύεται ότι στην πράξη οι χώρες που ανήκουν στο «πυρηνικό κλαμπ», δηλαδή οι χώρες που πραγματικά κατέχουν πυρηνικά όπλα, είτε το έχουν παραδεχτεί είτε όχι, ξόδεψαν το τεράστιο ποσό των 72 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την παραγωγή, εξέλιξη και συντήρηση πυρηνικών όπλων.
Ακόμη περισσότερο τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε μια έκθεση της Διεθνούς Εκστρατείας για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων, ενός φορέα που το 2017 έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, δείχνουν ότι όχι μόνο παραμένουν υψηλές οι δαπάνες για πυρηνικά όπλα αλλά και ότι γύρω από τα πυρηνικά όπλα αναπτύσσεται μια ιδιαίτερα κερδοφόρα επιχειρηματική δραστηριότητα, με τις μεγάλες εταιρείες που εμπλέκονται στην εξέλιξη και παραγωγή όπλων να χρηματοδοτούν εντατικά τα think tank που διαμορφώνουν το κατάλληλο κλίμα για την ανάγκη συνεχιζόμενης επένδυσης στα πυρηνικά όπλα.
133.666 δολάρια κάθε λεπτό ξοδεύονται για τα πυρηνικά όπλα
Σύμφωνα με την Έκθεση το 2020 ξοδεύτηκαν από τις 9 χώρες που έχουν πυρηνικά όπλα 72,6 δισεκατομμύρια δολάρια, 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια περισσότερα από την προηγούμενη χρονιά. Αν προσπαθούσαμε να το εξηγήσουμε διαφορετικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ξοδεύονται κάθε λεπτό 133.666 δολάρια για τα πυρηνικά όπλα.
Πρωταθλήτριες οι ΗΠΑ που ξόδεψαν το εντυπωσιακό ποσό των 37,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αμέσως μετά έρχεται η Κίνα που ξόδεψε 10,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Ρωσία ήταν τρίτη ξοδεύοντας για το πυρηνικό της πρόγραμμα 8 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, οι άλλες δύο χώρες που επισήμως έχουν πυρηνικό πρόγραμμα ξόδεψαν 6,2 και 5,7 δισεκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα. Τέλος, η έκθεση κάνει την εκτίμηση ότι το Πακιστάν, η Ινδία και το Ισραήλ επίσης ξόδεψαν πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια, ενώ και Βόρεια Κορέα εκτιμάται ότι ξόδεψε περίπου 667 εκατομμύρια δολάρια.
Ούτε φαίνεται τα πράγματα να κινηθούν στην αντίθετη κατεύθυνση το επόμενο διάστημα. Οι ΗΠΑ επενδύουν ιδιαίτερα στην επόμενη γενιά διηπειρωτικών πυραύλων, η Ρωσία διαφημίζει τους νέους υπερηχητικούς πυραύλους, η Κίνα ούτως ή άλλως σταδιακά επενδύει σε όλα όσα την καθιστούν «υπερδύναμη» και οι μικρότερες πυρηνικές δυνάμεις θεωρούν ότι είναι ακριβώς η κατοχή πυρηνικών όπλων που τους δίνει ξεχωριστή γεωπολιτική βαρύτητα.
Τα πυρηνικά όπλα ως επιχειρηματική δραστηριότητα
Παρότι οι αποφάσεις για τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων είναι κατά βάση πολιτικές και στρατηγικές και έχουν να κάνουν με τις διαιρέσεις και τους ανταγωνισμούς που διαπερνούν τον σύγχρονο κόσμο, εντούτοις δεν θα πρέπει να υποτιμάμε και τον ρόλο που παίζουν οι μεγάλες επιχειρήσεις από το χώρο των οπλικών συστημάτων και της αεροδιαστημικής που αντιμετωπίζουν τα πυρηνικά όπλα ως μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα επιχειρηματική δραστηριότητα.
Μια έκθεση του 2019, που την έκανε η οργάνωση PAX, που συνεργάζεται με την Διεθνή Εκστρατεία για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων, μαζί με την εταιρεία συμβούλων Profundo, κατέγραψε συμβόλαια συνολικού ύψους 116 δισεκατομμυρίων δολαρίων ανάμεσα σε κυβερνήσεις και ιδιωτικές επιχειρήσεις για την παραγωγή, εξέλιξη και αποθήκευση πυρηνικών όπλων. Αυτά αφορούν εταιρείες στη Γαλλία, την Ινδία, την Ολλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Και βέβαια έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι οι δουλειές θα συνεχίσουν να πηγαίνουν καλά. Αρκεί να σκεφτούμε ότι μόνο το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου, που είναι σε εξέλιξη θα κοστίσει συνολικά 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια σε βάθος 30 ετών.
