Τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει κανείς για τη Γαλλία και το μέλλον της από μία εκλογική διαδικασία, τον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών, στην οποία συμμετείχε μόλις το 31,4%-33,9% των ψηφοφόρων; Για τους περισσότερους δημοσκόπους και πολιτικούς επιστήμονες, το πρώτο και βασικότερο συμπέρασμα είναι πως η χώρα διέρχεται μία κρίση εκπροσώπησης και δημοκρατικής απάθειας, το οποίο έχει οξυνθεί από το θόλωμα των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς που έφερε μαζί του ο Εμανουέλ Μακρόν.
«Η γαλλική δημοκρατία είναι άρρωστη», λέει χαρακτηριστικά στο «Politico» ο Εμανουέλ Ριβιέρ, από το ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Kantar Public. «Εχει γίνει τόσο δύσκολο να διαχωριστούν οι προσφερόμενες πολιτικές εναλλακτικές επιλογές, που δίνουν την εντύπωση ότι η πολιτική ζωή είναι ένα είδος θεάτρου σκιών, όπου οι πολιτικοί ενδιαφέρονται περισσότερο να εκλεγούν παρά να επιλύσουν τα ζητήματα που ενδιαφέρουν τους ψηφοφόρους».
Το δεύτερο συμπέρασμα έχει άμεση σχέση με το πρώτο – και αποτυπώθηκε χθες ολοκάθαρα στο πρωτοσέλιδο της «Libération»: ο Εμανουέλ Μακρόν από τη μία πλευρά, η Μαρίν Λεπέν από την άλλη, και ένα ερώτημα: «Κι αν δεν είναι αυτοί, το 2022»; Κι αν δεν είναι τελικά δεδομένη μία νέα μονομαχία ανάμεσα στον γάλλο πρόεδρο και την επικεφαλής της γαλλικής Ακροδεξιάς στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών την ερχόμενη άνοιξη; Γιατί όπως φάνηκε από τον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών, όλες οι αναλύσεις των τελευταίων μηνών για το αναπόφευκτο του πράγματος ήταν χτισμένες στην άμμο.
Η Λεπέν θεωρούσε δεδομένο πως το κόμμα της, η Εθνική Συσπείρωση, θα ερχόταν πρώτο σε τουλάχιστον έξι περιφέρειες, και στην πραγματικότητα, έχασε ένα 10% σε συνολικό ποσοστό ψήφων σε σύγκριση με τις περιφερειακές εκλογές του 2015, ήρθε πρώτο μόνο σε μία, την Προβηγκία – Αλπεις – Κυανή Ακτή, και ο υποψήφιός της εκεί, ο Τιερί Μαριανί, δύσκολα θα κατορθώσει την ερχόμενη Κυριακή να προσθέσει στις κατακτήσεις της γαλλικής Ακροδεξιάς μία περιφέρεια. Για πρώτη φορά μάλιστα, η αποχή, που συνήθως ωφελεί την Ακροδεξιά, την έπληξε εξίσου με τα υπόλοιπα κόμματα. Από την πλευρά του, το LREM, το κόμμα του Μακρόν, φιλοδοξούσε να δείξει στις περιφερειακές εκλογές πως διαθέτει μία βάση κεντρώων, αριστερών και δεξιών ψηφοφόρων πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί ο γάλλος πρόεδρος ώστε να τη «διευρύνει» κατά την προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές. Στην πραγματικότητα, όμως, το LREM, ένα κατεξοχήν προσωποπαγές κόμμα χωρίς τοπικές ρίζες, μετά βίας έφτασε σε ποσοστό ψήφων το 10%, προκρίθηκε στον δεύτερο γύρο μόνο σε οκτώ από τις 13 γαλλικές περιφέρειες και δεν έχει ελπίδα νίκης σε καμία.
Ο παλιός κόσμος
Εκείνο που κατέδειξε ο πρώτος εκλογικός γύρος της Κυριακής είναι πως ο «παλιός κόσμος», οι Ρεπουμπλικανοί από τη μία πλευρά, που ήρθαν πρώτο κόμμα και θεωρούνται φαβορί σε όλες τις περιφέρειες που ήλεγχαν, οι Σοσιαλιστές και οι Οικολόγοι από την άλλη, που κατέκτησαν από κοινού 27% των ψήφων, δεν έχει τελικά – όπως φημολογείτο επίμονα… – «πεθάνει». Ειδικά η Δεξιά, λοιπόν, που βρίσκει εδώ και τέσσερα χρόνια στις τοπικές εκλογές παρηγοριά για τις εθνικές της αποτυχίες, επιτρέπει ξανά στον εαυτό της να ονειρεύεται «αύριο που τραγουδούν» – κι ας μην έχει ακόμα ξεχωρίσει ο προεδρικός υποψήφιος που θα την ενώσει. Ετοιμος για τον ρόλο αυτό δήλωσε σε συνέντευξή του στην ιταλική «La Repubblica» ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο πρώην επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ για το Brexit, φροντίζοντας παράλληλα να επισημάνει πως θα βοηθήσει το κόμμα του με όποιον τρόπο μπορεί και δηλώνοντας πεπεισμένος πως «ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας».
Για τους αναλυτές, το μόνο βέβαιο είναι πως ο δρόμος για τις προεδρικές εκλογές είναι μακρύς, και πιθανόν να κρύβει πολλές εκπλήξεις: «Ενα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων», λέει χαρακτηριστικά ο Ζαν-Ιβ Ντορμαζέν, «δεν ταυτίζεται πλέον με κάποιο πολιτικό κόμμα, γεγονός που έχει παραγάγει ένα εκλογικό σώμα ιδιαίτερα ρευστό και απρόβλεπτο και που θα μπορούσε για μία ακόμα φορά να ωφελήσει κάποια άγνωστη προσωπικότητα, όπως έκανε το 2017 με τον Εμανουέλ Μακρόν».