Τα ξημερώματα της 11ης Μαΐου, σε μία σοφίτα στα Γλυκά Νερά, η καρδιά ενός 20χρονου κοριτσιού πασχίζει να κρατηθεί στη ζωή από τη βίαιη λαβή που της κόβει την αναπνοή, για να την κάνει να σωπάσει με κάθε τρόπο, για πάντα.
Ηταν μόνη της εκείνα τα δραματικά λεπτά, μόνη με το μωρό δίπλα της, 11 μηνών, όταν η πόρτα άνοιξε βίαια. Αστραπιαία το χέρι την άρπαξε, την έριξε στο πάτωμα. Ο άνθρωπος που είδε για τελευταία φορά μπροστά της η Καρολάιν, δεν της ήταν άγνωστος. Αυτό θα έμενε μυστικό στη σοφίτα. Ισως την ξένισε η έκφραση του προσώπου του όταν όρμηξε πάνω της. Οι παλμοί της καρδιάς της αρχίζουν να ανεβαίνουν.
Δες αυτό…
Λίγες εβδομάδες αργότερα, σε ειδικό αποστειρωμένο σακουλάκι που χρησιμεύει για να τοποθετούνται ευρήματα από φόνο, μέχρι να μεταφερθούν αναλλοίωτα στο εργαστήριο, ένας αστυνομικός τυλίγει το smart watch της νεκρής γυναίκας. Είναι ρολόι που συλλέγει βιομετρικά δεδομένα, όπως τους καρδιακούς παλμούς, την αρτηριακή πίεση, την απόσταση που διανύει ή τα βήματα που κάνει ο άνθρωπος που το φορά.
Το ρολόι αποθηκεύει δεδομένα αλλά μπορεί να τα στέλνει και στο κινητό τηλέφωνο του κατόχου του. Στην περίπτωση των Γλυκών Νερών ήταν σαν το μαύρο κουτί μιας τραγωδίας. Το κλάμα του μωρού που ένιωθε τη ζωτική σύνδεση με τη μητέρα του να διαρρηγνύεται βίαια και παντοτινά, δεν θα μπορούσε να περιγράψει τον δολοφόνο, θα μπορούσε να το κάνει ο σύζυγός της που είπε πως βρισκόταν αντίκρυ της δεμένος, και πραγματικά το έκανε, σκιαγράφησε έναν κουκουλοφόρο άντρα.
Ομως το ρολόι – μαύρο κουτί, εκείνα τα δραματικά δευτερόλεπτα, κατέγραφε τους παλμούς της καρδιάς της άτυχης κοπέλας, που ξεμάκραινε γοργά από τη ζωή, άναψε η προειδοποιητική ένδειξη με το σήμα της καρδιάς να αναβοσβήνει και μετά τέλος. Καμία ένδειξη.
Εκείνοι που ήξεραν
Η Καρολάιν πεθαίνει και ο θάνατός της καταγράφεται στο ρολόι, μοιάζει σαν διαθήκη που αφήνει πίσω της, ένα αναγνωριστικό σήμα για τον δολοφόνο, απλά και μόνο με την ώρα που πέθανε. Ο πόνος είναι αβάσταχτος για την οικογένεια της νεκρής, στο πένθος η Αλόννησσος, οι φίλοι, οι γνωστοί, όλη η χώρα ανάσταστη για τη βιαιότητα του θανάτου. Πείσμωσε η Αστυνομία, η ηγεσία της, συγκροτήθηκαν ομάδες δράσης να κάνουν τα πάντα φύλλο και φτερό, να βρουν ποια είναι η αδίστακτη συμμορία που μπήκε σαν φάντασμα μέσα στο σπίτι των Γλυκών Νερών, χωρίς να αφήσει εμφανή ίχνη, μία πατημασιά, ένα έστω αξιοποιήσιμο DNA.
Σε ένα κινητό τηλέφωνο, ένα πρόσωπο που είχε ιδιαίτερη σχέση με την Καρολάιν, ξανακοιτά τα μηνύματα που είχε λάβει από την άτυχη μητέρα. Της έλεγε πως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, πως ήθελε να φύγει από το σπίτι με το μωρό της. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν. Τίποτα δεν είχε τη χρυσόσκονη των προηγούμενων λίγων χρόνων.
Παραμύθι στη γυάλα
Λίγες μόλις ώρες από τη στιγμή που το φέρετρο με το σώμα της κοπέλας μεταφέρεται έξω από το σπίτι, εικόνες ενός ευτυχισμένου γάμου πλημμυρίζουν τις οθόνες των τηλεοράσεων και των κινητών τηλεφώνων, γεμίζοντας όλους με θλίψη για τη φρικτή κατάληξη της σχέσης δύο ανθρώπων και μίας οικογένειας που μαράθηκε προτού καν ανθίσει. Ο σύζυγος της Καρολάιν, δείχνει να προσπαθεί να βοηθήσει τις Αρχές όσο πιο πολύ μπορεί, δίνοντας περιγραφές, εξιστορώντας ό,τι θυμόταν, ανθρώπινες μορφές, ομιλίες, την εισβολή ενός αναπάντεχου τρόμου στο σπίτι, ένα παιδί που έμεινε ορφανό, που η ζωή του σταμάτησε μαζί με τους χτύπους της καρδιάς στο ρολόι της μητέρας του.
