Σε ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» αποφορτισμένο από κομματικά στεγανά αλλά που θα υπογραμμίζει ευρύτερα τις διαφορές νοοτροπίας με την αξιωματική αντιπολίτευση προσβλέπει ο Πρωθυπουργός, χτίζοντας το πολιτικό αφήγημά του για τη μετά Covid εποχή. Μετά τη «συμφωνία αλήθειας» που είχε προτάξει στους πολίτες ως αρχηγός της ΝΔ, μιλώντας τότε για αναγκαιότητα, όχι για πολιτική τακτική, και έπειτα από τη «συμφωνία προόδου» που ανέδειξε στους πρώτους μήνες διακυβέρνησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προετοιμάζει τα διακυβεύματα των επόμενων 22 μηνών – δηλαδή περίπου μέχρι την άνοιξη του 2023, διάστημα έπειτα το οποίο θα αναμένεται η προκήρυξη εκλογών, εφόσον δεν αιφνιδιάσει με πρόωρες κάλπες -, με το βλέμμα (και) σε μία νέα θητεία.
Οι αυξανόμενες παρεμβάσεις του Πρωθυπουργού σε αυτή την πρώτη περίοδο επιστροφής στην κανονικότητα μαρτυρούν μια εντατική προσπάθεια να διαμορφώσει νέο πολιτικό περιβάλλον με ανατροπή «ταμπού» – κατά τον ίδιο – και αντιλήψεων του παρελθόντος, ενόσω και ο Αλέξης Τσίπρας και η Φώφη Γεννηματά αρχίσουν να εντάσσουν στη δική τους ρητορική την ανάγκη για «κοινωνική συμφωνία» – με ΣΥΡΙΖΑ και Κίνημα Αλλαγής αντίστοιχα. Οσο και αν η κυβέρνηση επιταχύνει μεταρρυθμίσεις, που προμηνύουν και ιδεολογικές μάχες (εργασιακό, ασφαλιστικό κ.ά.), ο Μητσοτάκης εμφανώς μετατοπίζει το βάρος σε κεφάλαια που ο ίδιος θέλει να τοποθετεί εκτός αυστηρής ιδεολογικής γραμμής (πράσινη ανάπτυξη, ψηφιακή μετάβαση κ.ά.).
Εξού και στην πρωθυπουργική φρασεολογία εμφανίζονται οι λέξεις «εθνική συμφωνία». Είναι ενδεικτικές οι τελευταίες τοποθετήσεις του στη Βουλή ότι η υπέρβαση της πανδημικής κρίσης «γίνεται η αφετηρία μεγάλων αλλαγών της επόμενης διετίας αλλά με ορίζοντα δεκαετίας» και ότι «οι προκλήσεις του μέλλοντος δεν αντέχουν τις αντεγκλήσεις του παρελθόντος». Ενόψει πλέον τριών σταθμών εντός του 2021 – συμπλήρωση δύο ετών διακυβέρνησης τον Ιούλιο, ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο και συνέδριο της ΝΔ τον Δεκέμβριο – και με την πεποίθηση ότι η κυβέρνηση έχει αντοχή «και μία αναγνώριση που υπερβαίνει τα κομματικά όρια», ο Πρωθυπουργός θέλει να εμπεδώσει το συντομότερο στους πολίτες την εικόνα της πορείας προς τα εμπρός «απέναντι στην ακινησία ΣΥΡΙΖΑ και τις φωνές μιζέριας», όπως επιμένουν κυβερνητικά στελέχη για την Κουμουνδούρου. Στο πλαίσιο αυτό κυριαρχούν μέχρι στιγμής πέντε άξονες στην επιδιωκόμενη «συμφωνία» Μητσοτάκη, που προφανώς θα αποτυπωθεί με σαφήνεια σε τρεις μήνες, μετά την άνοδό του στη Θεσσαλονίκη για την επίσημη πολιτική εκκίνηση.
