Παρόλη την προσπάθεια να παρουσιαστεί ένα ιδιαίτερα θετικό κλίμα για τη συνάντηση των G7 στην Κορνουάλη, ιδίως από τη στιγμή που απουσιάζει προς ανακούφιση των παρευρισκομένων ο Ντόναλντ Τραμπ, εντούτοις είναι καλό να θυμόμαστε ότι ο συγκεκριμένος άτυπος θεσμός είναι στην πραγματικότητα δημιούργημα μιας εποχής κρίσης.
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1975 λίγο μετά το πρώτο πετρελαϊκό σοκ (αλλά και λίγο μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από το σύστημα των συμφωνιών του Bretton-Woods), μια εποχή όπου το διάχυτο αίσθημα κρίσης καθώς τελείωναν τα διαβόητα «30 λαμπρά μεταπολεμικά έτη» αποτυπωνόταν ακόμη και στο μπαράζ ταινιών καταστροφής και τρόμου της εποχής, που ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν και ο Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ πήραν την πρωτοβουλία για μια συνάντηση των έξι μεγαλυτέρων οικονομιών του πλανήτη στο Κάστρο του Ραμπουϊγέ. Ένα χρόνο μετά θα προστεθεί και ο Καναδάς και έτσι θα έχουμε το σχήμα G7, που το 1998 θα γίνει G8 με την προσθήκη της Ρωσίας πριν ξαναγίνει G7 μετά τα γεγονότα της Κριμαίας.
Στα 46 χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη συνάντηση πολλά άλλαξαν και κυρίως η σχετική βαρύτητα των χωρών αυτών. Τότε εκπροσωπούσαν όντως το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου ΑΕΠ και τον κορμό των καπιταλιστικών οικονομιών. Σήμερα, εκπροσωπούν ένα μικρότερο μέρος του παγκόσμιου ΑΕΠ και πρέπει να πάμε σε συναντήσεις όπως αυτές των G20 για να δούμε πραγματικά όλες τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη.
Όμως, ακόμη και έτσι η ομάδα των G7, που φαινομενικά εκπροσωπεί τις μεγάλες μεταπολεμικές συμμαχίες των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών με τις οποίες συγκρούστηκαν στον Β΄ ΠΠ τις εντάξουν στο δικό τους κύκλο συμμαχιών, αντιπροσωπεύει μια ορισμένη εκδοχή «δυτικού» καπιταλισμού, ή τον πυρήνα των μεγάλων οικονομιών που στηρίζονται στο συνδυασμό ανάμεσα στην οικονομία της αγοράς και το πλαίσιο της «φιλελεύθερης δημοκρατίας».
Ωστόσο, σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό αυτού του είδους η συμμαχία στην καλείται να αναμετρηθεί με ιδιαίτερα σημαντικά ερωτήματα. Κάποια από αυτά αφορούν το πώς βλέπει το διεθνές περιβάλλον και το σε ποιο βαθμό θα συστρατευτούν όλες οι χώρες στην νέα εντονότερη «στρατηγική αντιπαλότητα» με την Κίνα αλλά και τη Ρωσία που προκρίνουν ιδίως οι ΗΠΑ. Κάποια άλλα, όμως, παραπέμπουν περισσότερο στην αναμέτρηση με έναν κόσμο όπου οι υπαρκτές ανισότητες καθιστούν λιγότερο αυτονόητη την επίκληση της πρωτοκαθεδρίας της αγοράς, ιδίως μετά την τραυματική εμπειρία της πανδημίας.
Η «συναίνεση της Κορνουάλης»;
Όπως παρατήρησε η Gillian Tett των Financial Times, μια ενδιαφέρουσα πλευρά του φετινού G7 είναι η απόπειρα να αποτυπωθεί έστω και συμβολικά μια απομάκρυνση από τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον». Με αυτόν τον τρόπο είχε διατυπωθεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ένα πλέγμα πολιτικών, που έκτοτε απέκτησαν χαρακτήρα ιδιότυπης «ορθοδοξίας» και κωδικοποιούσαν αυτό που από ένα σημείο και μετά ονομάσαμε «νεοφιλελευθερισμό», από τη μείωση της φορολογίας και τις ιδιωτικοποιήσεις έως την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου.
