Λίγες ώρες προτού ο 33χρονος πιλότος κριθεί προφυλακιστέος για τη δολοφονία της 20χρονης συζύγου του, Καρολάιν Κράουτς, στη μεζονέτα στα Γλυκά Νερά, στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της πρωτεύουσας, τα πέντε βιβλία του Πάνου Σόμπολου («Εγκλήματα γένους θηλυκού στην Ελλάδα», «Οι αστέρες του εγκληματικού πάνθεου όπως τους έζησα», «Τα τραγικά γεγονότα της τελευταίας τριακονταπενταετίας όπως τα έζησα», «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα όπως τα έζησα», «Μια ζωή ρεπορτάζ»), του δημοσιογράφου που αφιέρωσε τη ζωή του στο αστυνομικό ρεπορτάζ, είχαν γίνει ανάρπαστα. «Παρά τη φρίκη που υπάρχει μέσα στα βιβλία, έχουν ενδιαφέρον γιατί περιγράφουν πραγματικά γεγονότα. Δεν είναι μυθιστόρημα, να καθίσω στον υπολογιστή και να γράψω ό,τι μου κατέβει. Αυτά είναι πραγματικά περιστατικά τα οποία έζησα. Και ο ιστορικός του μέλλοντος πιστεύω θα τα χρησιμοποιήσει γιατί είναι αυθεντικά. Δεν μου τα είπε κανένας, δεν τα άκουσα από κάποιον, δεν τα μελέτησα κάπου, τα έζησα εγώ ο ίδιος. Ισως επειδή έχουν αυτόν τον χαρακτήρα, υπάρχει αυτή η ζήτηση» εξηγεί. Με τη χαρακτηριστική νηφαλιότητα και τον επαγγελματισμό που τον διακρίνουν, τις μέρες που την επικαιρότητα μονοπωλούσε η στυγερή δολοφονία στα Γλυκά Νερά, από τις πρώτες πρωινές ώρες μέχρι αργά τη νύχτα, σε όποια εκπομπή του ζητήθηκε, ο Πάνος Σόμπολος έδωσε το «παρών», ρίχνοντας την πολύπειρη ματιά του πάνω στα γεγονότα για τα οποία συζητά όλη η Ελλάδα.
Παρότι ο ίδιος, ως ρεπόρτερ και αργότερα ξανά ως συγγραφέας, έχει κάνει την ανατομία εκατοντάδων εγκλημάτων που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη, το έγκλημα στα Γλυκά Νερά κατόρθωσε να τον σοκάρει, τόσο για τα όσα συνέβησαν την ώρα του εγκλήματος αλλά κυρίως για το μετά, τη συμπεριφορά τού, καθ’ ομολογίαν του, δράστη που για 37 ημέρες παρίστανε ενώπιον των Αρχών, των οικείων του και της κοινωνίας το θύμα μιας αιματηρής ληστείας. «Είχε πολλές πτυχές που συγκλόνισαν πραγματικά. Και ο τρόπος διάπραξης του εγκλήματος και οι μετέπειτα κινήσεις του δράστη. Μια συγκλονιστική σκηνή ήταν, όταν, κατά την εξέτασή του, περιέγραφε με τόσο πειστικό τρόπο τις κινήσεις των υποτιθέμενων ληστών, ότι οι δράστες έβαλαν την κάννη του περιστρόφου στο μωρό και δήθεν έλεγαν ότι θα το σκοτώσουμε άμα δεν μας δώσεις και τα υπόλοιπα λεφτά. Αλλη μια σκηνή που σε συγκλόνιζε πραγματικά ήταν αυτή που είδαμε όλοι, με τον κατηγορούμενο να αγκαλιάζει κλαίγοντας τη μάνα της Καρολάιν. Και επίσης συγκλονιστική σκηνή ήταν αυτή που έβαλε το παιδάκι του, ηλικίας 11 μηνών, πάνω στο πτώμα, τη νεκρή μανούλα του, χωρίς να σκεφτεί “τι κάνω τώρα”».
Τα 41 χρόνια πείρας σε υποθέσεις σαν κι αυτήν δεν τον εμπόδισαν να παραδεχτεί ότι τα πρώτα 24ωρα έπεσε και ο ίδιος θύμα του σεναρίου των τριών ληστών. «Για να είμαι ειλικρινής, εμένα δεν πήγε το μυαλό μου ότι αυτός μπορεί να είναι ο δολοφόνος. Στην αρχή πίστεψα ότι μπήκαν μέσα οι τρεις ληστές κι έκαναν αυτά που περιγράφει με τόση παραστατικότητα και θεατρινισμό ο κατηγορούμενος. Και όπως αποδεικνύεται, τα όσα έλεγε ήταν πιστή αντιγραφή της εισβολής κακοποιών στο σπίτι του εκπαιδευτή του στο Αλεποχώρι. Μετά από μια βδομάδα, που άρχισα να ρωτώ παλιότερους και νεότερους αστυνομικούς, οι οποίοι μου μίλησαν για κενά στην υπόθεση, είπα “εδώ μάλλον πρέπει να επιμείνουν περισσότερο στον σύζυγο”. Χωρίς όμως βεβαιότητα. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι βέβαιος σε αυτές τις περιπτώσεις».