Ποιος μπήκε στο σπίτι
Ενας αστυνομικός, πατέρας και εκείνος, απομακρύνει το μωρό από το σπίτι και δεκάδες άλλοι συνάδελφοί του, εισβάλλουν στο χώρο και ψάχνουν τα πάντα, μέχρι και τους τοίχους αλλά χτυπούν από τοίχο σε τοίχο χωρίς το λευκό χαρτί με τις πιθανές ενδείξεις των ληστών-δολοφόνων να γεμίζει, και σκιαγραφούν προφίλ από τα λόγια του τραγικού πατέρα, όλα με ξεθωριασμένο περίγραμμα, χωρίς καμία κάμερα να έχει δει κάτι, κανένας γείτονας, κανένας ποινικός που πιέστηκε να δώσει απαντήσεις να έχει ακούσει κάτι, τίποτα δεν οδηγεί πουθενά και όλα στην ίδια αφετηρία.
Ποιοι ήταν αυτοί οι τρεις που μπήκαν ξημερώματα στο σπίτι, έδεσαν, λήστεψαν σκότωσαν και έφυγαν μαζί με το σκοτάδι λίγο πριν την ανατολή; Η Καρολάιν είχε δείξει τον δολοφόνο της. «Πέθανα νωρίς…»
Στοιχειώδες αγαπητέ μου Γουότσον…
Ολα έδειχναν μάταια, ούτε και η επικήρυξη των δραστών έδειχνε να φέρνει αποτέλεσμα, ούτε πληροφορίες από το εξωτερικό συνηγορούσαν στην ύπαρξη σκληρών κακοποιών που δραστηριοποιήθηκαν τη δεδομένη χρονική στιγμή στην Ελλάδα και μετά διέφυγαν. Ξανά ο σύζυγος στην Αστυνομία, νέες καταθέσεις, νέος θόρυβος για μία γυναίκα που παρείχε συμβουλευτική υποστήριξη στη νεκρή μητέρα και εκείνο το ζωντανό στο σπίτι ποιος το σκότωσε με τόσο μένος και γιατί; Κάποιος είχε καλύψει τόσο καλά τα ίχνη του, είχε φροντίσει να παραπλανήσει τους πάντες, να δημιουργήσει παράλληλα μονοπάτια για να λοξοδρομήσουν οι έρευνες. Να παρηγορήσει τους ζωντανούς, να δώσει όρκους πίστης σε κείνους που έφυγαν.
Το δωμάτιο με τον ψυχρό φωτισμό
Απομονωμένο από το θόρυβο της πόλης, το δωμάτιο με τον ψυχρό φωτισμό, δεν ησυχάζει ποτέ. Εκεί μεταφέρθηκαν κάμερες από το σπίτι, κινητά τηλέφωνα, καθετί που θα μπορούσε να αναλυθεί για να δώσει στοιχεία αόρατα στο ανθρώπινο μάτι. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, κάθε αντικείμενο, είχε κάτι να πει για εκείνα τα δραματικά λεπτά, που δεν ταίριαζαν με πολλά από εκείνα που είχε καταθέσει τόσες φορές ο σύζυγος.
Και να: Στο καταγραφικό των καμερών, προκύπτει μια απόκλιση. Ο σύζυγος στην κατάθεσή του είχε δώσει συγκεκριμένη ώρα που οι δράστες φεύγουν από το σπίτι και συγκεκριμένη ώρα που αφαιρούν την κάρτα με τα δεδομένα. Όμως, οι ώρες αυτές φάνηκε να μην συμφωνούν με τα εργαστηριακά δεδομένα, καθώς όλα έδειξαν ότι η κάρτα είχε αφαιρεθεί 4 ή 5 ώρες πριν μπουν οι κατά τον σύζυγο ληστές στο σπίτι.
Ακόμη, φάνηκε ότι εντοπίστηκε κάποια «δραστηριότητα» στο κινητό του 32χρονου την κρίσιμη χρονική περίοδο. Ώρα, που, σύμφωνα με την κατάθεσή του, ο ίδιος ήταν δεμένος και ακινητοποιημένος.
Τέλος, από την ανάλυση των κινητών τηλεφώνων φάνηκε ότι στις 00.00 το βράδυ υπήρξε ανταλλαγή μηνυμάτων ανάμεσα στο ζευγάρι, τα οποία δείχνουν ότι ίσως υπήρξε καβγάς του πιλότου με τη σύζυγό του. Υπάρχουν επίθετα και χαρακτηρισμοί στα αγγλικά, όπως η λέξη «stupid» στα τελευταία μηνύματα που έστειλε η Καρολάιν.
Φεύγω για την Αθήνα
Τα πράγματα ήταν απλά αλλά κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μπορεί να είναι έτσι. Ούτε και η μητέρα της Καρολάιν που στα χέρια του δολοφόνου της κόρης της, αναζήτησε την τελευταία παρηγοριά και ελπίδα, ότι μπορεί οι δράστες να βρεθούν και το κορίτσι να βρει δικαίωση. Την Πέμπτη στο μνημόσυνο, στην Αλόννησο, δύο αστυνομικοί διακριτικά τον πλησίασαν για να του ζητήσουν να τους ακολουθήσει στην Αθήνα. Ο ίδιος ήξερε ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει. Θα αντιστεκόταν όσο μπορούσε. Πληροφορίες λένε ότι σχεδίαζε να φύγει στο εξωτερικό. Είπε στη μητέρα της Καρολάιν ότι θα πάει στην Αθήνα για να αναγνωρίσει κάποιον ύποπτο, και εκείνη γύρισε σπίτι, για να ακούσει στις ειδήσεις αυτό που περίμενε 40 μέρες τώρα.
Εσπασε μετά από επτά ώρες πίεσης ο σύζυγος που σπάραζε για το παιδί του. Η Καρολάιν είχε φροντίσει να τον προδώσει. Ο δεύτερος αστυνομικός που μπήκε στη σοφίτα, πρόσεξε αμέσως το ρολόι στο άψυχο χέρι της. «Πέθανα πιο νωρίς»