Οι εσωκομματικές εκλογές είναι κάτι σαν γέννηση για ένα κόμμα – ακόμα και αν απλά ένας πρόεδρος επανεκλεγεί, η ατζέντα του πλέον είναι διαφορετική και έχει περάσει από την κρίση της βάσης. Παράλληλα, όμως, οι εσωκομματικές εκλογές καθορίζουν και τη σχέση με τους αντιπάλους, ειδικά την εποχή μετά την οικονομική κρίση του 2010 και το φαινομενικό «τέλος των ιδεολογιών».

Στην κεντροαριστερή περίπτωση, το Κίνημα Αλλαγής έχει να αντιμετωπίσει μια σχέση που το ενώνει και το χωρίζει με τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Λόγω του τρόπου που διαμοιράστηκε το 40% του ΠΑΣΟΚ στον πολιτικό χάρτη, βρέθηκε να μοιράζεται με την ΝΔ τον χώρο του «προοδευτικού Κέντρου» και με τον ΣΥΡΙΖΑ το αφήγημα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» – με άλλο, ωστόσο, περιεχόμενο.

 

Προοδευτικό Κέντρο

Η στροφή της ΝΔ προς το Κέντρο στην ουσία επηρεάζει το αποτύπωμα του Κινήματος Αλλαγής σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, που παραδοσιακά ψήφιζε ΠΑΣΟΚ αλλά είτε μετακόμισε στη ΝΔ γιατί ήθελε να διώξει τον ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα αμφιταλαντεύεται είτε «μετακόμισε» στο κυβερνών κόμμα υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, γιατί έχει πειστεί από τη μεταρρυθμιστική στροφή της ΝΔ υπό την ηγεσία του. Η διεκδίκηση των συγκεκριμένων ψηφοφόρων αποδείχτηκε πιο δύσκολη απ’ όσο περίμεναν τα κεντροαριστερά στελέχη. Οχι γιατί η κυβέρνηση δεν έχει κάνει ενέργειες που θα μπορούσαν να τους έχουν αποξενώσει, αλλά γιατί σ’ αυτή τη φάση δεν θεωρούν πως έχουν εναλλακτική επιλογή. Στον δρόμο προς τις εσωκομματικές κάλπες του φθινοπώρου, οι του προοδευτικού Κέντρου θα αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης για όλους τους υποψήφιους που ψάχνουν τον κατάλληλο τρόπο ώστε να επιστρέψουν στο κόμμα.

Αυτή η κοινή μήτρα, πάντως, είναι ίσως ο μεγαλύτερος γρίφος για το ΚΙΝΑΛ, αλλά ένας ακόμα και για τη ΝΔ – κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιες θα είναι οι αντιδράσεις τους, λίγους μήνες από σήμερα. Πολλοί εξ αυτών, αν ερωτηθούν, θα απαντήσουν πως συμμετείχαν το 2017 στις ιδρυτικές εκλογές του κεντροαριστερού φορέα. Αρα η πιθανότητα η διαδικασία των εσωκομματικών να τους αναπτερώσει το ενδιαφέρον δεν αποκλείεται: έστω κι ένα μικρό μέρος αυτών των ψηφοφόρων να ξανακοιτάξει προς την πλευρά της αντιπολίτευσης, το ποσοστό του ΚΙΝΑΛ δεν θα είναι το ίδιο με το σημερινό. Το πρόβλημα έγκειται στην προσέγγιση, καθώς η αυτονομία του κόμματος «σκοράρει» ως ένα από τα πιο βασικά σημεία ανάμεσα στους σημερινούς ψηφοφόρους του Κινήματος Αλλαγής.

Με αυτήν την ανάλυση ερμηνεύουν τα κεντροαριστερά στελέχη την κυβερνητική επιλογή να αναδείξει το «προοδευτικό πρόσημο» της ΝΔ, σε μια περίοδο εκλογικά ουδέτερη, με περιθώριο εφαρμογής της πολιτικής της όσον αφορά και τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης.

Προοδευτική διακυβέρνηση

Με τον ΣΥΡΙΖΑ, ίσως η κατάσταση είναι περισσότερο ξεκάθαρη. Από τότε που το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα άρχισε να ανεβαίνει σε ποσοστά και επιρροή, ήταν παραπάνω από εμφανές ότι τα ποσοστά του ήταν αντιστρόφως ανάλογα με τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ – υπήρχε, επομένως, μια ξεκάθαρη εισροή ψηφοφόρων, οι οποίοι είτε μένουν αθεράπευτα πιστοί στη νέα τους επιλογή είτε ανήκουν σήμερα στους αναποφάσιστους. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις λένε πως επιστροφή ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ στο ΚΙΝΑΛ υπάρχει, ωστόσο δεν είναι αρκετά μεγάλη ώστε να αλλάξει τους συσχετισμούς στο πεδίο της αντιπολίτευσης.

