Σε μια μεθοδική προσπάθεια να πείσει τους πάντες ότι ήταν ο καλός σύζυγος, θύμα και αυτός της άγριας δολοφονίας της συζύγου και μητέρας του παιδιού του από αδίστακτους ληστές, είχε επιδοθεί επί 37 ολόκληρες ημέρες ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος.
Ο ίδιος φαίνεται πως απέκτησε αρκετή αυτοπεποίθηση όταν είδε πως το σενάριο που πούλησε από την πρώτη στιγμή στους αστυνομικούς έδειχνε να πιάνει. Η κοινωνία ήταν αποσβολωμένη από το φρικτό έγκλημα, οι αρχές δεν έδειχναν να τον υποπτεύονται και γρήγορα πήρε θάρρος αρχίζοντας να κάνει δεξιά και αριστερά δηλώσεις προσπαθώντας να θολώσει ακόμα περισσότερο τα νερά.
Από αυτό το σημείο, όμως, όπως παραδέχονται αστυνομικές πηγές που είχαν συμμετοχή στις έρευνες, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την αποκάλυψή του, αφού η συμπεριφορά του άρχισε να φαίνεται όλο και περισσότερο «μη φυσιολογική για ένα παράπλευρο θύμα ενός τέτοιου εγκλήματος».
Παράξενα συνεργάσιμος
Σύμφωνα με πληροφορίες, από τις 11 μέχρι τις 21 Μαΐου είχε τακτικές επικοινωνίες μονάχα με έναν από τους αστυνομικούς που είχαν αναλάβει την υπόθεση. Όταν ο 32χρονος πιλότος μίλησε για πρώτη φορά στις τηλεοπτικές κάμερες επικοινώνησε μαζί του ο αστυνομικός και τον παρότρυνε να «μην κάνει δηλώσεις» και να απομακρυνθεί από τα φώτα της δημοσιότητας. Η συγκεκριμένη πρόταση είχε να κάνει τη συνέχιση των προσωπικών επαφών μαζί του έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του προφίλ του. Μάλιστα οι έμπειροι αξιωματικοί του Aνθρωποκτονιών δεν άργησαν να καταλάβουν ότι φαινόταν «διαβασμένος» και να έχει κάνει πρόβες τι θα έλεγε μπροστά στις κάμερες.
Το πρώτο δεκαήμερο των ερευνών ο 32χρονος έδειχνε υπερβολικά και παράξενα συνεργάσιμος, ενώ επιδείκνυε ασυνήθιστη για τέτοιες περιστάσεις ψυχραιμία. Σε μία από τις επικοινωνίες που είχε με αστυνομικούς εκδήλωσε τον θυμός του για τη δημοσίευση προσωπικών του δεδομένων και έφτασε στο σημείο να εξοργιστεί με δημοσιεύματα που περιείχαν δηλώσεις της ψυχολόγου της Καρολάιν τα οποία άφηναν υπόνοιες ότι σχετιζόταν με τη δολοφονία. «Θέλω να κάνω μηνύσεις», είπε στον αστυνομικό. Μετά άλλαζε στάση και του έλεγε πως «ο κόσμος λέει τα δικά του».
Την περίοδο του δεύτερου δεκαήμερου μετά το έγκλημα, ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος άρχισε να υποκρίνεται τον συντετριμμένο ο προσπαθεί να ανασυντασχθεί για χάρη της μόλις 11 μηνών κόρης του. «Προσπαθώ να επιβιώσω», «δεν νοιώθω καλά», «πρέπει να πάω μπροστά για την κόρη μου», έλεγε στον αστυνομικό που συνομιλούσε.
Όταν κάποια στιγμή σε ζωντανές συνδέσεις των τηλεοπτικών σταθμών άκουγε συνδικαλιστές αστυνομικούς να αναφέρονται στην ασφάλεια ζωής της Καρολάιν, «τσαντίσθηκε» και είπε: «Ρε παιδιά πως είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια πράγματα από αστυνομικούς». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αστυνομικών οι αναφορές τον εκνεύρισαν καθώς γνώριζε το κίνητρο του και δεν διέπραξε τη δολοφονία για τα χρήματα.
Από τις 2 έως και τις 12 Ιουνίου κατασκεύαζε το σκληρό και αδίστακτο προφίλ των «αόρατων ληστών» που σκότωσαν την Καρολάιν. Ο ίδιος τόνιζε ότι ήταν… φιλόζωος και μιλούσε για τα ζώα, για να δείξει ότι δεν θα μπορούσε να είχε σκοτώσει εκείνος τον σκύλο. «Όπως σκότωσαν τον σκύλο, σκότωσαν και την γυναίκα μου», σημείωνε χαρακτηριστικά.
