Ανάμεσα στη ρήση του Πασκάλ που ενέχει τη θέση της πρώτης ερώτησης στον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής τον κ. Νικόλαο και την δίκην αποφθέγματος επισήμανση του γάλλου πεζογράφου Φρανσουά Μοριάκ ότι «οφείλουμε να παραμένουμε ανήσυχοι κάτω από έναν ακατοίκητο ουρανό», ας μας επιτραπεί να θεωρούμε ότι η απόσταση που τις χωρίζει, όσο κι αν φαίνεται αβυσσαλέα, είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Καθώς η δηλωμένη πίστη με τον τρόπο του Πασκάλ και η δηλωμένη με τον τρόπο του δημιουργού του μυθιστορήματος «Μαύροι Αγγελοι» φαίνεται να συγκλίνουν σε μια αναμφισβήτητη αναγκαιότητα όσον αφορά την ύπαρξη του Θεού.
Είναι γνωστή η ρήση του χριστιανού φιλοσόφου Μπλεζ Πασκάλ που λέει για κάποιον που δεν πιστεύει: «πήγαινε στην Εκκλησία, άναψε κερί, φίλησε το χέρι του παπά, πάρε αντίδωρο, θα δεις πως σιγά-σιγά θα πιστέψεις». Τι θα προσυπογράφατε ή τι θα αμφισβητούσατε στη ρήση αυτή;
Ο Πασκάλ ήταν και σοφός και πιστός χριστιανός, άνθρωπος με πηγαία αυθεντική πίστη και επεξεργασμένη λεπτή επιστημονική λογική. Ετσι έγραψε το περίφημο βιβλίο των Σκέψεών του. Εκεί, σε κάποιο σημείο, λέγει ότι αν ζεις σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, τότε τον θέλεις τον Θεό· και όταν τον θέλεις, τότε τον πιστεύεις. Με άλλα λόγια, η πίστη στην ύπαρξη του Θεού είναι συνέπεια της επιθυμίας της παρουσίας του και αυτή αποτέλεσμα της ποιότητας της ζωής σου. Για να τον πιστέψεις πρέπει να νιώσεις την ανάγκη του. Το κερί, ο σεβασμός στην ιεροσύνη, η προσκύνηση των εικόνων, η λατρεία, όταν συνδυάζονται με τον πόθο μιας ανώτερης ζωής, εμπνευσμένης από τις εντολές του Θεού, η οποία καταξιώνει και ανεβάζει τον άνθρωπο, δημιουργούν μια υπαρξιακή σύγκρουση που οδηγεί στην επιθυμία και στην ανάγκη του Θεού. Αυτό είναι το υπόστρωμα της πίστεως.
Αλλος τρόπος προσέγγισης είναι το πρόσωπο του Χριστού που είναι ένας μαγνήτης, όπως και ο λόγος του. Οι μακαρισμοί, η παραβολή του Ασώτου Υιού ή του Καλού Σαμαρείτη, ή το κήρυγμα περί αγάπης ακόμη και του εχθρού, άσχετα με το αν πιστεύεις ή όχι στον Θεό, σε πρώτη φάση σε ξαφνιάζουν, ύστερα σε εντυπωσιάζουν, στη συνέχεια ή τα απορρίπτεις ως ανεφάρμοστα ή σε εμπνέουν, σε μαγεύουν και σου προξενούν ζήλο να τα εγκολπωθείς στη ζωή σου, να τα ζήσεις, να τα κάνεις εμπειρία σου. Το ίδιο και η ζωή του Χριστού, έχει ένα μεγαλείο, είναι συναρπαστική. Οταν τη γνωρίσεις λίγο, αρχίζεις να τον αγαπάς ως δάσκαλο, ως πρότυπο, να τον εμπιστεύεσαι. Από αυτά που καταλαβαίνεις προχωράς στα άλλα που υποψιάζεσαι και τα αποδέχεσαι ως αλήθειες. Επειδή τον εμπιστεύεσαι, ανακαλύπτεις ότι ο λόγος και το πρόσωπό του έχουν κάτι θεϊκό μέσα τους. Θέλεις να ασχοληθείς, να επικοινωνείς μαζί του. Ηδη έχεις αρχίσει να πιστεύεις στη θεότητά του.