Τώρα, στο πλαίσιο των G7 ανάμεσα στα προπαρασκευαστικά υλικά κυκλοφόρησε και ένα κείμενο με τον φιλόδοξο τίτλο «Η συναίνεση της Κορνουάλης». Το κείμενο δεν αποτελεί δεσμευτική πρόταση και έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα, ενώ γράφτηκε από μια πανεπιστημιακούς και σχεδιαστές πολιτικής από τις χώρες που συμμετέχουν στη συνάντηση.
Το σύντομο κείμενο προτείνει ως νέο πλαίσιο συναίνεσης τις ακόλουθες αρχές: την αλληλεγγύη μέσα από μια μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης για το κοινό συμφέρον και την προσπάθεια πιο συλλογικές απαντήσεις στις οικονομικές κρίσεις. Την καλύτερη διαχείριση των αναδυόμενων οικονομικών, περιβαλλοντικών ή γεωπολιτικών κινδύνων. Την βιώσιμη και με συγκεκριμένη στοχοθεσία προσφορά, μέσα από τη διαμόρφωση πιο ανθεκτικών συστημάτων αγοράς. Την καλύτερη διακυβέρνηση μέσα από την προώθηση κοινών παγκόσμιων προτύπων, κανόνων και κανόνων για μια νέα οικονομία που συμμορφώνεται με τις αξίες μας, προωθεί τη βιωσιμότητα, και σέβεται τα πρότυπα για την εργασία. Τη συμπερίληψη μέσα από την επένδυση στην βιώσιμη ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπερίληψης, σε συνδυασμό με πολιτικές που αντιμετωπίζουν τις ανισότητας και ενισχύουν υποεκπροσωπούμενες ομάδες όπως οι γυναίκες και οι μειονότητες.
Αυτό μεταφράστηκε και σε μια σειρά από συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής για την «οικονομική ανθεκτικότητα», που περιλαμβάνουν: την προετοιμασία για τις επόμενες πανδημίες σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της απάντησης στην πανδημία μέσα από την ενίσχυση της παραγωγής εμβολίων και την ακόμη μεγαλύτερη στήριξη στο πρόγραμμα COVAX. Την αναμέτρηση με την πρόκληση της κλιματικής αλλαγής μέσα από τη δημιουργία ενός οργανισμού ανάλογου με το CERN για την κλιματική τεχνολογία και τη διαμόρφωση και εγγύηση κατάλληλων χρηματοοικονομικών εργαλείων για την χρηματοδότηση των ζητημάτων πράσινης μετάβασης, σε συνδυασμό με συντονισμένες πολιτικές για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Την ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων, ιδίως εκείνων που αφορούν παγκόσμια δημόσια αγαθά, συμπεριλαμβανομένων και συστημάτων που θα προσπαθήσουν να περιορίσουν την υπέρμετρη κινητικότητα σε τιμές κρίσιμων αγαθών. Τον κλείσιμο της ψαλίδας σε σχέση με την ψηφιακή διακυβέρνηση, ενισχύοντας τη συνεργασία σε αυτό τον τομέα αλλά και σε σχέση με την αντιμετώπιση της κυβερνοτρομοκρατίας. Την αντιμετώπιση του των προβλημάτων στις αγορές που είναι κρίσιμες για τη στρατηγική των μηδενικών ρύπων και της τεχνολογικής επανάστασης. Την έμφαση στην ανάκαμψη με βάση τις επενδύσεις ώστε να επανέλθει η εμπιστοσύνη στις ανοιχτές παγκόσμιες αγορές. Τη ριζική αναμόρφωση του πολυμερούς εμπορικού συστήματος συμπεριλαμβανομένης μιας ριζικής μεταρρύθμισης του ΠΟΕ. Την υποστήριξη ισχυρότερων προτύπων για την εργασία και μιας πιο συμπεριληπτικής συμμετοχής των εργαζομένων στην αγορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης των συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και της μεγαλύτερης παρουσίας των αντίστοιχων εκπροσωπήσεων στην προετοιμασία των επόμενων συναντήσεων των G7.
