Έμιλυ Γιολίτη. Τέως υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παραιτήθηκε την περασμένη Πέμπτη, έχοντας μάθει ότι οδεύει προς αντικατάσταση, με τον κύπριο πρόεδρο, Νίκο Αναστασιάδη να έχει λάβει τις αποφάσεις του, λόγω και της σειράς αντιδράσεων που είχαν προκαλέσει χειρισμοί και αποφάσεις της, με την αντιπολίτευση να ζητά επανειλημμένα την απομάκρυνση της.
Στην επιστολή παραίτησης της ήταν άκρως καταγγελτική τόσο απέναντι στον Νίκο Αναστασιάδη, του οποίου υπήρξε προσωπική επιλογή, όσο και της κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε, αναφέροντας μεταξύ άλλων «δεν είμαι εγώ, αγαπητέ Πρόεδρε, που πλήττω την εικόνα σας. Και βέβαια δεν πληρώνετε κανένα πολιτικό κόστος ένεκα της δικής μου παρουσίας. Εγώ ήρθα στην πολιτική χωρίς βαρίδια, με καθαρά χέρια και με δηλωμένη οικονομική ευχέρεια ώστε να μην αφήνονται σκιές βολέματος ή και διαφθοράς αλλά μόνο προσφοράς. Μάλλον εγώ υπέστη κόστος, και βαρύ μάλιστα, με την αποδοχή συμμετοχής μου σε μια κυβέρνηση η οποία γνωρίζετε καλά πως δεν έχαιρε των καλύτερων εντυπώσεων από την κοινωνία των πολιτών στα ζητήματα διαφθοράς και διαφάνειας».
Μόνο που η απόφαση του κύπριου προέδρου, με βάση τα γεγονότα και τη θητεία της Γιολίτη, ως υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως σε μία περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω και της πανδημίας, η οποία απαιτούσε ιδιαίτερα προσεκτικούς χειρισμούς, μόνο δικαιολογημένη μπορεί να χαρακτηριστεί.
Η απόφαση Αναστασιάδη να την απομακρύνει από την κυβέρνηση στον ανασχηματισμό για κάποιους ήταν εδώ και καιρό επιβεβλημένη και απλά επιβεβαίωσε ότι ο κύπριος πρόεδρος την υπερασπίστηκε ακόμα και με πολιτικό κόστος. Η αλλαγή φρουράς στο συγκεκριμένο υπουργείο, ήταν και μία ένδειξη διάθεσης διόρθωσης επιλογών που αποδείχθηκαν προβληματικές, αλλά και να χαμηλώσουν οι τόνοι, σε ένα τομέα που απαιτεί μεταρρυθμίσεις, σίγουρα, αλλά όχι εντάσεις.
Η πρώτη υπόθεση που πήρε μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις για το πρόσωπο της τέως υπουργού, ήταν ένας λογαριασμός παρωδία στο τουίτερ, που σατίριζε την ίδια.
Η κα Γιολίτη υπέβαλε τα παράπονα της στην αστυνομία με το Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, να εκδίδει ένταλμα έρευνας για το σπίτι προσώπου που φερόταν να διαχειρίζεται το λογαριασμό, σημειώνοντας ωστόσο ότι «δεν αναμένεται κατ’ ανάγκη ποινική δίωξη εναντίον του».
Η αστυνομία πραγματοποίησε σχετική έρευνα, με την τότε υπουργό να δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να κινηθεί νομικά. Ωστόσο το ένταλμα ακυρώθηκε στη συνέχεια από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Οι δικαστές αποφάσισαν την ακύρωση σημειώνοντας ότι το «Δικαστήριο Λάρνακας, δεν φαίνεται να προέβη σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του, προκειμένου να εξάγει συμπεράσματα εαν δημιουργείται από το Νόμο η «εύλογος υποψία», δεχόμενο τη θέση της Αστυνομίας».
Σύμφωνα δε με την απόφαση τόσο το ένταλμα όσο και η έρευνα στην οικία της υπόπτου ως δράστιδος κρίθηκε «παράνομη».
Η αντίδραση της αστυνομίας αλλά και της Γιολίτη προκάλεσε σειρά αντιδράσεων, όπως και η ακύρωση του εντάλματος, με δημοσιογράφους να θέτουν ερώτημα στην τέως υπουργό εάν προτίθεται να παραιτηθεί, χαρακτηρίζοντας την πράξη της «κατάχρηση εξουσίας».
Στην ερώτηση απάντησε τότε ο Νίκος Αναστασιάδης, δηλώνοντας ότι η απόφαση της Δικαιοσύνης είναι σεβαστή, για να προσθέσει ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην υπουργό του και δεν τίθεται θέμα παραίτησης. Το θέμα ωστόσο δεν έμεινε εκεί αφού έφτασε να συζητηθεί και σε αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή.
Στο ενδιάμεσο ωστόσο υπήρξε νέο επεισόδιο, που έφερε την αντιπολίτευση να ζητά την παραίτηση της υπουργού.
