Για τον Καρλ Σμιτ η έννοια της πολιτικής σε πολύ μεγάλο βαθμό στηρίζεται στη διάκριση εχθρού και φίλου. Όσο απλουστευτικό και εάν φαντάζει αυτό το σχήμα του συντηρητικού νομικού και στοχαστή (που επιπλέον έφερε πάντα και το αναπόφευκτο στίγμα της συμπόρευσής του με τον Ναζισμό), εντούτοις αποτυπώνει τοn εγγενώς συγκρουσιακό χαρακτήρα του πολιτικού πεδίου.
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στο πεδίο των διεθνών σχέσεων και της οικοδόμησης συμμαχιών μέσα σε αυτό. Η ύπαρξη κοινών αντιπάλων, κινδύνων ή ακόμη και «υπαρξιακών απειλών» έχει αποδειχτεί ιστορικά πιο καταλυτικός παράγοντας συμμαχιών από την κοινή ιδεολογική αναφορά ή τις ομοιότητες στην κοινωνική δομή.
Μόνο που σε ένα τόσο σύνθετο πεδίο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστούν με ευκολία κοινοί εχθροί. Ιδίως στις μέρες μας. Και αυτό γιατί εάν ήταν εύκολο να χαραχθούν διαχωριστικές γραμμές όταν κανείς μπορούσε να επικαλεστεί μια «συστημική» αντιπαλότητα, όπως στις ημέρες του Ψυχρού Πολέμου, τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα όταν ανεξαρτήτως διαφορετικών πολιτικών συστημάτων, μιλάμε πλέον για μια καθολική κυριαρχία του καπιταλισμού και μια πλανητική συνθήκη εξάρτησης των επιμέρους οικονομιών από τις παγκόσμιες αγορές και ροές εμπορευμάτων και προϊόντων.
Το φόντο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου»
Βεβαίως, η εξέλιξη των πραγμάτων τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες έδειξε ότι αυτή η κυριαρχία του καπιταλισμού δεν σήμανε το τέλος των ανταγωνισμών και των ιεραρχικών σχέσεων μέσα στο διεθνές σύστημα.
Και σε αυτό το φόντο είναι πια προφανές ότι οι ΗΠΑ σκέφτονται πλέον με όρους συνολικού πολιτικού (και όχι απλώς οικονομικού ανταγωνισμού) και αντιπαλότητας με τη Ρωσία και την Κίνα. Με μεγαλύτερη ίσως έμφαση στην γεωπολιτική διάσταση σε σχέση με τη Ρωσία (που ορίζεται ως απειλή) και την οικονομική σε σχέση με την Κίνα (που ορίζεται ως στρατηγικός ανταγωνιστής), αλλά με βασική πλευρά την αντιμετώπιση των δύο αυτών χωρών και μια δυνητική «ευρασιατική σύγκλιση» ως κατεξοχήν «υπαρξιακής απειλής» μεσοπρόθεσμα.
Η επιχειρηματολογία που έχουν διατυπώσει οι ΗΠΑ είναι γνωστή: οι δύο αυτές χώρες είναι αυταρχικές και δεν τηρούν τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, παρεμβαίνουν (ιδίως η Ρωσία) σε εκλογικές διαδικασίες και βεβαίως απειλούν την αμερικανική οικονομική πρωτοκαθεδρία. Και παρότι ο Μπαίντεν θέλει να δώσει και τον τόνο ότι αναζητά πεδία συνεννόησης απέναντι και με τη Ρωσία και την Κίνα, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι η κυβέρνηση των Δημοκρατικών δείχνει ακόμη πιο αποφασισμένη να επιμείνει σε αυτόν τον δρόμο της αντιπαλότητας, σε σχέση με τον Τραμπ που ορισμένες στιγμές έτεινε περισσότερο προς τη λογική της κλιμάκωσης ως πρελούδιο για συμβιβασμούς.
