Οι γνώσεις πάνω στη νόσο COVID-19 αυξάνονται ταχέως και έχει σημειωθεί μέχρις στιγμής τεράστια πρόοδος από τη έναρξη της πανδημίας. Αρχικά αναφέρθηκαν τα επιστημονικά δεδομένα για την οξεία νόσο COVID-19 και στη συνέχεια η ανάπτυξη των κλινικών μελετών και η έγκριση των εμβολίων. Επιπλέον περιεγράφηκαν και αναφέρθηκαν οι επιπτώσεις της νόσου Covid-19 και τα εμμένοντα συμπτώματα σε μια μερίδα ασθενών.
Στο έγκριτο περιοδικό Annals of Internal Medicine αναφέρεται ότι ένα 10% των αναρρωσάντων από νόσο COVID-19 αναφέρει εμμένοντα συμπτώματα τα οποία αφορούν 17 εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως. Το γεγονός αυτό οδήγησε το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμώξεων (CDC) να αναπτύξει οδηγίες σχετικά με διάγνωση, αξιολόγηση και διαχείριση των ασθενών με εμμένοντα συμπτώματα.
Η συνεχής συλλογή κλινικών δεδομένων αλλά και αναγκαιότητα επιδημιολογικών μελετών και η αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου είναι καίριας σημασίας για τη χαρτογράφηση του post Covid ή long Covid συνδρόμου, που χαρακτηρίζεται από εμμένοντα συμπτώματα από διαφορετικά συστήματα και όργανα του ανθρώπινου οργανισμού.
Λόγω της κυμαινόμενης έντασης αλλά και της ποικιλίας των συμπτωμάτων που μπορεί να ακολουθήσουν μετά την οξεία φάση της νόσου COVID-19, ερευνητές από όλο τον κόσμο επισημαίνουν την αναγκαιότητα της αντιμετώπισης με διεπιστημονική προσέγγιση από ομάδα επαγγελματιών υγείας. Ιδανικά η παρακολούθηση ασθενών με εμμένοντα συμπτώματα μετά από την οξεία φάση της νόσου Covid -19 θα πρέπει να γίνεται σε συνεργασία με τους γιατρούς της πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Επιπλέον όπως η πρόληψη και αντιμετώπιση της οξείας φάσης της νόσου εξελίσσεται συνεχώς με νέες επιστημονικές ανακαλύψεις και διαρκώς αυξανόμενα δεδομένα, το ίδιο θα πρέπει να συμβεί με την πρόληψη και την αντιμετώπιση της εμμένουσας συμπτωματολογίας. Διακεκριμένοι επιστήμονες από τις Ηνωμένες Πολιτείες καταλήγουν στα εξής τρία σημεία σε σχέση με τη διαχείριση του long COVID-19 συνδρόμου:
Πρώτον, η απουσία αντικειμενικών ευρημάτων από την κλινική εξέταση και τον εργαστηριακό έλεγχο δεν πρέπει να υποτιμά τα συμπτώματα που αναφέρουν οι ασθενείς. Δεύτερον, η ιατρική κοινότητα πρέπει να διδαχθεί από την εμπειρία από μεταλοιμώδη συμπτώματα μετά από άλλες ιογενείς λοιμώξεις όπως το σύνδρομο χρονίας κόπωσης ή η μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα και να αποφεύγει κλινικές προσεγγίσεις οι οποίες έχουν περισσότερη πιθανότητα να βλάψουν παρά να ωφελήσουν τους ασθενείς.
Τέλος, οι καλά συντονισμένες διεπιστημονικές προσπάθειες είναι μείζονος σημασίας τόσο για την κλινική αντιμετώπιση όσο και για την κατανόηση της παθοφυσιολογίας και επιδημιολογίας του συνδρόμου που συνοδεύει την οξεία φάση της νόσου COVID-19 προκειμένου να υπάρξει μια αποτελεσματική διαχείριση της εμμένουσας συμπτωματολογίας επομένως εξασφάλιση ψυχοσωματικής υγείας και βέλτιστης ποιότητας ζωής για τους ασθενείς.
Τα παραπάνω δεδομένα συνόψισαν οι καθηγητές Ιατρικη΄ς του ΕΚΠΑ Θ. Ψαλτοπούλου, Ε. Κορομπόκη, Μ. Γαβριατοπούλου και Θ. Δημόπουλος (πρύτανης).