Το 2019 οι πέντε εταιρείες που είχαν τα μεγαλύτερα συμβόλαια για πυρηνικά όπλα ήταν πολυεθνικές με έδρα τις ΗΠΑ: Huntington Ingalls Industries (29,9 δισεκατομμύρια δολάρια), Lockheed Martin (25,2 δισεκατομμύρια δολάρια), Honeywell International (16,5 δισεκατομμύρια δολάρια), General Dynamics (5,8 δισεκατομμύρια δολαρια), και Jacobs Engineering (5,3 δισεκατομμύρια δολάρια).
Το πυρηνικό λόμπι
Το 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης της Διεθνούς Εκστρατείας για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων, 21 εταιρείες, που εμπλέκονται και στην παραγωγή των πυρηνικών όπλων υπέγραψαν συμβόλαια για αμυντικά προγράμματα (πυρηνικά και μη) συνολικού ύψους 332 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Έντεκα εταιρείες (BAE Systems, Boeing, Draper Laboratory, General Dynamics, Honeywell International, Huntington Ingalls Industries, L3 Harris Technologies, Lockheed Martin, Northrop Grumman, Raytheon Technologies Corporation, και Textron) έλαβαν συμβόλαια για πυρηνικά ύψους 27,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, 12,8 δισεκατομμύρια που αποτελούν τροποποίηση υπαρχόντων συμβολαίων και 14,8 δισεκατομμύρια δολάρια για νέα συμβόλαια σχετιζόμενα με τα πυρηνικά όπλα. Το μεγαλύτερο νέο συμβόλαιο, ύψους 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων το πήρε η Northrop Grumman και αφορά το νέο πρόγραμμα διηπειρωτικών πυραύλων.
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν και γιατί οι εταιρείες που εμπλέκονται με τα πυρηνικά (όπως και συνολικά οι εξοπλιστικές βιομηχανίες) φροντίζουν να επενδύουν στο λόμπινγκ. Σύμφωνα με την έκθεση το 2020 οι εταιρείες που παράγουν πυρηνικά όπλα ξόδεψαν 117 εκατομμύρια δολάρια κάνοντας λόμπινγκ σε κυβερνητικούς αξιωματούχους. Η επένδυσή τους αυτή ήταν ιδιαίτερα αποδοτική, αφού το ποσό αυτό σημαίνει ότι για κάθε ένα δολάριο που επένδυσαν στο λόμπινγκ έλαβαν 239 δολάρια σε συμβόλαια για την παραγωγή πυρηνικών όπλων.
Τα think tank που χρηματοδοτούνται από τις εταιρείες που παράγουν πυρηνικά
Η χάραξη στρατηγικής στις μέρες στηρίζεται σε ένα μεγάλο φάσμα από παράγοντες που παρέχουν τα στοιχεία, τις εκτιμήσεις και τις αναλύσεις που οδηγούν τελικά και στις πολιτικές αποφάσεις.
Κομβικό ρόλο στη συζήτηση των ζητημάτων γεωπολιτικής παίζουν και τα μεγάλα think tanks. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτά είναι υπεύθυνα για την παραγωγή εκθέσεων και μελετών για την κατάσταση στον σύγχρονο κόσμο, από αυτά περνούν άνθρωποι που μετά στελεχώνουν κυβερνήσεις ή άλλα κέντρα αποφάσεων, αυτά οργανώνουν συνέδρια και ημερίδες, όπως και ότι από αυτά προέρχονται πολλοί από τους πιο επιδραστικούς αρθρογράφους πάνω σε θέματα εξωτερικών και άμυνας.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και οι μεγάλες εταιρείες που εμπλέκονται με την παραγωγή των πυρηνικών όπλων έχουν επενδύσει ιδιαίτερα στη χρηματοδότηση των think tank. To 2020 δώδεκα κρίσιμα think tank έλαβαν συνολικά ανάμεσα σε 5,5 και 12 εκατομμύρια δολάρια από εταιρείες που εμπλέκονται με την παραγωγή πυρηνικών όπλων (δεν υπάρχει ακριβής εκτίμηση γιατί δεν αποκαλύπτουν όλα τα ιδρύματα με τον ίδιο τρόπο τις πηγές των χορηγιών και άλλων χρηματοδοτήσεων που δέχονται).
Αν δούμε ποια είναι αυτά, θα καταλάβουμε γιατί οι λαμβάνουν αυτές τις χορηγίες αφού παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τρεχουσών αντιλήψεων για άρα στην επιμονή στη στρατηγική σημασία των πυρηνικών όπλων: Atlantic Council, Brookings Institution, Carnegie Endowment for International Peace, Center for New American Security (CNAS), Center for Strategic and International Studies (CSIS), French Institute of International Relations (IFRI), Hudson Institute, International Institute of Strategic StudieStimson Center s (IISS), Observer Research Foundation (ORF), Royal United Services Institute (RUSI).
Μόνο που με αυτόν τον τρόπο απλώς συντηρείται η επικίνδυνη αντίληψη ότι η πυρηνική αποτροπή και άρα η διατήρηση των πυρηνικών όπλων πρέπει να παραμείνουν πλευρά μιας σύγχρονης αμυντικής στρατηγικής.