Θα πω και κάτι άλλο. Είναι η διαφορά της γνώσης από το μυστήριο. Η γνώση έχει μέσα της μια σκληρότητα, νιώθεις ότι τα ξέρεις, τα καταλαβαίνεις, την έχεις κατακτήσει, και τότε δημιουργείται μέσα σου μια εγωιστική αυτοπεποίθηση. Αντίθετα η στάση σου ενώπιον ενός μυστηρίου που σε υπερβαίνει, σε ταπεινώνει. Τότε σου αποκαλύπτεται η αλήθεια του, η γνώση πλέον είναι δώρο. Αυτό μαλακώνει την ψυχή, την κάνει δεκτική. Ανοίγεσαι σε άλλον κόσμο. Συνεπώς αυτό που λέγει ο Πασκάλ για το κερί, το χέρι του παπά και το αντίδωρο, αν δεν αποτελεί μια τυπολατρία, αλλά γίνεται ταπεινά με απροσδιόριστη δίψα, χωρίς νομοτελειακά να οδηγεί στην πίστη, θα μπορούσε πραγματικά να την ξυπνήσει.
Μιλήσατε για τις εντολές του Θεού. Τι ακριβώς εννοείτε; ποιος ορίζει τι είναι εντολή του Θεού ή αυτό που λέγεται θέλημα του Θεού;
Οι εντολές του Θεού είναι αυτές οι κατευθύνσεις προς μια ανώτερη ζωή, απαλλαγμένη από πάθη, μικρότητες και βαρίδια που σε φυλακίζουν στην εφημερότητα και την παροδικότητά σου, στην υλική και σαρκική σου φύση, στη βιολογικότητά σου. Εύκολα τις ανιχνεύεις μέσα σε ιερά κείμενα πνευματικής εμπειρίας και σοφίας. Στην Εκκλησία τα ονομάζουμε θεόπνευστα, διότι έχουν πνοή θεϊκή μέσα τους. Διαβάζεις τη Σοφία Σολομώντος ή την επί του Ορους Ομιλία του Κυρίου ή τις Γραφές και μυείσαι σε μια άλλου είδους ζωή. Πρέπει όμως να τα προσεγγίσεις με σωστό φρόνημα και φυσικά χωρίς μίζερες προκαταλήψεις. Οι εντολές του Θεού δεν είναι αλυσίδες που σε σφίγγουν αλλά φώτα που δείχνουν την πορεία σου, που κατευθύνουν στον στόχο σου.
Τελικά, τι σημαίνει «πιστεύω» και γιατί κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο στον άνθρωπο; Μιλήσατε επίσης για ανάγκη του Θεού. Τι ανάγκη είναι αυτή;
Η πίστη, όταν είναι αυθεντική, μιλώ για την πίστη στον Χριστό, όπως τη ζει η Εκκλησία μας, εκτείνει τον άνθρωπο, τον τεντώνει, τον μεγαλώνει και τον ανεβάζει όσο περισσότερο μπορεί να εκφράσει η ανθρώπινη φύση, του δίνει δύναμη. Αυτή η κίνηση προς τον Θεό είναι ό,τι μπορεί να καταξιώσει περισσότερο την ανθρώπινη φύση. Συχνά θεωρούμε ότι η πίστη αντιβαίνει στη λογική ή και αντικρούεται προς την επιστημονική γνώση και στερεί την ομορφιά και το μεγαλείο της σκέψης. Επιτρέψτε μου να σας πω ότι αυτό αποτελεί προκατάληψη αυτών που την αγνοούν. Εγώ θα σας έλεγα ότι ασφαλώς υπερβαίνει τη λογική και την ικανοποιεί πολύ περισσότερο από την πιο προχωρημένη γνώση. Η θεολογία είναι κατά πολύ ανώτερη από την όποια επιστημονική γνώση. Και το λέω μετά λόγου γνώσεως. Οταν κανείς υποψιαστεί έστω λίγο αυτό για το οποίο μιλούμε, τότε ο Θεός του είναι ανάγκη καταξίωσης και μονόδρομος υπέρβασης των ορίων του. Αυτό το βλέπουμε στη ζωή των αγίων. Ελεγε ο Αγιος Παΐσιος με χαρακτηριστική απλότητα: οι Αμερικανοί ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια για να πάνε μέχρι το φεγγάρι, ενώ εμείς με ένα παξιμάδι πηγαίνουμε πολύ παραπέρα, πλησιάζουμε τον Θεό. Είναι άλλη η λογική και ασύλληπτη η ομορφιά της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Είναι πιο έξυπνοι οι πιστοί από τους επιστήμονες.
