Αν ένα πράγμα θα έπρεπε να μας έχει διδάξει η εμπειρία της χρεοκοπίας, αυτό είναι ότι στο τέλος δεν μπορείς ποτέ να αποφύγεις την πραγματικότητα, όσο επιδέξια και αν της κρύβεσαι. Προσπαθώντας να την αποφύγεις – με ιδεολογικά ξόρκια και ηρωικό βολονταρισμό κ.λπ. – απλώς αναβάλλεις τη συνάντηση μαζί της και αυξάνεις το ύψος του λογαριασμού. Αυτό σκεπτόμουν, καθώς παρακολουθούσα τις ομιλίες των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή και καταλάβαινα ότι το μάθημα που πήραμε από την κρίση δεν έγινε κατανοητό από την αντιπολίτευση. Διότι, ενώ από την πλευρά της κυβέρνησης είχες μια απόπειρα προσαρμογής των εργασιακών σχέσεων στη σύγχρονη εποχή, με ενισχυμένη μάλιστα την προστασία των εργαζομένων, από την πλευρά της αντιπολίτευσης είχες την απροκάλυπτη υπεράσπιση ενός ιδεολογικού παρελθόντος, που εκτεινόταν από τα μέσα του 19ου αιώνα (ΚΚΕ) μέχρι το 1982 (ΚΙΝΑΛ).
Καταλαβαίνω πολύ καλά να συμβαίνει αυτό στον Δημήτρη Κουτσούμπα, του «ιστορικού», όπως και στον Αλέξη Τσίπρα – του οποίου η πνευματική συγκρότηση είναι ενός κνίτη της δεκαετίας του 1990. Αλλά το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ να αφήνει τέτοια ευκαιρία πρώτης τάξεως για να αναδείξει την ξεχωριστή, υποτίθεται, ταυτότητά του, προκειμένου να μην υστερήσει του ΣΥΡΙΖΑ σε αρνητισμό, είναι κάτι που δυσκολεύομαι να συλλάβω. Τι τους εμπόδιζε να επικρίνουν την κυβέρνηση και συγχρόνως να επικροτούν τις ρυθμίσεις που είναι υπέρ των εργαζομένων; Και όμως, η πρόεδρος Φώφη ήταν στην ομιλία της μια άλλη εκδοχή του Τσίπρα και μάλιστα όχι πολύ διαφορετική από το πρωτότυπο. Στην ομιλία της ήταν πολύς θυμός και ακόμη περισσότερη η νοσταλγία για τη δεκαετία του 1980 – καθώς και για το «δαχτυλάκι του Ανδρέα Παπανδρέου», το οποίο υπερασπίστηκε από κάποια ανίερη επίθεση, που μόνο εκείνη αντελήφθη…
Η συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή ανέδειξε – πέραν των άλλων σημαντικότερων – ότι το ΚΙΝΑΛ είναι στον σημερινό πολιτικό χάρτη κάτι σαν την Τσεχοσλοβακία του 1938, δηλαδή ένα κράτος που όλοι, λίγο – πολύ, ξέρουν ότι σε λίγο θα πάψει να υπάρχει. Η υπεράσπιση, που έσπευσε να προσφέρει γενναιοφρόνως στην πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ ο Τσίπρας, επειδή προηγουμένως ο Μητσοτάκης είχε σχολιάσει την ταύτισή της με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι σαφής ένδειξη των επεκτατικών βλέψεών του. (Ισως προορίζει τη Φώφη για υπαρχηγό του, αντιπρόεδρο ή κάτι τέτοιο; Υποθέσεις κάνω…) Η απορρόφηση του ΚΙΝΑΛ είναι μέρος της στρατηγικής του, την οποία μάλιστα εξέθεσε στη δευτερολογία του: εκλογές με απλή αναλογική και πλατιά συμμαχία «προοδευτικών» δυνάμεων, με τον ΣΥΡΙΖΑ επικεφαλής. Πάντως, με όλο το θάρρος καθώς δεν μου πέφτει λόγος, νομίζω ότι ο Τσίπρας υπερβάλλει στον ζήλο του να υπερασπισθεί, να προστατεύσει και γενικώς να πλησιάσει την πρόεδρο Φώφη. Μόνη της έρχεται στο μέρος του με βήμα ταχύ…
ΤΟ ΛΕΕΙ Ο ΒΙΤΣΑΣ
Ηταν έκδηλη η προσπάθεια του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, χθες, στη Βουλή, να προβληθεί ως ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος – με την εμπορική έννοια του όρου – των «νέων». (Εντός εισαγωγικών ο όρος, διότι ο πρόεδρος εννοεί κυρίως μια ειδική κατηγορία των νέων, εκείνων με τα γερασμένα μυαλά…) Δεν άφηνε ευκαιρία ανεκμετάλλευτη να μην τους μνημονεύει και να τους κολακεύει, η προσπάθειά του να φανεί ότι μιλάει εκ μέρους τους ήταν καταφανής. Γι’ αυτό και είναι επίκαιρη η μνεία της πρότασης του Δ. Βίτσα, σε πρόσφατη κομματική τηλεδιάσκεψη, σχετικά με τη χαμηλή ανταπόκριση του ΣΥΡΙΖΑ στη νεολαία. Πρότεινε να γυρίσουν τα στέκια των νέων σε μια γειτονιά και να θέτουν γραπτώς στους νεαρούς θαμώνες την ερώτηση γιατί δεν οργανώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ. «Κι ας μας γράψουν, επειδή είστε μ@λ@κες» κατέληξε. Αφού γνωρίζουν την απάντηση, γιατί να θέσουν την ερώτηση;
ΜΗΠΩΣ;
Παρατηρώ ότι ο Τσίπρας, ο οποίος στη χθεσινή ομιλία του ήταν καλά προετοιμασμένος, εμπλουτίζει σταθερά τον λόγο του με εκφράσεις καθαρεύουσες, λόγιες, ακόμη και εκκλησιαστικές. «Σμύρνα και λίβανο» είπε λ.χ. χθες και το είπε σωστά! Ποιος του τα μαθαίνει αυτά; Μήπως έχουν συμφιλιωθεί με τον Μέντορά του, τον κυρ Αλέκο Αλαβάνο, του οποίου ο λόγος είχε κατά κάποιον τρόπο εκκλησιαστικές καταβολές, και τώρα του κάνει ιδιαίτερα στο μάθημα των Νέων Ελληνικών;