Οσον αφορά τις επιθέσεις φιλίας από μεριάς του ΣΥΡΙΖΑ, στη Χαριλάου Τρικούπη εκτιμούν πως δεν γίνονται επειδή στην Κουμουνδούρου πιστεύουν πραγματικά πως έχουν πιθανότητες συνεργασίας, αλλά για να συγκρατήσουν τους ψηφοφόρους τους που πιστεύουν στην Προοδευτική Συμμαχία και βλέπουν πως όλο αυτό το διάστημα καμία κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση δεν έχει γίνει. Παράλληλα, γνωρίζουν πως κανένας υποψήφιος πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ δεν θα κατέβει να διεκδικήσει την ηγεσία παίζοντας το χαρτί της συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί το αντι-ΣΥΡΙΖΑ αίσθημα της κεντροαριστερής βάσης είναι ιδιαίτερα έντονο, οι θιασώτες της συνεργασίας δεν φτάνουν ούτε το διψήφιο ποσοστό και η αίσθηση ότι έρχονται νέες μεταγραφές δεν βελτιώνει, αλλά μάλλον ενισχύει την υπάρχουσα κατάσταση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, επομένως, επηρεάζεται, έστω και εμμέσως, από την προεκλογική διαδικασία του ΚΙΝΑΛ. Με αυτό στο μυαλό τους, στο Κίνημα Αλλαγής επιλέγουν να μην ασχολούνται μαζί του για την ώρα. Κι αυτό γιατί η κακή σχέση της βάσης με την αξιωματική αντιπολίτευση θα φέρει τις σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ στο τραπέζι της προεκλογικής συζήτησης το φθινόπωρο, όταν οι υποψήφιοι θα κληθούν να απαντήσουν αν θα στήριζαν τον σχηματισμό μιας προοδευτικής κυβέρνησης χωρίς τη ΝΔ, εφόσον βγει πρώτο κόμμα και, ενδεχομένως, χωρίς πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα.

Παρεµβάσεις εκ του πονηρού

Η προειδοποίηση της Φώφης Γεννηματά, πάντως, για πιθανή απόπειρα παρεμβάσεων το επόμενο διάστημα τόσο από τη ΝΔ όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ στα εσωκομματικά του Κινήματος Αλλαγής δείχνει πως το επόμενο διάστημα η στάση της θα σκληρύνει, τόσο απέναντι στη μία όσο και στην άλλη πλευρά, με το βλέμμα και στις εσωκομματικές κάλπες που έρχονται.

Η δημόσια παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα δημιούργησε μια εικόνα που δεν θεωρήθηκε μόνο απρεπής, αλλά και σχεδόν κακόβουλη. Από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΝΔ μπορεί να μην έχει προβεί σε τόσο εξόφθαλμη ενέργεια, ωστόσο η κυβέρνηση κατηγορείται από μια μερίδα του κόμματος πως κρύβεται πίσω από «στημένες δημοσκοπήσεις» που γίνονται με στόχο να ευνοηθεί ο υποψήφιος της αρεσκείας της. Παρόμοιες δηλώσεις με αυτήν της Φώφης Γεννηματά έκανε ο Νίκος Ανδρουλάκης, που τόνισε πως είναι προκλητικό «να εμπλέκονται στα εσωκομματικά άλλων πολιτικοί και οικονομικά συμφέροντα», αλλά και ο Ανδρέας Λοβέρδος, που επιχείρησε να αποκρούσει την κατηγορία του Αλέξη Τσίπρα πως στην ουσία ετοιμάζεται να φέρει το ΚΙΝΑΛ ένα βήμα πιο κοντά στη ΝΔ.

Κανείς μέχρι τώρα δεν έχει δείξει διάθεση να ξεπεράσει το ζήτημα της αυτονομίας για χάρη της κυβερνησιμότητας, παρότι υπάρχουν υποψήφιοι που το συνδέουν άμεσα με την αύξηση των ποσοστών. Η εκτίμηση όμως που κυριαρχεί στη Χαριλάου Τρικούπη είναι πως όσο οι παρεμβάσεις αποκρούονται, θα αυξάνονται.