Σαν σήμερα, 25 Ιουνίου του 1997 έφυγε από τη ζωή ο κορυφαίος ωκεανογράφος και ντοκιμαντερίστας, Ζακ Ιβ Κουστό.
Οι ταινίες του μεγάλωσαν γενιές και γενιές και μέσω του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ο γάλλος εξερευνητής με το κόκκινο σκουφάκι έγινε ο ήρωας εκατομμυρίων παιδιών που γνώρισαν μαζί του τις θάλασσες ολόκληρου του πλανήτη.
Λίγο μετά τον θάνατό του όμως πλήθυναν οι πληροφορίες που τελικά οδήγησαν σε μια εν μέρει, τουλάχιστον, αποκαθήλωσή του.
Τον Μάιο του 1998, «ΤΑ ΝΕΑ» δημοσιεύουν άρθρο των «ΤΙΜES». Ο τίτλος που επιλέγουν οι συντάκτες των «ΝΕΩΝ» ενδεικτικός
«Ο Γάλλος ντοκιμενταρίστας που πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του στο πλοίο του «Καλυψώ», εξερευνώντας τις θάλασσες και αποκαλύπτοντας τα μυστικά της, δέχεται βολές πως αλλοίωσε τις ανακαλύψεις του με ψεύτικες σκηνές στις σειρές ντοκιμαντέρ που γύρισε.
»Ο Κουστό, που ήταν ο αγαπημένος των περιβαλλοντικών κινημάτων, λέγεται πως θυσίασε ζώα στον βωμό της φήμης του και στην επίτευξη των εμπορικών του στόχων.
»Μέλη της θρυλικής ομάδας του, των ωκεανοναυτών, αποκαλύπτουν πως ο Γάλλος είχε συμπεριλάβει ψεύτικες σκηνές στα διάσημα ντοκιμαντέρ του, μεταξύ των οποίων και δύο βραβευμένα με Όσκαρ.
»Η ζωή κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ήταν απρόσιτη έως την στιγμή που ο Κουστό δημιούργησε εξοπλισμό που έδινε τη δυνατότητα στους δύτες να κατεβαίνουν σε μεγάλα βάθη με τη χρήση πεπιεσμένου αέρα. Ανέπτυξε επίσης την τεχνολογία της υποβρύχιας κάμερας, την οποία χρησιμοποίησε το 1956 στο φιλμ «Ο σιωπηλός κόσμος» (Τhe silent world).
Οι επόμενες γραμμές σίγουρα δεν θα αρέσουν σε όσους θυμούνται με αγάπη τον γάλλο εξερευνητή.
Το ζεύγος…τεσσάρων θαλάσσιων λεόντων
«Σε μια αποστολή γύρω από το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, το πλήρωμα του “Καλυψώ” κινηματογράφησε τη ζωή δύο θαλάσσιων λεόντων, το πέρασμά τους από την ελευθερία στην αιχμαλωσία, τα… βαφτίσια τους αλλά και πώς τα δύο κήτη εκπαιδεύτηκαν να περπατούν σαν σκυλιά στο κατάστρωμα του σκάφους προτού επιστρέψουν, σύμφωνα με τις καταγραφές του κινηματογραφικού φακού, σώα και αβλαβή στον φυσικό τους χώρο».
Η πραγματικότητα όμως, στα παρασκήνια, ήταν αρκετά διαφορετική.
« Αυτή ήταν μια α λα Ντίσνεϊ προσέγγιση του θέματος. Δώστε ονόματα στους πρωταγωνιστές και θα τους ερωτευθείτε, είπε με νόημα ο Ντέιβιντ Βόλμπερ, πρώην διοικητικό στέλεχος του αμερικανικού δικτύου ABC.
»Η αισθηματική ιστορία των τηλεθεατών όμως βασίστηκε σ’ ένα ψέμα. Στην πραγματικότητα υπήρχαν τέσσερις και όχι δύο θαλάσσιοι λέοντες. Οι δύο ήταν οι… αντικαταστάτες όταν το πρώτο ζευγάρι πέθανε! Αποκαλύπτικός είναι ο Άλμπερτ Φάλκο, εκ των εμπίστων του Κουστό, ο οποίος ήταν μέλος της ομάδας του από το 1952 έως το 1989. «Κρατήσαμε τα ζώα για μεγάλο χρονικό διάστημα έξω από τη θάλασσα προκειμένου να κάνουμε τα γυρίσματα του φιλμ», είπε.
Ιπτάμενο χταπόδι
«Σ’ ένα ντοκιμαντέρ, ένα χταπόδι πετάγεται μέσα από μια δεξαμενή με νερό στο κατάστρωμα του πλοίου. Το… άλμα φαίνεται να αποδίδεται στις ικανότητες του μαλακίου. Κι όμως, στην πραγματικότητα το χταπόδι για να κάνει αυτό που έκανε μπροστά στις κάμερες, οι άνθρωποι του Κουστό χρειάστηκε να ρίξουν στη δεξαμενή ποσότητες χαλαζία ( ουσία που χρησιμοποιούν κάποιοι δύτες για να βγάζουν χταπόδια, καλαμάρια από την φωλιά τους).
»Ο ίδιος ο Κουστό είχε παραδεχθεί πως υπήρχαν στα ντοκιμαντέρ του στημένες σκηνές για να φαίνονται οι καταδύσεις που έκαναν τα μέλη της εξερευνητική του ομάδας πιο επικίνδυνες απ’ ό,τι στην πραγματικότητα ήταν.
Το κλουβί και οι καρχαρίες
»Ένα άλλο μέλος του πληρώματος του “Καλυψώ”, ο Αντρέ Λαβάν, που προσέφερε τις υπηρεσίες του από το 1952 έως το 1973, αποκάλυψε ότι κάποτε του είπαν να προσποιηθεί πως είχε πάθει τη νόσο των δυτών».
Ο γιος του Κουστό, Φιλίπ (που το 1979 σκοτώθηκε ύστερα από συντριβή του υδροπλάνου στο οποίο επέβαινε) σε μια από τις θαλάσσιες περιπέτειες τους εμφανίστηκε σε ένα σιδερένιο κλουβί περιτριγυρισμένος από πλήθος αφηνιασμένους καρχαρίες. Και στο περιστατικό αυτό όμως υπήρξε σκηνοθετική παρέμβαση.
«Η δόκτωρν Γιουτζίν Κλαρκ, που ήταν τότε στο “Καλυψώ”, πήρε την εντολή να επαναλάβει τη σκηνή κατά την οποία δίνει οδηγίες στον “φυλακισμένο” Φιλίπ. “Έπρεπε να κάνουμε αρκετές λήψεις διότι στην πρώτη δεν έδειχνα αρκετά φοβισμένη”.