Αφορμή οι διαδηλώσεις κατά της διαφθοράς, που ξέσπασαν στην Κύπρο το Φεβρουάριο του 2021. Η αστυνομία επιστράτευσε για την διάλυση μίας συγκέντρωσης και εκτοξευτήρες νερού, καθώς και βία πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της Κύπρου.
Διαδηλωτές τραυματίστηκαν και μία εξ αυτών ηλικίας 25 ετών σοβαρά, αφού κινδύνευσε να χάσει μέρος της όρασης της με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε επέμβαση.
Έρευνα για τα όσα έλαβαν χώρα σε εκείνη την κινητοποίηση ζήτησε και ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Αφέρωφ Νεοφύτου, καταδικάζοντας τη βία. Παράλληλα θύελλα αντιδράσεων ξέσπασε από την αντιπολίτευση, με το ΑΚΕΛ να ζητά από την Έμιλυ Γιολίτη να αναλάβει τις πολιτικές της ευθύνες και να παραιτηθεί. Από την πλευρά του το ΔΗΚΟ μίλησε για εκτροπή από τη δημοκρατία.
Παρά το γεγονός ότι η ίδια δήλωσε ότι δεν έδωσε τις εντολές, οι φωνές εναντίον των χειρισμών της έγιναν ακόμα πιο έντονοι, υπό τη σκιά της βίας, με νομικούς, δημοσιογράφους, καθώς και ακαδημαϊκούς να καταδικάζουν τα όσα συνέβησαν.
«Δεν τίθεται ζήτημα παύσης της κ. Γιολίτη, όπως ούτε και παραίτησης» ήταν η δήλωση εκ μέρους κυβερνητικών πηγών.
Η Έμιλυ Γιολίτη μπήκε στο στόχαστρο των κομμάτων και για το ζήτημα της μεταρρύθμισης της Δικαιοσύνης, έστω και αν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας είχε γίνει από τον προκάτοχο της. Ενόχλησε η επιλογή να φέρει τα σχετικά νομοσχέδια στη Βουλή λίγο πριν το Σώμα διαλυθεί για την διεξαγωγή των εκλογών και σε χρόνους που σύμφωνα με τα κόμματα δεν εξασφάλιζαν την απαραίτητη επεξεργασία.
Τα νομοσχέδια τελικά απορρίφθηκαν από την Επιτροπή Νομικών της Βουλής και δεν προωθήθηκαν στην Ολομέλεια για ψήφιση.
Μεταξύ όσων άσκησαν έντονη κριτική στην κυρία Γιολίτη και ο βουλευτής του ΑΚΕΛ, Άριστος Δαμιανού, ο οποίος την κατηγόρησε ότι «έστειλε στη Βουλή νομοσχέδια που δεν είναι συμφωνημένα, με το ενδεχόμενο μάλιστα μέρος αυτών να είναι αντισυνταγματικά. Είμαστε μπροστά σε ένα θεσμικό αδιέξοδο και δεν είναι σωστό να τίθενται οι τρεις εξουσίες σε πορεία σύγκρουσης. Ούτε η Βουλή μπορεί να ασκήσει ρόλο επιδιαιτητή μεταξύ κυβέρνησης και δικαστικής εξουσίας για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα».
Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ κατηγόρησε την υπουργό για ασέβεια στο Κοινοβούλιο τονίζοντας ότι «καλεί με δημόσιες δηλώσεις της τη Βουλή να παραβιάσει κοινοβουλευτικά θέσμια, τον ίδιο τον Κανονισμό της Βουλής, να παρακάμψει διαδικασίες διαβούλευσης, υποβολής τροπολογιών και να ψηφίσει συνταγματική τροποποίηση μέσα σε λίγες μέρες. Αυτό συνιστά έλλειψη σεβασμού προς το Κοινοβούλιο.»
» Περίπλοκα νομοσχέδια που άπτονται του Δικαίου της Ανάγκης και που περιλαμβάνουν διαχωρισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Ανώτατο Δικαστήριο και Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, δημιουργία νέου Εφετείου, νέου Ανώτατου Δικαστικού και Γνωμοδοτικού Συμβουλίου. Λίγες μέρες πριν την αυτοδιάλυση της Βουλής και χωρίς να παρέχεται επαρκής χρόνος μελέτης από το σύνολο των Βουλευτών και των κοινοβουλευτικών ομάδων».
Κριτική για τις διαδικασίες που επελέγησαν άσκησαν τόσο το ΔΗΚΟ όσο και η ΕΔΕΚ σημειώνοντας με τη σειρά τους το ζήτημα της συνταγματικότητας.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης παραμένει μία καυτή καρέκλα, την οποία αναλαμβάνει πλέον η Στέφη Δράκου, μετά την άρνηση – σύμφωνα με πληροφορίες – του απερχόμενου κυβερνητικού εκπροσώπου Κυριάκου Κούσιου να αποδεχθεί τη θέση. Το προφίλ της κας Δράκου είναι εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό της Έμιλυς Γιολίτη, γεγονός που από μόνο του αποτελεί και μία δήλωση εκ μέρους του Νίκου Αναστασιάδη για τις προθέσεις του.