«”Ελλάδα 2.0″ για όλους τους πολίτες»
«Είναι μεγάλο για να χωρέσει σε ένα κόμμα, δεν μετριέται με κυβερνητικές θητείες…» έχει πει ο Πρωθυπουργός για την εμβέλεια του Ταμείου Ανάκαμψης, «μετριέται με δεκαετίες». Είναι προφανές ότι η ευκαιρία του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», μαζί με τις πολιτικές και επιχειρησιακές απαιτήσεις που το συνοδεύουν στο πεδίο πλέον της εφαρμογής, αποτελεί το πιο καθοριστικό βήμα στην προσπάθεια του Μαξίμου να ενισχύει τις προσδοκίες αλλαγής σελίδας μετά την υγειονομική κρίση. Ηδη πέφτει βάρος στην επικοινωνιακή διαχείριση με προβολή έργων και με την αγωνία να ξεκλειδώσουν γρήγορα οι πρώτες μεταρρυθμίσεις και προγράμματα ώστε να στηρίξουν στους επόμενους κιόλας μήνες το πρωθυπουργικό αφήγημα ότι «δημιουργείται νέα καθημερινότητα για όλους τους πολίτες». Η κυβέρνηση περιμένει περίπου 7 δισ. ευρώ σε δύο φάσεις (καλοκαιρινή προκαταβολή και έπειτα δόση) μέσα στο 2021 και εκτός των άλλων θέλει να καταρρίψει τις κατηγορίες ΣΥΡΙΖΑ ότι πρόκειται για «σχέδιο που αφορά τους λίγους». Στοχευμένα άλλωστε έχει μιλήσει εξαρχής για ρήξη «με κατεστημένες αντιλήψεις και με συμφέροντα τα οποία καθηλώνουν την οικονομία», επενδύοντας στο ακροατήριο που το Μαξίμου θεωρεί ότι περιμένει από την κυβέρνηση της ΝΔ ένα κύμα μεγάλων αλλαγών. Το στοίχημα είναι πλέον να μη διαψευστούν οι προσδοκίες και ο οδικός χάρτης έργων, επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων στους πυλώνες της ψηφιακής μετάβασης, της επιχειρηματικότητας, της πράσινης ατζέντας, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής (δράσεις για την Υγεία, την Παιδεία κ.ο.κ.) να τρέξει με τον μέγιστο ρυθμό απορροφητικότητας, χωρίς προσκόμματα και γραφειοκρατία που θα απειλούσαν με οριστική απώλεια τα ευρωκεφάλαια.
Σε πρώτο πλάνο οι «καινοτομίες»
Μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης και όχι μόνο προωθεί η κυβέρνηση σειρά δράσεων για την ψηφιακή μετάβαση και τις πράσινες επενδύσεις, ένα δίπτυχο που ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρνει με ένταση σε πρώτο πλάνο. Συνολικά οι «καινοτομίες», όπως συζητούν ενδοκυβερνητικά για αυτά τα πεδία, αντιμετωπίζονται ως εργαλείο περαιτέρω διείσδυσης της κυβέρνησης σε ευρεία ακροατήρια, που δεν κινούνται απαραίτητα σε συγκεκριμένο πολιτικοϊδεολογικό πλαίσιο. «Δεν είναι σύνθημα και λόγια, αλλά σχέδιο και πράξεις» έγραψε προ ημερών για την προστασία του περιβάλλοντος ο Πρωθυπουργός ενώ έχει δηλώσει ότι δεν θεωρεί την πράσινη μετάβαση «ιδεολογική εκ φύσεως». Και πιο πρόσφατα μιλώντας σε κομματική συνεδρίαση για τις επόμενες «σημαντικές προκλήσεις» χάραξε τον στόχο η ΝΔ να είναι πρωταγωνίστρια και στην πράσινη ανάπτυξη – από το στοίχημα της απολιγνιτοποίησης με αναπτυξιακό σχέδιο μέχρι τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – και στην ψηφιακή μετάβαση, η οποία κατά τον ίδιο «αναγνωρίζεται και από πολλούς συμπολίτες μας οι οποίοι δεν μας ψήφισαν στις εκλογές». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιμείνει να προβάλλει αυτά τα δύο πεδία στα μάτια των πολιτών με στόχο αφενός να μην αφήνει «χώρο» στον ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου να γίνεται εμφανής η κεντρώα προσέγγισή του.