Το ίδιο χρονικό διάστημα οι αξιωματικοί της ΓΑΔΑ, καθώς δεν μπορούσαν να βρουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την εκδοχή της ληστείας μετά φόνου έψαχναν για στοιχεία που αφορούσαν τη σκηνοθεσία των ισχυρισμών του Μπάμπη. Αφενός η διάρρηξη του παραθύρου παρόλο που είχε γίνει έδειχνε υπερβολική και σκηνοθετημένη. Αφετέρου, τα υπόλοιπα στοιχεία που αποκάλυψαν τη σκευωρία του δράστη ήταν το κατόπιν του θανάτου κρέμασμα του σκύλου, η πρώιμη αφαίρεση της κάρτας μνήμης της κάμερας ασφαλείας, το κινητό τηλέφωνό του που αποκάλυψε ότι περπατούσε την ώρα που ισχυρίστηκε ότι ήταν δεμένος, αλλά και το βιομετρικό ρολόι της Καρολάιν…
Η στιγμή της ομολογίας
Ήταν Πέμπτη 17 Ιουνίου. Η αστυνομική έρευνα έχει αποκαλύψει στοιχεία που δένουν τον 32χρονο πιλότο. Εσπευσμένα η ΕΛ.ΑΣ. στέλνει ελικόπτερο να παραλάβει τον Μπάμπη από την Αλόννησο και να τον μεταφέρει στη ΓΑΔΑ, καθώς υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι θα προσπαθήσει να διαφύγει στο εξωτερικό.
«Έχεις καταλάβει τι έχει γίνει; Δεν σε φέραμε για πλάκα άρον-άρον από την Αλόννησο. Θες να μας πεις κάτι;» τον ρωτούν οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ.
Ο πιλότος αρχίζει να μιλά για πρώτη φορά για τα προβλήματα στη σχέση του με την Καρολάιν για να καταλήξει τελικά στην ομολογία και λίγο αργότερα να πει: «Μού φερθήκατε σαν αδέρφια και εγώ σας πρόδωσα».
«Έβλεπα την Καρολάιν στον ύπνο μου, αλλά δεν θα ερχόμουν να ομολογήσω» παραδέχεται μάλιστα προς το τέλος της ομολογίας, έχοντας πάρει αγκαλιά τον αστυνομικό με τον οποίο συνομιλούσε περισσότερο.
Πότε είπε «φέρτε μου να υπογράψω την ομολογία»
Δύο νέα στοιχεία από το βράδυ της Πέμπτης, οπότε και ομολόγησε ο 33χρονος Μπάμπης Αναγνωστόπουλος το φόνο της 20χρονης συζύγου του, Καρολάιν, στη μεζονέτα των Γλυκών Νερών, αποκαλύφθηκαν την Κυριακή.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της ΕΡΤ, ο κατηγορούμενος πλέον πιλότος, αφού εξεταζόταν επί ώρες στη ΓΑΔΑ, «έσπασε» και ομολόγησε μετά από περίπου 8 ώρες. Και τότε, στις 9 το βράδυ, καταλαβαίνοντας πια πως όλα τελείωσαν, είπε στους αξιωματικούς, «φέρτε μου να υπογράψω την ομολογία μου», την οποία και υπέγραψε στις 21:05 ακριβώς.
Το δεύτερο στοιχείο που προέκυψε είναι ότι έλεγε ψέματα και για τον τρόπο με τον οποίο τηλεφώνησε στην αστυνομία το πρωί της 11ης Μαΐου.
«Δεν ενεργοποίησα το κινητό μου με τη μύτη», είπε, όπως είχε δηλώσει αρχικά, «αλλά χρησιμοποίησα τα δάχτυλά μου. Έκανα τρία παραπλανητικά τηλεφωνήματα και μετά τηλεφώνησα στην Άμεση Δράση, έχοντας βάλει προηγουμένως μία μονωτική ταινία στο στόμα μου, ώστε να είναι υπόκωφη η φωνή μου». Στη συνέχεια, είπε ότι έδεσε τα χέρια και τα πόδια του με σχοινί.
Να σημειωθεί ότι τον κατηγορούμενο επισκέφθηκε ένας από τους δικηγόρους του το πρωί της Κυριακής, ενώ το Σάββατο τον συνάντησαν ψυχολόγοι της αστυνομίας, καθώς και ο αδελφός του.
«Ήρεμος και απαθής» – «Συνειδητοποιημένος», λέει ο δικηγόρος του
Την ύπαρξη νέων στοιχείων επικαλείται ο δικηγόρος του, τα οποία «αποδεικνύουν», όπως υποστηρίζει, «ότι δεν υπήρξε προμελέτη, τρίτο πρόσωπο ή άλλο κίνητρο από αυτά που έχει πει ο 33χρονος».
Μιλώντας στην ΕΡΤ, ενόψει της απολογίας του πελάτη του ενώπιον του ανακριτή την Τρίτη, ο δικηγόρος του κατηγορουμένου Αλέξανδρος Παπαϊωαννίδης είπε ότι «η ιατροδικαστική έκθεση δεν αλλάζει κάτι. Αναφέρεται στους παλμούς του θύματος κατά την ώρα της θανάτωσης, ενώ ο ίδιος ο εντολέας μου έχει ομολογήσει σε επίπεδο προανάκρισης, ότι προφανώς το θύμα είχε αντίληψη».
Όσον αφορά στον ίδιο τον δράστη, τον οποίο συνάντησε σήμερα στη ΓΑΔΑ, είπε ότι «είναι πάρα πολύ συνειδητοποιημένος για την πράξη, ενώ προετοιμάζεται η απολογία της Τρίτης, με βάση όλες τις πτυχές που ο ίδιος έχει ομολογήσει».
Ερωτηθείς σχετικά με τα στοιχεία που αποκάλυψαν τα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛΑΣ, είπε ότι «υπάρχουν κάποια στοιχεία της ΕΛΑΣ, αλλά γεγονός παραμένει, ότι είναι ομολογημένη πράξη».
«Δεν είναι θέμα ψυχραιμίας, είναι πολύ συνειδητοποιημένος για την πράξη του», δήλωσε ο κ. Παπαϊωαννίδης, απαντώντας σε ερώτηση που είχε να κάνει με αναφορές στην ψύχραιμη, όσο και απαθή στάση του πιλότου.
«Υπήρχε συνείδηση», λέει ο ψυχολόγος της ΕΛΑΣ
«Από την αρχή δεν είχε συναισθηματική συνείδηση ο 33χρονος πιλότος και συνεχίζει να παίζει ένα ρόλο» αναφέρει χαρακτηριστικά – σύμφωνα με πληροφορίες – ο ψυχολόγος της Ελληνικής Αστυνομίας, που συζήτησε μαζί του μετά την ομολογία της δολοφονίας της Καρολάιν στα Γλυκά Νερά.
Ο ίδιος, μιλώντας στο skai.gr, υποστηρίζει ότι η πράξη του συζυγοκτόνου ήταν συνειδητή και πως το ίδιο συνειδητά σκότωσε και τον σκύλο τους, διαπράττοντας δύο φόνους με σωματική επαφή και με παρουσία του παιδιού του στον χώρο, δείχνοντας απουσία συναισθήματος για την αφαίρεση των δύο αυτών ζωών.
«Νομίζω ότι έγινε πολύ συνειδητά. Ως προς το μυαλό υπήρχε συνείδηση, ως προς το συναίσθημα δεν υπήρχε συνείδηση. Ακόμα και ο τρόπος που την σκότωσε, δηλαδή ότι πέθανε στα χέρια του, είχε σωματική επαφή με το θύμα και ότι την δολοφόνησε ενώ ήταν στον χώρο το παιδί τους, δείχνει επίσης την απουσία συναισθήματος για την πράξη του φόνου», δήλωσε χαρακτηριστικά.
«Πολύ άρρωστη» η θανάτωση του σκύλου
Και πρόσθεσε: «Ακόμη και να προσπαθήσεις να δικαιολογήσεις ένα φόνο μετά, δείχνει απουσία συναισθήματος. Διαφαίνεται έντονα αυτό και από το γεγονός ότι πήρε ένα κουτάβι, που δεν ήταν καν ενός έτους, και το κρέμασε από την σκάλα για να δικαιολογήσει μια πράξη και να στήσει ένα σκηνικό. Έχει κάνει ήδη ένα φόνο και κάνει έναν δεύτερο. Το κουτάβι, το πήραν με την έννοια να μεγαλώσει δίπλα στο μωρό τους. Δηλαδή, συμβολικά αν το δει κάποιος, αυτό είναι πάρα πολύ άρρωστο».
Παράλληλα, υπογραμμίζει πως η κακοποίηση ζώων συνδέεται άμεσα με την κακοποιητική συμπεριφορά στους ανθρώπους.