Και εδώ ακριβώς είναι που αρχίζουν οι δυσκολίες για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Με τη Ρωσία να παραμένει μια σημαντική δύναμη και γεωπολιτικά και ενεργειακά και την Κίνα, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, να είναι πλήρως ενταγμένη σε κρίσιμα επενδυτικά και εμπορικά δίκτυα, και διάφορες χώρες να έχουν διαφόρων ειδών σχέσεις και με τις δύο χώρες δεν είναι τόσο εύκολο να «περάσει» η αμερικανική γραμμή που ισοδυναμεί ουσιαστικά με έναν κλιμακούμενο «Νέο Ψυχρό Πόλεμο».
Αρκεί να αναλογιστούμε τη σημασία που διατηρεί η Ρωσία για τα ενεργειακά της Ευρώπης, ιδίως ως προς την τροφοδοσία με φυσικό αέριο, την ύπαρξη σημαντικών οικονομικών σχέσεων και φυσικά το γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια αρκετές χώρες της Ευρώπης όχι μόνο είχαν και έχουν αυξημένες εμπορικές σχέσεις με την Κίνα (άλλωστε η τελευταία ήταν το «παγκόσμιο εργοστάσιο») αλλά και προσπάθησαν να προσελκύσουν σημαντικές κινεζικές επενδύσεις, ιδίως από τη στιγμή που πρωτοδιατυπώθηκε η στρατηγική «Μία ζώνη – ένας δρόμος».
Ο Μπάιντεν στην Ευρώπη και οι αναμνήσεις από την εποχή Τραμπ
Οι αμερικανοευρωπαϊκές σχέσεις δοκιμάστηκαν στην εποχή Τραμπ. Δεν ήταν μόνο το ιδιαίτερο στυλ του Ρεπουμπλικάνου Προέδρου, που δεν παρέπεμπε ακριβώς σε διπλωματική ευπρέπεια, ήταν και όλη η πολιτική και αισθητική του “America First”. Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι δεν συγχώρησαν ούτε την υπονόμευση της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, ούτε την αμερικανική έξοδο από τη λογική των πολυμερών εμπορικών συμφωνιών, ούτε τη μονομερή έξοδο από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ούτε βέβαια τους ύμνους στο Brexit.
Ο Μπάιντεν επομένως μπορεί να πηγαίνει στην Ευρώπη για να πείσει τους ευρωπαίους ως προς τη συνολικότερη αμερικανική στρατηγική, αλλά ταυτόχρονα καλείται να δείξει ότι όντως ανταποκρίνεται και στα ευρωπαϊκά αιτήματα: ότι θα πάρει όντως πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ότι δεν θα διαλέξει τον δρόμο των μονομερών αμερικανικών πρωτοβουλιών και ότι η στρατηγική για τη Ρωσία και την Κίνα δεν θα σημαίνει ότι απλώς οι Ευρωπαίοι θα πληρώσουν το οικονομικό κόστος από την προσπάθεια να επιβεβαιώσουν οι ΗΠΑ την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους.
Ο Μπάιντεν καλείται να πείσει για τις απειλές και να προσφέρει εναλλακτικές διεξόδους
Αυτό ορίζει τη διπλή πρόκληση για τον Μπάιντεν στην προσπάθειά του να ανασυγκροτήσει μια «δυτική συμμαχία» που να ακολουθεί την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Από τη μια πρέπει να πείσει ότι οι απειλές είναι υπαρκτές, από την άλλη να δείξει ότι δεν υπόσχεται μόνο το κόστος ενός πιο πολωμένου κόσμου.
