Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ξεκίνησε την Τετάρτη το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό. Επειτα από τους πρώτους πέντε μήνες της θητείας του που ασχολήθηκε με τα εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ και την πανδημία, ο Μπάιντεν επέλεξε να κάνει το πρώτο ταξίδι του στην Ευρώπη όπου θα προσπαθήσει να «αποκαταστήσει» την ηγεμονία των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή.
Εφθασε στην Κορνουάλη της Βρετανίας, όπου διεξήχθη η σύνοδος του G7 και κατόπιν θα μεταβεί στις Βρυξέλλες για τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ και συναντήσεις με την πλειοψηφία των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ολα αυτά θα προηγηθούν μιας – όπως όλα δείχνουν – τεταμένης συνάντησης με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν στη Γενεύη, στις 16 Ιουνίου.
Σε άρθρο του στην Washington Post αναφερόμενος στο ταξίδι του, ο Μπάιντεν γράφει πως το καθοριστικό ερώτημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους δημοκρατικούς συμμάχους τους είναι: «Μπορούν οι δημοκρατικές χώρες να ενωθούν και να αποδειχθούν αποτελεσματικές στα μάτια των λαών μας, σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτητα; Θα μπορέσουν οι δημοκρατικές συμμαχίες και οι θεσμοί που όρισαν σε μεγάλο βαθμό τον προηγούμενο αιώνα, να δείξουν τη δύναμή τους απέναντι σε σύγχρονες απειλές και αντιπάλους;». Σε γενικές γραμμές, ο αμερικανός πρόεδρος περιγράφει ως στόχο την ανασυγκρότηση της Δύσης ως στρατηγικού μπλοκ, γύρω από τις αξίες της δημοκρατίας. Και πιο ειδικά την εξασφάλιση της συνοχής των ευρωπαίων συμμάχων πριν από την πρώτη, κρίσιμη συνάντησή του με τον Πούτιν. Θα μπορέσουν, αναρωτιέται, «να αποδείξουν τις ικανότητές τους απέναντι σε σύγχρονες απειλές και αντιπάλους;», στους οποίους προφανώς συμπεριλαμβάνει την Κίνα και τη Ρωσία αλλά ίσως και κάποιες εθνικιστικές ανελεύθερες δυνάμεις που κερδίζουν έδαφος σε πολλές δυτικές κοινωνίες.
«Καθώς η οικονομική ανάκαμψη της Αμερικής βοηθά να προωθηθεί η παγκόσμια οικονομία θα είμαστε πιο ισχυροί και πιο ικανοί όταν περιτριγυριζόμαστε από έθνη που μοιράζονται τις αξίες μας και το όραμά μας για το μέλλον – από άλλες δημοκρατίες» έγραψε ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Τουλάχιστον, αυτή η είναι η επιθυμία του, σχολιάζει η Washington Post. Γιατί δεν είναι ξεκάθαρο εάν πολλές χώρες στην Ευρώπη θα ευθυγραμμιστούν απολύτως με όλα αυτά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι ευρωπαίοι εταίροι του Μπάιντεν χαίρονται για τη σημαντική αλλαγή στη ρητορική μεταξύ της νέας κυβέρνησης και εκείνης του Ντόναλντ Τραμπ, που χαρακτήρισε παλιούς συμμάχους ως απειλές στην εθνική ασφάλεια, αμφισβήτησε τη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ, απέρριψε τις επιστημονικές απόψεις σχετικά με το φαινόμενο του θερμοκηπίου και χαριεντίστηκε με μια σειρά αυταρχικούς ηγέτες.
Ομως στοιχεία του εμπορικού πολέμου που είχε ξεκινήσει ο Τραμπ ισχύουν ακόμα, ενώ η Ουάσιγκτον διατηρεί τους περιορισμούς λόγω Covid-19 για τους ευρωπαίους πολίτες που ταξιδεύουν στις ΗΠΑ παρότι η Γηραιά Ηπειρος έχει ανοίξει σε στρατιές ενθουσιωδών αμερικανών τουριστών. Οι ειδικοί θεωρούν το γεγονός ότι ο Μπάιντεν ακόμα δεν έχει διορίσει πρεσβευτές ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως σημάδι απροσεξίας από την Ουάσιγκτον. Ευρωπαίοι σχολιαστές αναγνωρίζουν πως, ασχέτως των άρθρων και των λογυδρίων, οι ΗΠΑ του Μπάιντεν όλο και περισσότερο βλέπουν την Ευρώπη ως τον μικρό εταίρο στην εντεινόμενη σύγκρουση με την Κίνα.
