Ηταν η εποχή που ξέραμε ότι ερχόταν η κρίση κι εμείς, μη έχοντας τι άλλο να κάνουμε, την περιμέναμε, φιλοσοφώντας όπως πάντα «άνευ μαλακίας», όπως θα το έθετε ο Θουκυδίδης. Μιλώ για εκεί γύρω στο 2010. Το νιώθαμε ότι ο κόσμος μας, όπως τον ξέραμε και είχαμε βολευτεί, θα τελείωνε όπου να ‘ναι· και φοβόμασταν.
Ολοι είχαμε καταλάβει – πάνω-κάτω – ότι μπαίναμε σε μια αναπόφευκτη φάση της εξέλιξής μας και δεν θα γλιτώναμε τις περιβόητες μέχρι τότε ιδιωτικοποιήσεις. Μόνο που δεν τολμούσαμε να πούμε τη λέξη. Την περιέβαλλε η αιδημοσύνη του αποτρόπαιου. Οι πολιτικοί κατέφευγαν λοιπόν σε περίκομψες ή χοντροκομμένες περιφράσεις, σε ευφημισμούς και άλλα τέτοια, αλλά η λέξη-ταμπού δεν έβγαινε από το στόμα τους. Εκτός βέβαια αν επρόκειτο για κατηγορία που εκτόξευε (κατά κόρον, ως συνήθως) η αριστερή αντιπολίτευση της εποχής.
Μήνες επί μηνών μαίνονταν οι γελοίες διαμάχες για την εξεύρεση του ανώδυνου όρου με τον οποίο θα καταφέρναμε να υποδηλώσουμε το επώδυνο – κάτι σαν σκετσάκι των Monty Python αλλά σε εθνικό επίπεδο. Στο τέλος, αν θυμάμαι καλά, το μέγιστο που κατάφερε η γλώσσα της πολιτικής να πλησιάσει την πραγματικότητα ήταν ο όρος «αποκρατικοποίηση». (Επειτα ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ, η αιδημοσύνη ξεπεράστηκε από την τόση ξεφτίλα της ιδεοληψίας, οπότε όλα αυτά έπαψαν να έχουν σημασία…)
Κάτι ανάλογο – ευτυχώς σε μικρότερη κλίμακα – αισθάνομαι να συμβαίνει τώρα με τα λεγόμενα προνόμια των εμβολιασθέντων. Για προνόμια πρόκειται πράγματι. Φαίνεται όμως ότι η λέξη κρίθηκε επικίνδυνη, ως ιδεολογικά βεβαρημένη, έτσι στην προχθεσινή επίσκεψη στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ακούσαμε τον Πρωθυπουργό να αναφέρεται σε «διευκολύνσεις». Προνομιακού χαρακτήρα διευκολύνσεις, ας μη κρυβόμαστε, και σε κάθε περίπτωση διακρίσεις.
Τίθεται, υποθέτω, ένα ζήτημα ισότητας για τους ανεμβολίαστους, εφόσον δεν θα απολαμβάνουν τις «διευκολύνσεις» των εμβολιασμένων. Το αφήνω με τον δέοντα σεβασμό στους νομικούς. Ομως, με τον κοινό νου, που ελπίζω ότι διαθέτω, θα έλεγα ότι η ισότητα μπορεί να πάει για περίπατο, όταν από την άλλη πλευρά του διλήμματος βρίσκεται το αγαθό της ζωής. Το δικαίωμα του ενός στην ελευθερία της επιλογής του, ως προς το εμβόλιο, δεν μπορεί να μπαίνει στην ίδια μοίρα με το δικαίωμα του άλλου στην ίδια τη ζωή του.
Η συζήτηση, που θα περιλαμβάνει και τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών, καθώς και του προσωπικού των οίκων ευγηρίας, θα ξεκινήσει το φθινόπωρο. Σωστή η αναμονή, διότι προϋπόθεση για τη θέσπιση προνομίων ή διευκολύνσεων είναι να έχει προσφερθεί σε όλους η ίδια ευκαιρία. Αλλ’ ότι πρέπει να θεσπισθούν και να ισχύσουν, κατά τη γνώμη μου, δεν συζητείται. Δεν θα καθόμαστε τώρα να συζητούμε αν η Γη είναι επίπεδη! Υπάρχει και κάτι που λέγεται αντικειμενική πραγματικότητα και δεν θα το διαπραγματευθούμε με τη βλακεία, έστω και αν η τελευταία είναι η κοινότερη και δημοφιλέστερη ανθρώπινη ιδιότητα.
Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός ορισμένων επαγγελματικών κατηγοριών είναι μια προσθήκη στην υπάρχουσα τεχνογνωσία για την αντιμετώπιση των πανδημιών στον 21ο αιώνα και το υπαγορεύει η αντικειμενική πραγματικότητα, που περιλαμβάνει και τις σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες. Ετσι γινόταν πάντοτε. Με παρόμοιο, εμπειρικό, τρόπο αποκτήθηκε η μέχρι τώρα τεχνογνωσία. Τα Συμβούλια Υγείας των εμπειρογνωμόνων, λ.χ., που κατά κάποιον τρόπο συγκυβερνούν, ιδίως στη λήψη των αποφάσεων, δεν επινοήθηκαν χθες. Στην Ευρώπη υφίστανται αδιαλείπτως ως θεσμός, αφότου επινοήθηκαν για πρώτη φορά στις πόλεις-κράτη της Ιταλίας του 14ου αιώνα λόγω της βουβωνικής πανώλης. Το ίδιο ισχύει και για την υποχρεωτική καραντίνα.
Ολα αυτά ήσαν κάποτε αμφισβητήσιμοι νεωτερισμοί, που τους επέβαλε η ανάγκη και η αντικειμενική πραγματικότητα – την οποία δεν μπορείς να παραβλέψεις, ιδίως όταν σου συστήνεται με τη μορφή του θανάτου. Το ίδιο ακριβώς είναι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και τα προνόμια των εμβολιασθέντων. Η θέσπισή τους είναι υποχρέωση κάθε κυβέρνησης που λειτουργεί με γνώμονα τη λογική και το γενικό συμφέρον.