Δυστυχώς, αυτό, ενώ αποτελεί εμπειρία της ζωής και του πολιτισμού μας, ενώ είναι η πραγματική υφαλοκρηπίδα και ο υπόγειος πλούτος μας, πάνω στα οποία πατάει η ζωή και ο πολιτισμός μας ως Ελλήνων, σήμερα τα περιφρονούμε και τα αγνοούμε, ή ακόμη περισσότερο τα ειρωνευόμαστε και τα υβρίζουμε. Είναι η μεγαλύτερη αδικία που μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας.
Επειδή ζούμε σε εποχές διχασμών και αιρέσεων, θα σας ακουγόταν ως κάτι ανεδαφικό η επικοινωνία και – γιατί όχι; – η επανένωση όλων των χριστιανικών δογμάτων και η προοπτική της ένωσης και της αλληλοκατανοήσεως όλων των ανθρώπων;
Οι αιρέσεις και οι διχασμοί υπήρχαν πάντοτε στην ιστορία των ανθρώπων. Στις μέρες μας, βέβαια, τις μεγεθύνει η τεράστια διάχυση της όποιας ανεξέλεγκτης πληροφορίας, η ιλιγγιώδης επικοινωνιακή ευρύτητα και ταχύτητα, η ψευδαίσθηση της γνώσης, η τύφλωση των εγωισμών, τα ασύλληπτα συμφέροντα. Ενώ η εποχή μας έχει επινοήσει τέλειους φακούς, προκαλεί παραμόρφωση στα είδωλα και θόλωση στην εικόνα. Βλέπεις μακριά, βλέπεις πολλά, αλλά δεν βλέπεις καθαρά. Ετσι υπάρχει γνώση αλλά η αλήθεια γίνεται δυσδιάκριτη. Αυτό δημιουργεί σύγχυση και αιρέσεις. Ο κόσμος είναι βαθιά διχασμένος. Και ο χριστιανικός. Και εμείς οι ορθόδοξοι. Δυστυχώς. Επειδή νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα και φυσικά δεν γνωρίζουμε τη διάλεκτο της αγάπης και του σεβασμού.
Η επικοινωνία, ιδίως μεταξύ των διασπασμένων χριστιανών, είναι επιβεβλημένη, όπως και η προσπάθεια αλληλοκατανόησης. Η επανένωση είναι επιθυμητή, αλλά φαίνεται ανέφικτη και εξωπραγματική. Και αν αυτό συμβεί, θα είναι τεχνητή και ψεύτικη. Δεν θα στηρίζεται στην αλήθεια, αλλά στην ανάγκη επιφανειακής συνύπαρξης. Η εποχή μας έχει την ικανότητα να παράγει διχασμούς, όχι ενότητα. Εάν η ένωση σημαίνει νόθευση της αλήθειας, δεν υπάρχει λόγος να γίνει. Ισως θα έπρεπε να αποφευχθεί. Θα ζημιωθούν όλοι. Θα υπάρχει ενότητα αλλά όχι αλήθεια. Η ειρηνική όμως συνύπαρξη, η συνεργασία, η αμοιβαία κατανόηση είναι μεγάλη ευλογία.
