O Εμανουέλ Μακρόν το επανέλαβε αρκετές φορές στη διάρκεια της συνόδου των G7 στην Κορνουάλλη: «Η Ευρώπη πρέπει να ξέρει πώς να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της και να αναπτύξει τη στρατηγική αυτονομία της». Και λίγο αργότερα έκανε και πάλι λόγο για μια Ευρώπη «που χρειάζεται να φτιάξει το πλαίσιο της στρατηγικής της αυτονομίας, σε οικονομικά, βιομηχανικά και τεχνολογικά ζητήματα».
Οι περισσότεροι αρχηγοί χωρών του ΝΑΤΟ έδειχναν ανακουφισμένοι χθες που κάθισε απέναντί τους ο Τζο Μπάιντεν και όχι ο προκάτοχός του Ντόναλντ Τραμπ. Και στο κοινό ανακοινωθέν, με προτροπή των ΗΠΑ, συμφωνήθηκε πως η Κίνα αποτελεί πλέον απειλή για την ασφάλεια – η πρώτη φορά κατά την οποία το βορειοατλαντικό σύμφωνο που παραδοσιακά επικεντρωνόταν στη Ρωσία σημείωσε την ανάγκη να απαντήσει στην αυξανόμενη δύναμη του Πεκίνου. Ανώτατος αξιωματούχος του Λευκού Οίκου τόνισε πως το ΝΑΤΟ έχει ρόλο στην ανάπτυξη κοινών στρατιωτικών δυνατοτήτων ως απάντηση στην Κίνα «συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών» και της ανταλλαγής πληροφοριών. «Οι δηλωμένες φιλοδοξίες της Κίνας και η επιθετική συμπεριφορά της αποτελούν συστημικές προκλήσεις στη διεθνή τάξη και σε τομείς που άπτονται της ασφάλειας της συμμαχίας» αναφέρει το τελικό ανακοινωθέν σύμφωνα με το Ρόιτερς.
Τι φοβούνται
Πώς συνδυάζεται με τη στρατηγική αυτονομία που ευαγγελίζεται ο Μακρόν; «Σε αυτό η Γαλλία έχει τη στήριξη της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Ολλανδίας» παρατηρεί η Αλεξάντρα ντε Χουπ Σέφερ, διευθύντρια του γραφείου στο Παρίσι του German Marshall Fund. Αλλοι, όπως η Γερμανία ή η Πολωνία, φοβούνται ότι το ζήτημα της αυτονομίας θα περιπλέξει τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παραδόξως, γράφει η γαλλική εφημερίδα «Monde», ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ εκείνος που προκάλεσε στους ευρωπαίους σκέψεις για τις αδυναμίες τους, ιδιαίτερα στον τομέα της ασφάλειας. Η αντιπαράθεση με την ΕΕ και η πίεση από την κυβέρνηση Τραμπ για πιο ισόνομο «μοίρασμα ευθυνών» στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ οδήγησαν σε μια νέα συζήτηση για την ευρωπαϊκή άμυνα και αύξηση των στρατιωτικών δαπανών πολλών συμμάχων.
«Δεν είναι η έλλειψη δυνατοτήτων εκείνη που εμπόδισε την Ευρώπη από το να δράσει αυτόνομα μέχρι τώρα, αλλά ο τρόπος που επιλέγει να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες αυτές» παρατηρεί ο αρθρογράφος Ρίτσαρντ Γιανγκ που κάνει λόγο για έλλειψη πολιτικής βούλησης η οποία φάνηκε στον πόλεμο στη Συρία, στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία ή στη γενική αποτυχία της Αραβικής Ανοιξης. Και καταλήγει: Αρα, το αίτημα για αυτονομία μπορεί να αποτελεί τελικά μια λάθος διάγνωση.
Βραχυπρόθεσμα, η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες πρέπει να συμφωνήσουν πώς θα αντιμετωπίσουν την Κίνα, κάτι που δεν είναι τόσο δύσκολο, καθώς τα συμφέροντα και των δύο πλευρών απέναντι στο Πεκίνο συμβαδίζουν. Η Ευρώπη έχει ήδη υιοθετήσει αντι-ντάμπινγκ εργαλεία, έλεγχο επενδύσεων, αμοιβαιότητα σε συμβόλαια, στρατηγική για το 5G, με τα οποία συμφωνούν οι ΗΠΑ. Οσο για τις χώρες της ΕΕ, παρατηρεί η «Monde», που συμμετέχουν στον «Νέο Δρόμο του Μεταξιού», ο ενθουσιασμός έχει μειωθεί, με τον ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι ιδιαίτερα να τηρεί πλέον αποστάσεις και να υπερασπίζεται κι αυτός την αρχή μιας πιο αυτόνομης Ευρώπης.
Ασκήσεις ισορροπίας
Βέβαια η αυτονομία προϋποθέτει την εξισορρόπηση των σχέσεων και με τον άλλο μεγάλο εμπορικό εταίρο των 27: τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ομως η ΕΕ είναι διχασμένη σχετικά με αυτό. Οικονομίες όπως οι σκανδιναβικές, η Ιρλανδία και η Ολλανδία δεν θέλουν σύγκρουση με την Ουάσιγκτον. Οι Γερμανοί έχουν ανάμεικτα συναισθήματα. Η Πολωνία και η Ρουμανία είναι έτοιμες να υπερασπιστούν τις ΗΠΑ.
«Η Αμερική του Μπάιντεν είναι πιο έξυπνη από την Αμερική του Τραμπ. Ομως το σύνθημα βασικά παραμένει «Πρώτα η Αμερική» σχολιάζει ευρωπαϊκή πηγή. Η κυβέρνηση Μπάιντεν το επέδειξε απαγορεύοντας τις εξαγωγές εμβολίων έως ότου εμβολιαστεί ο αμερικανικός πληθυσμός και κατόπιν τάχθηκε υπέρ της άρσης για τις πατέντες, χωρίς να προειδοποιήσει πρώτα τους Ευρωπαίους.
Ο δρόμος της αυτονομίας δεν θα είναι εύκολος. Ο γάλλος βουλευτής Αρνό Ντανζέν εκφράζει τις αμφιβολίες του: «Η Ευρώπη θα έπρεπε να έχει αυτή τη φιλοδοξία, λόγω των εξαρτήσεών της, των αβέβαιων συμμαχιών γύρω από αυτές, των συγκρούσεων στην περιφέρειά της. Ομως πολλοί εντός, στην πραγματικότητα ελπίζουν σε επιστροφή στον προηγούμενο κόσμο και τους αρκεί η συμπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν».