Τις άμεσες και έμμεσες πρόσφατες αντιδράσεις του Βερολίνου στην αύξηση του αριθμού αναγνωρισμένων προσφύγων οι οποίοι μετακινούνται από την Ελλάδα προς τη Γερμανία και άλλα ευρωπαϊκά κράτη σχολιάζει στα «ΝΕΑ» ο Νότης Μηταράκης, αποδίδοντας το φαινόμενο αφενός στις ταχύτερες διαδικασίες ασύλου που έχουν επιτευχθεί τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, αφετέρου στα αυξημένα κίνητρα που δίνονται από χώρες όπως η Γερμανία στους πρόσφυγες με αποτέλεσμα να επιθυμούν να εγκατασταθούν σε αυτές. Για «δομικό ζήτημα της ΕΕ» κάνει λόγο ο έλληνας υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου ξεκαθαρίζοντας πως, σε κάθε περίπτωση, «η Ελλάδα δεν κάνει τίποτα το παράνομο». Τι είχε προηγηθεί;
Οι προθέσεις του Βερολίνου είχαν διαφανεί από μια πρώτη διαρροή ανώτατων στελεχών του γερμανικού υπουργείου Εσωτερικών στην κυριακάτικη «Die Welt» στα τέλη Απριλίου, όπου είχε διατυπωθεί η πρόταση να χρηματοδοτηθεί η διαμονή αναγνωρισμένων προσφύγων – περίπου 1.000 κάθε μήνα – οι οποίοι θα επαναπροωθούνται από τη Γερμανία στην Ελλάδα, πρόταση που είχε παρουσιαστεί ως ένα ακόμα μέτρο στήριξης σε διμερές επίπεδο, με τη χρηματοδότηση να αφορά εκτός από περίθαλψη και έξοδα στέγασης. Πηγές του υπουργείου είχαν τότε υποδεχθεί την πρόταση με προβληματισμό, σημειώνοντας ότι «η Ελλάδα έχει προγράμματα ενσωμάτωσης για αναγνωρισμένους πρόσφυγες. Είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και ίσως έχει αντίθετα αποτελέσματα η δημιουργία ειδικών προγραμμάτων για επαναπατρισμό προσφύγων». Την ίδια περίοδο ο Νότης Μηταράκης δήλωνε στα «ΝΕΑ»: «Στόχος μας είναι να απεγκλωβίσουμε τα νησιά μας από τη μέγκενη του Μεταναστευτικού για να μπορέσουν να ανακάμψουν και να αναπτυχθούν. Να συνεχίσουμε να προστατεύουμε αποτελεσματικά τα σύνορά μας, να ενισχύσουμε το αίσθημα ασφάλειας με τις κλειστές ελεγχόμενες δομές, να διατηρήσουμε τις μειωμένες ροές και την ταχεία διαδικασία ασύλου».
Η «επιστολή των έξι»
Την 1η Ιουνίου, από το Βερολίνο ταχυδρομήθηκε μια επιστολή που συνυπέγραφαν οι υπουργοί Εσωτερικών Γερμανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Λουξεμβούργου, Βελγίου και Ελβετίας, με την οποία ζητούσαν από την Κομισιόν να εξετάσει αν η Ελλάδα μπορεί να κάνει παραπάνω για να δεχθεί πίσω πρόσφυγες που αιτούνται άσυλο στα βόρεια κράτη, ενώ έχουν ήδη λάβει από την Ελλάδα. Στην τετρασέλιδη επιστολή υπογραμμιζόταν ότι στη Γερμανία από τον Ιούλιο του 2020 υπέβαλαν αίτηση για άσυλο -ενώ είχαν εξασφαλισμένη διεθνή προστασία στην Ελλάδα – 17.000 άτομα.