Θεωρείτε πως η αποστολή της Εκκλησίας σε εποχές μεγάλων κρίσεων, όπως η σημερινή με την κρίση που προκαλεί η πανδημία, παρουσιάζεται ιδιαιτέρως αποφασιστική ή παραμένει η ίδια ό,τι κι αν συμβαίνει στον περιβάλλοντα χώρο;
Λέγει κάπου ο Χριστός στους μαθητές: «νυν κρίσις εστί του κόσμου τούτου». Αυτό το «νυν» σημαίνει ότι από πλευράς χριστιανικής, η ιστορία είναι μια διαρκής κρίση, μέσα στην οποία ζει και δρα η Εκκλησία. Είναι η πάλη του ζώντος Θεού με τις δυνάμεις του σκότους, με το κακό με την αμαρτία. Αποστολή της Εκκλησίας είναι να φωτίζει, να στηρίζει και να ενισχύει τον κόσμο κυρίως πνευματικά.
Ισως το ερώτημά σας να είναι εάν και κατά πόσον ως Εκκλησία ανταποκριθήκαμε στην παρούσα φάση επαρκώς. Δεν ξέρω πόσο δίκαιος θα είμαι, αλλά προσωπικά ελέγχομαι. Οχι μόνον δεν ανταποκριθήκαμε στην αποστολή μας ως Εκκλησία όπως θα έπρεπε, αλλά τελικά είτε η απουσία μας είτε η άτολμη διαχείριση της καταστάσεως είτε η ασάφεια των λόγων μας προκάλεσαν μάλλον διχασμό, σύγχυση και ισχυρή αμφισβήτηση ως προς την αξιοπιστία μας. Προ ετών ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είχε πει για την οικονομική κρίση ότι το πρόβλημα δεν είναι η κρίση αλλά η παρακμή. Φαίνεται πως η παρακμή έχει προσβάλει και την Εκκλησία μας.
Πώς αντιμετωπίζει η Εκκλησία το μεταναστευτικό θέμα, αφού δεν συνδέεται μόνο με το αίσθημα της εθνικής μας ασφάλειας, αλλά και με τα αισθήματα της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, όπως μας αποκαλύπτονται χάρη στον λόγο του Χριστού;
Δεν είναι μόνον θέμα εθνικής ασφάλειας ή ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, είναι και θέμα διατήρησης της πολιτισμικής ταυτότητας και εθνικής ιδιοπροσωπίας μας. Και όλα αυτά μαζί κάνουν το πρόβλημα πολύ σύνθετο και δυσεπίλυτο. Ως προς την εθνική ασφάλεια, αυτό αποτελεί πρόβλημα της πολιτείας. Αυτή πρέπει να το λύσει. Στα άλλα δύο έχει λόγο η Εκκλησία. Και αυτά τα δύο όμως δεν συνοδοιπορούν εύκολα. Η πολιτισμική μας ταυτότητα, όντας μάλιστα άρρηκτα συνδεδεμένη με την ορθόδοξη χριστιανική μας παράδοση, πρέπει να προστατευθεί, όχι ως προνόμιο εκκλησιαστικό αλλά ως παρακαταθήκη ιστορική του λαού μας. Αλλά και τον ξένο, τον διωγμένο, τον αδικημένο, τον φτωχό και κατατρεγμένο μπορεί η Εκκλησία να τον αγνοήσει; Αν το κάνει, αρνείται τη διδασκαλία της. Αν πάλι αγνοήσει την απειλή που δέχεται η παράδοσή της, τότε αρνείται την υπόστασή της.