Ως προς το πρώτο στοιχείο ο Μπάιντεν θα προσπαθήσει να επενδύσει πάνω στις αντιδράσεις που προκάλεσαν τα πρόσφατα γεγονότα σε σχέση με την Ουκρανία ή τους κινδύνους κυβερνοπειρατείας και παράλληλα θα επιμείνει σε μια στοχοποίηση και του ίδιου του προέδρου Πούτιν. Παράλληλα, θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει και κινήσεις «καλής θέλησης» όπως για παράδειγμα η επιλογή να μην προχωρήσει σε ουσιαστικές κυρώσεις για τον αγωγό Nord Stream 2 από τη στιγμή που η Γερμανία έκανε σαφές ότι δεν θα εγκατέλειπε το σχέδιο. Αντίστοιχα, ως προς την Κίνα θα υπογραμμίσει τον κίνδυνο γενικά για τις δημοκρατίες από την αυξανόμενη απήχηση αυταρχικών κρατών.
Παράλληλα, θα εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι άλλες «δυτικές» δυνάμεις, όπως η Βρετανία ή η Αυστραλία έχουν ήδη ενστερνιστεί την τρέχουσα αμερικανική στρατηγική.
Ως προς το δεύτερο, τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα. Ειδικά οι Ευρωπαίοι δεν επιθυμούν ούτε κινεζικές επενδύσεις να χάσουν ούτε την όποια πρόσβαση έχουν κερδίσει στην κινεζική αγορά. Η Κίνα έχει επενδύσει ιδιαίτερα στις σχέσεις με χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Η υποστήριξή του Μπάιντεν σε «πράσινες πολιτικές» τον κάνει πιο συμπαθή αλλά δεν αντισταθμίζει το οικονομικό κόστος, ιδίως όταν η κινεζική ρητορική παραμένει υπέρ της δυνατότητας οικονομικών σχέσεων που να είναι win win. Σε αυτό θα προσπαθήσει να απαντήσει με το σχέδιο για μια «Καθαρή Πράσινη Πρωτοβουλία» (Clean Green Alternative) που υποτίθεται ότι θα είναι η απάντηση στη στρατηγική «Μία ζώνη – ένας δρόμος» και μάλιστα με όρους βιώσιμης ανάπτυξης για τον αναπτυσσόμενο κόσμο, κάτι που θα προσπαθήσει να απαντήσει και στην αδυναμία των G7 να δείξουν ότι μπορούν να ηγηθούν της αναμέτρησης με τα παγκόσμια προβλήματα. Όμως, δύσκολα θα μπορέσει να πείσει ιδίως τους ευρωπαίους για μια τόσο συνολική οικονομική ρήξη με την Κίνα όπως αυτή που θα ήθελαν οι ΗΠΑ.
Οι δυσκολίες της «Δύσης»
Όλα αυτά επαναφέρουν ένα άλλο σημαντικό ερώτημα. Ποια είναι τα όρια της «Δύσης» σήμερα; Το ίδιο το γεγονός ότι σήμερα οι χώρες του G7 εκπροσωπούν μόλις το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ και λίγο πάνω από το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού, αποτυπώνει το πόσο έχουν μετατοπιστεί οι δημογραφικές αλλά και οικονομικές δυναμικές. Η αποτυχία συντονισμού στην πανδημία αλλά επί της ουσίας και στην κλιματική αλλαγή ή στην αναμέτρηση με τις κοινωνικές ανισότητες είναι μια άλλη πλευρά που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Ούτε κανείς μπορεί να προσπεράσει το γεγονός ότι η επίκληση της «δημοκρατίας» δεν αναιρεί τα υπαρκτά σημάδια κρίσης και των δυτικών δημοκρατιών, με την 6η Ιανουαρίου του 2021 να υπενθυμίζει διαρκώς ότι ο Μπάιντεν εκπροσωπεί μια υπερδύναμη με ανοιχτές πληγές. Ο Τζο Μπάιντεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα πάει να δει τον Πούτιν εν μέρει εκπροσωπώντας ένα σύνολο «δυτικών δυνάμεων», αλλά η ανασυγκρότηση της «Δύσης» δεν θα πρέπει θα θεωρείται ούτε εύκολη ούτε δεδομένη.