Το φαινόμενο, το οποίο ονομάστηκε «δεύτερη μετακίνηση» και αποτυπώνει την αύξηση των μετακινήσεων προσφύγων το τελευταίο διάστημα προς τα κράτη του Βορρά, μια κίνηση που ερμηνεύθηκε ως μετακίνηση λόγω μη ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης στη χώρα πρώτης εισόδου, είχε απαντηθεί τότε άμεσα από την ελληνική πλευρά. «Η Ελλάδα απάντησε στην επιστολή. Ξεκαθαρίζει ότι εφαρμόζει πλήρως όλες τις υποχρεώσεις της βάσει του Διεθνούς Δικαίου και δεν ευθύνεται για όποιες μετακινήσεις αναγνωρισμένων προσφύγων. Καθώς αυτές οι μετακινήσεις προβλέπονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Παράλληλα, η Ελλάδα τονίζει ότι έχει προγράμματα ένταξης αναγνωρισμένων προσφύγων, καθώς και ίσες κοινωνικές παροχές μεταξύ Ελλήνων και προσφύγων. Αν γενικότερα δεν είναι επαρκώς γενναιόδωρο το ελληνικό προνοιακό σύστημα, αυτό οφείλεται σε περιορισμούς παροχών τα τελευταία δέκα χρόνια. Περιορισμούς που ζητήθηκαν από την Ευρώπη λόγω μνημονίου» σημείωναν στα «ΝΕΑ» πηγές του ΥΜΑ. Στο πλαίσιο της εν εξελίξει διαπραγμάτευσης για το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου της ΕΕ, ο έλληνας υπουργός είχε συνάντηση με την υπουργό Εξωτερικών του Βελγίου, ενός από τα κράτη που συνυπέγραφαν την «επιστολή των έξι». Στην κατ’ ιδίαν συνάντηση με τη Σοφί Βιλμές, υπουργό Εξωτερικών και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης του Βελγίου, συμφώνησαν στην ανάγκη δίκαιης κατανομής του μεταναστευτικού βάρους, μέσω ενός αντικειμενικού συστήματος επιμερισμού.
Αφίξεις και αναχωρήσεις
Τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότερη διαχείριση του Προσφυγικού-Μεταναστευτικού, μέσα από την οποία πράγματι προκύπτει ότι οι αιτούντες άσυλο στη χώρα έπεσαν για πρώτη φορά κάτω από τις 10.000 στα νησιά και στην υπόλοιπη χώρα μειώθηκαν κατά 40%. Ταυτόχρονα, κατά το πρώτο πεντάμηνο του έτους διπλασιάστηκαν οι αναχωρήσεις σε σχέση με τις αφίξεις. «Υστερα από συστηματικές προσπάθειες, 4.951 άτομα αναχώρησαν με προορισμό είτε την Ευρώπη είτε τρίτα κράτη μέσω των μηχανισμών αναγκαστικών απελάσεων και επιστροφών υπηκόων τρίτων χωρών. Το ίδιο χρονικό διάστημα καταγράφηκαν 2.981 αφίξεις στα νησιά του Αιγαίου και στο Φυλάκιο του Εβρου, αριθμός μειωμένος κατά 68% σε σχέση με τις αφίξεις του 2020 (9.421 αφίξεις)» ανέφερε το ΥΜΑ, ενώ ο έλληνας υπουργός δήλωνε: «Το τελευταίο 12μηνο στην Ελλάδα φεύγουν περισσότεροι πολίτες τρίτων χωρών από ό,τι έρχονται, ενώ τους πρώτους πέντε μήνες του 2021 οι αναχωρήσεις πολιτών τρίτων χωρών είναι διπλάσιες από τις αφίξεις. Για τη διατήρηση του θετικού ισοζυγίου, απαιτείται η εφαρμογή της Κοινής Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας που υποχρεώνει τη γείτονα χώρα να δέχεται την επιστροφή όσων δεν δικαιούνται προστασίας. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να εφαρμόζει μια αυστηρή αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική. Μια πολιτική που προστατεύει τα ευρωπαϊκά σύνορα, σέβεται το διεθνές δίκαιο, προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα και έχει θετικά αποτελέσματα για τους έλληνες πολίτες».
Το «τελείως διαφορετικό περιβάλλον» επί ελληνικού εδάφους όσον αφορά το Μεταναστευτικό αναγνώρισε και η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων και Μετανάστευσης της ΕΕ Ιλβα Γιόχανσον σε συνάντηση με τον Νότη Μηταράκη. Στη χθεσινή παρέμβασή του στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο έλληνας υπουργός επανέλαβε την πάγια θέση για την ανάγκη δημιουργίας κοινού μηχανισμού υποχρεωτικής αλληλεγγύης και κατανομής της ευθύνης του Μεταναστευτικού ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ενωσης, ενώ υπενθύμισε τη θέση της Ελλάδας υπέρ της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων χορήγησης ασύλου και της ελεύθερης κυκλοφορίας των αναγνωρισμένων προσφύγων εντός του κοινού χώρου.