«Πέραν της διπλωματικής προσοχής, οι πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν δείχνουν πως δεν πιστεύει ότι η Ευρώπη θα παίξει ουσιώδη ρόλο σε αυτή τη νέα γεωπολιτική πάλη» γράφει ο Τζέρεμι Σαπίρο στο Politico. «Η αισιόδοξη άποψη είναι ότι ο Μπάιντεν ξεκινά μια νέα σχέση, επιδεικνύοντας πίστη στις Βρυξέλλες και το ΝΑΤΟ, λέγοντας τις σωστές φράσεις και εγκαινιάζοντας τη στρατηγική διαδικασία» αναβάθμισης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας για τον 21ο αιώνα, σημειώνει η Χάνα Πουλιερίν, διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων στους New York Times. «Ομως ο Μπάιντεν θέλει να δει απτά αποτελέσματα. Δεν πρόκειται για αγάπη άνευ όρων, αλλά περί φίλων με κάποια οφέλη».
Υπάρχουν και άλλα σημάδια ευρωπαϊκού ρεαλισμού. Πρόσφατη έρευνα του German Marshall Fund βρήκε περιορισμένη την εμπιστοσύνη των Eυρωπαίων προς την Ουάσιγκτον. Στην Γαλλία και τη Γερμανία, μόλις οι μισοί πολίτες θεωρούν τις ΗΠΑ «αξιόπιστο εταίρο». Αυτό ίσως σημαίνει πως ότι το πλήγμα στο γόητρο των ΗΠΑ λόγω Τραμπ παραμένει. Και με δεδομένη την αντοχή που επιδεικνύει το κίνημα του οπαδών του πρώην προέδρου, δεν είναι λίγοι οι ευρωπαίοι αναλυτές που ανησυχούν ότι η θητεία Μπάιντεν θα αποτελέσει απλώς ένα «ιντερμέτζο» μεταξύ λαϊκιστών, εθνικιστών προέδρων, σημειώνει ο Στίβεν Ερλάνγκερ στους Times.
Το μήνυμα του Μακρόν
Με τη διάσκεψη της G7 στην Κορνουάλη, που ολοκληρώνεται σήμερα, συνεχίζεται η επίσκεψη του Τζο Μπάιντεν στην Ευρώπη. Οι συμμετέχοντες έχουν προαναγγείλει τη δωρεά ενός δισ. εμβολίων στις φτωχές χώρες, προκειμένου να ανακοπεί η επέλαση της πανδημίας. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα συναντηθεί αύριο Κυριακή με τη βασίλισσα Ελισάβετ, προτού αναχωρήσει για τις Βρυξέλλες.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η προσοχή επικεντρώθηκε στις δηλώσεις του Εμανουέλ Μακρόν. Ο πρόεδρος της Γαλλίας προχθές διεμήνυσε πως η ΕΕ δεν ταυτίζεται με τις ΗΠΑ στο θέμα της Κίνας, ενώ προειδοποίησε πως το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να αλλάξει τον προσανατολισμό του προς τον Ειρηνικό. «Η γραμμή την οποία υποστηρίζω για τη Γαλλία, ελπίζω δε και για την Ευρώπη, είναι να μη γινόμαστε υποχείριο της Κίνας, ούτε όμως να ευθυγραμμιζόμαστε με τις ΗΠΑ σε αυτό το μέτωπο», είπε χαρακτηριστικά.
Στο μεταξύ, «άφθαρτη», όπως επίσης «βαθιά και σημαντική» χαρακτήρισε τη σχέση της χώρας του με τις ΗΠΑ ο βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, ο πρώτος ηγέτης με τον οποίο συναντήθηκε ο Μπάιντεν. Από αμερικανικής πλευράς εκφράστηκε ανησυχία για θέματα που σχετίζονται με το Brexit, όπως για τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» για τη Βόρεια Ιρλανδία.