Προφανώς και όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό αποτελούν ρητορικούς τρόπους ή ακόμη και ευχολόγια και ούτως ή άλλως οι συναντήσεις των G7 δεν σχεδιάστηκαν κατεξοχήν με ορίζοντα τις προγραμματικές δεσμευτικές αποφάσεις. Ακόμη, όμως, και στη γενικολογία τους τα κείμενα αυτά εργασίας αποτυπώνουν την αναγνώριση ότι χρειάζεται μια διαφορετική συμπύκνωση της κοινής «δυτικής» οικονομικής πολιτικής σε μια εποχή μεταβατική απέναντι στην οποία μια προηγούμενη «ορθοδοξία» έχει προ πολλού φανεί ότι ήταν ανεπαρκής.
Μια έστω και δειλή επιστροφή της πολιτικής
Προφανώς ορισμένα από τα παραπάνω έχουν να κάνουν και με τη μετάβαση σε ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, ιδίως σε σχέση με την Κίνα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν πίεσε ιδιαίτερα για να συμφωνήσουν οι G7 στην αμερικανική πρόταση για το σχέδιο Build Back Better World (B3W) που ουσιαστικά φιλοδοξεί να είναι η δυτική απάντηση στην στρατηγική «Μία ζώνη – ένας δρόμος » της Κίνας. Όμως, ακόμη και αυτό το σχέδιο αναγκάζεται να επικαλεστεί το έλλειμμα υποδομών 40 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις αναπτυσσόμενες χώρες για να προωθηθεί.
Όλα αυτά αποτυπώνουν μια έστω και δειλή επιστροφή της παραδοχής ότι τα ζητήματα είναι κατά βάση πολιτικά και δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται απλώς ως προέκταση των δυναμικών της αγοράς. Σηματοδοτούν επίσης μια επιλογή να μην αντιμετωπίζονται οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις ως σχεδόν «αυτόνομες οντότητες» που μπορούν π.χ. να ξεγλιστρούν από τη φορολογία ή να αποφεύγουν ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Το παράδειγμα της κοινής θέσης των G7 για τη φορολογία των πολυεθνικών επιχειρήσεων παραπέμπει ως έναν βαθμό σε αυτή την κατεύθυνση, ακόμη και εάν δεν πρόκειται άμεσα να φέρει ιδιαίτερα μεγάλα έσοδα.
Πάνω από όλα αυτό που καταγράφεται είναι μια επίγνωση για τα όρια των πολιτικών λιτότητας που συνέχισαν να αποτελούν τον κανόνα ακόμη και μετά την πραγματική αποτυχία της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» στην προηγούμενη μεγάλη κρίση του 2008.
Αυτό φάνηκε στην Κορνουάλη μέσα από την επιμονή στα μεγάλα πακέτα τόνωσης των οικονομιών και την απόρριψη των προτάσεων για επιστροφή στη λιτότητα. Όπως χαρακτηριστικά υπογράμμισε ο οικοδεσπότης Μπόρις Τζόνσον, στην εισαγωγική του ομιλία: «Είναι ζωτικό να μην επαναλάβουμε τα λάθη της τελευταίας μεγάλης κρίσης, της τελευταίας μεγάλης οικονομικής ύφεσης του 2008, όταν η ανάκαμψη δεν ήταν ομοιόμορφη σε όλη την κοινωνία […]Αυτό που πήγε λάθος με την πανδημία, αυτό που κινδυνεύει να γίνει μια μόνιμη ουλή είναι οι ανισότητες που ενισχύθηκαν […] Μαζί, πιστεύω ότι υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργήσουμε πολλά, πολλά εκατομμύρια θέσεων εργασίας, με υψηλή ειδίκευση και υψηλούς μισθούς και πιστεύω ότι σε αυτό θέλουν οι λαοί των χωρών μας να επικεντρώσουμε».