«Ζητήματα» εκτός πολιτικής επικαιρότητας
Στην ίδια κατεύθυνση το Μαξίμου επιδιώκει να φέρνει στον δημόσιο διάλογο πρωτοβουλίες για τα λεγόμενα κοινωνικά ζητήματα (πιο πρόσφατο παράδειγμα το νομοσχέδιο για τα ζώα συντροφιάς) που κατά την πρωθυπουργική πεποίθηση μπορεί να κινητοποιούν «πολύ περισσότερες δυνάμεις ενεργές μέσα στην οικονομία» από τα θέματα της πολιτικής επικαιρότητας. Με ανοιχτή – και ακόμα δύσκολη – πρόκληση την προσέγγιση της νεολαίας, που έχει εξελιχθεί σε προσωπικό στοίχημα του Πρωθυπουργού, με την κυβέρνηση να επιδιώκει ουσιαστικά να συγκροτήσει «εθνική στρατηγική», ο Μητσοτάκης κρατά ψηλά στην ατζέντα τη στροφή συνολικά στην καθημερινότητα. Η δέσμευση για «λύσεις στα προβλήματα» του πολίτη και η έμφαση στο κοινωνικό αποτύπωμα κάθε κυβερνητικής πρωτοβουλίας επιστρέφουν καθώς επανέρχεται η κανονικότητα.
Η πολιτική των φοροαπαλλαγών
Επιστρέφουν επιπλέον σταδιακά και οι κυβερνητικές δεσμεύσεις για προσήλωση στην πολιτική των φοροαπαλλαγών, όσο κι αν η κυβέρνηση κοιτάζει προς το παρόν με επιφύλαξη τη μία προς τη μεσαία τάξη και την άλλη προς… τη δημοσιονομική εικόνα της χώρας. Κυβερνητικοί παράγοντες εκτιμούν ότι ο κόσμος της αγοράς και της εργασίας αναγνωρίζει τη στήριξη (με έκτακτα μέτρα) κατά τους μήνες της πανδημίας, ωστόσο δεν θέλουν να κατηγορηθούν ότι γυρίζουν την πλάτη ιδίως στη μεσαία τάξη μετά την αποσωλήνωση της οικονομίας, εξού και αναζητείται χώρος για νέες μειώσεις φόρων εντός του 2022. Είναι χαρακτηριστικό το «παράθυρο» που άνοιξε ο Πρωθυπουργός σε συνομιλία του με επιχειρηματία στην Αστυπάλαια την περασμένη εβδομάδα για τον ΦΠΑ στα νησιά. Μετά τις αναφορές του στις μειώσεις που έχουν γίνει στον φόρο εισοδήματος, ο Μητσοτάκης προσδιόρισε τον ΦΠΑ ως «επόμενο βήμα όταν με το καλό ισορροπήσουν πλήρως τα δημόσια οικονομικά μας».
«Περισσότερες δουλειές, στήριξη της επιχειρηματικότητας»
Το προεκλογικό μότο του Κυριάκου Μητσοτάκη για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, δημιουργία θέσεων εργασίας και διευκόλυνση συνολικά της επιχειρηματικότητας παραμένει, σύμφωνα με τους στενούς συνεργάτες του, στον πυρήνα του κυβερνητικού σχεδιασμού. Ειδικά προγράμματα (επιχορηγήσεις ύψους 1,5 δισ. ευρώ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κατάρτιση εργαζομένων, βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος κ.ά.) επιχειρείται να προωθηθούν στους επόμενους μήνες είτε μέσα από το «Ελλάδα 2.0» είτε από νομοθετικές πρωτοβουλίες. Οι ίδιες πηγές παρέπεμπαν και στις αναφορές του Πρωθυπουργού ενώπιον των ευρωπαίων ομολόγων του για τα «διαφορετικά χαρακτηριστικά» που θα πρέπει να έχει η ανάκαμψη μετά την υγειονομική κρίση. Δηλαδή, «περισσότερες δουλειές, καλύτερες συνθήκες εργασίας, καταπολέμηση ανισοτήτων και διακρίσεων».