Προσωπικά, θεωρώ ότι θα έπρεπε να αγωνιστούμε όλοι αυτοί οι άνθρωποι να επιστρέψουν ή να παραμείνουν στις πατρίδες τους, ώστε και τον τόπο τους να απολαύσουν και στην πρόοδο των χωρών τους να συμβάλουν με την εργασία τους και ξένοι να μη νιώσουν και τον πολιτισμό τους να στηρίξουν. Ολα τα άλλα θα έχουν τεράστιες συνέπειες. Ποιος άραγε προκάλεσε τα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα;
Το πιο σημαντικό πράγμα δεν είναι να βοηθήσουμε όλους αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους – που ασφαλώς και κάτι τέτοιο αποτελεί αδιαπραγμάτευτο χρέος μας – ούτε πάλι να προφυλαχθούμε από τη φοβερή απειλή του εθνικού και πολιτισμικού αφανισμού μας – και αυτό ασφαλώς θα πρέπει να το κάνουμε με τόλμη και σεβασμό, το πιο σημαντικό είναι να ορθώσουμε το ανάστημα και να βροντοφωνάξουμε με παρρησία ότι αρνούμαστε να συμπράξουμε στην εγκληματική αδικία του μεταναστευτικού ξεριζωμού. Η σιωπή μας δεν συγχωρείται, όσα πιάτα φαγητό και αν δώσουμε, όσες κουβέρτες και αν μοιράσουμε, όσες φωτογραφίας ψευτοφιλανθρωπίας και αν δημοσιεύσουμε.
Πώς αντιμετωπίζετε το φαινόμενο της εργαλειοποίησης του θρησκευτικού φανατισμού με τα γνωστά σε όλους μας επακόλουθα;
Επιτρέψτε μου να μη μιλήσω για άλλους θρησκευτικούς φανατισμούς, γιατί κάτι τέτοιο είναι καθαρά πολιτικό θέμα. Ως ορθόδοξος χριστιανός όμως, μπορώ να μιλήσω για τον δικό μας φανατισμό.
Κατ’ αρχάς ο φανατισμός, ο εμπαθής ζηλωτισμός, η θρησκευτική εξαγρίωση, τι σχέση μπορεί να έχουν με τον Θεό της ειρήνης, την πνευματική απελευθέρωση του ανθρώπου, τη σωτηρία του από τα πάθη και το καταστροφικό εγώ του; Ο χριστιανός είναι παιδί του Θεού, δεν είναι υποστηρικτής Του ή οπαδός Του. Δεν αγωνίζεται για να προστατεύσει την αλήθεια από τους εχθρούς της ή να επικρατήσει το θρησκευτικό του ιδεολόγημα. Ακόμη και όταν με ιεραποστολικό ζήλο αγωνίζεται να διαδώσει την πίστη του, αυτό το κάνει επειδή αυτή ελευθερώνει τους άλλους, όχι επειδή είναι δική του. Ο Θεός είναι ο ενεργών, όχι ο ίδιος.
Συνεπώς, κάθε εμπαθής φανατισμός είναι απορριπτέος. Οπως και ο συντηρητισμός, γιατί εμποδίζει την ψυχή να κινηθεί προς το καινούργιο, αντιστρατεύεται τον ανακαινισμό του, την υποδουλώνει, τη φυλακίζει στον τύπο, στη συνήθεια, στην ασφάλεια, στην άποψή του.
Πάνω σε αυτή τη βάση θα μπορούσε αντί να εργαλειοποιείται ο θρησκευτικός φανατισμός, να αξιοποιείται η υγιής πίστη, η οποία έχει τη δυναμική της ειρήνης, του δικαίου, της ηθικής, της προόδου. Το ερώτημά μου συνεπώς έχει αντίστροφη φορά· Γιατί δεν αξιοποιείται η πίστη; Γιατί, αντί να υπογραμμίζεται ο Θεός, να προωθείται ο φανατισμός;
Αυτό το ερώτημα ποιος θα το απαντήσει;