Εχοντας ζήσει στο πετσί του ανατροπές σε ανθρωποκτονίες – όπως αυτή το ’90 στο Οίτυλο Λακωνίας, όπου για τη δολοφονία ενός ζευγαριού καταδικάστηκε σε δις ισόβια η κόρη τους, Σταυρούλα Κατσαφαρέα, και χρόνια αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν αθώα – έμαθε να μην προτρέχει. «Εχω μια αρχή από την εμπειρία τόσων ετών. Λέω, εάν δεν εξιχνιαστεί πλήρως μια υπόθεση δεν πρέπει να αποκλείεις τίποτα. Θα με ρωτήσετε τώρα, είπε όλη την αλήθεια ο κατηγορούμενος; Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα. Ηταν κίνητρο οι συνεχείς καβγάδες που είχαν; Δεν το ξέρουμε. Κρύβεται κάτι πίσω από τους καβγάδες που δεν έχει αποκαλυφθεί μέχρι στιγμής; Και αυτό δεν το ξέρουμε. Είναι πολύ πιθανό ως προς τα κίνητρα να υπάρχουν και άλλοι λόγοι που δεν θέλει να τους πει ο κατηγορούμενος και που δεν έχουν βγει στη δημοσιότητα μέχρι σήμερα. Δεν αποκλείεται να βγουν εν καιρώ και άλλα στοιχεία για αυτήν τη συγκλονιστική υπόθεση που θα μας καταπλήξουν».
«Εδώ η τεχνολογία έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο»
Με την υπόθεση των Γλυκών Νερών έγινε αντιληπτό ότι το έγκλημα πέρασε ανεπιστρεπτί σε μια νέα εποχή, καθώς με τα ψηφιακά ίχνη γίνεται σχεδόν αδύνατον να υπάρξει πλέον έγκλημα χωρίς τιμωρία. «Παλαιότερα, όταν είχαμε μια ανθρωποκτονία, πηγαίναμε στον τόπο του εγκλήματος και η εγκληματολογική υπηρεσία συνέλεγε μόνο δακτυλικά αποτυπώματα. Μετά εμφανίστηκε το DNA. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν εξελιχθεί. Η νέα τεχνολογία συμβάλλει σημαντικά στην εξιχνίαση όχι μόνο του εγκλήματος αλλά και άλλων υποθέσεων. Στην υπόθεση των Γλυκών Νερών έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο. Παλιά επέμεναν περισσότερο στην ανάκριση. Τώρα έχουν όλα τα μέσα της τεχνολογίας και προχωρούν με γοργότερο ρυθμό. Τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει. Ομως η τεχνολογία βοηθά σημαντικά στο να εξιχνιαστεί το όποιο έγκλημα. Και όσο προχωρούμε θα τελειοποιείται ακόμα περισσότερο και οι δράστες των εγκλημάτων δεν θα είναι πεπεισμένοι όπως παλαιότερα ότι “το κάνω και δεν θα συλληφθώ”. Τώρα ο κίνδυνος για αυτούς είναι δίπλα τους. Δεν μπορούν να ξεφύγουν. Η τεχνολογία θα συμβάλει στη μείωση του εγκλήματος, στη μείωση της εγκληματικότητας ή στο να αναπτυχθεί περαιτέρω η εγκληματικότητα σε διάφορες μορφές. Η νέα τεχνολογία είναι φραγμός».
Γραμμένη λες από τα χέρια του Ευριπίδη, η υπόθεση στα Γλυκά Νερά ξύπνησε μνήμες στον Πάνο Σόμπολο από παρόμοιες υποθέσεις που είχε καλύψει δημοσιογραφικά στο παρελθόν και έχει καταγράψει στα βιβλία του. Κατά τη διάρκεια της βιντεοκλήσης μας, τα ξεφυλλίζει ανακαλώντας λεπτομέρειες: Από μια συνομιλία που είχε το ’87 με τον 27χρονο τότε Παναγιώτη Φραντζή, ο οποίος είχε σκοτώσει και τεμαχίσει τη 18χρονη γυναίκα του, από την υπόθεση στην Καβάλα το ’99, όταν ο Γιώργος Σκιαδόπουλος έψαχνε για μέρες την αμερικανίδα σύντροφό του, ενώ ο ίδιος την είχε στραγγαλίσει και είχε κρύψει το πτώμα της σε μια βαλίτσα, αλλά και από την ανατριχιαστική υπόθεση τον Αύγουστο του 2008 στη Σαντορίνη, όταν ένας 31χρονος μάγειρας, αφού αποκεφάλισε το σκυλί του, στη συνέχεια περιφερόταν στα κυκλαδίτικα σοκάκια με ένα τεράστιο κουζινομάχαιρο στο ένα χέρι και το κεφάλι της 25χρονης συζύγου του στο άλλο.
Ως αυτόπτης μάρτυρας – όπως ήταν και ο τίτλος της επιτυχημένης εκπομπής του στο Mega – αμέτρητων υποθέσεων, από ναυάγια, αεροπειρατείες και πολύνεκρα τροχαία μέχρι τρομοκρατικές ενέργειες και στυγερές δολοφονίες, όλα αυτά τα χρόνια, ο Πάνος Σόμπολος έχει περπατήσει ανάμεσα σε πτώματα και πλάι σε εφιαλτικά σκηνικά εγκλήματος πνιγμένα στο αίμα. «Ολο πτώματα και καταστάσεις δύσκολες έβλεπα και ζούσα, δεν με πείραζαν, συνηθίζεις κάποια στιγμή» λέει και μοιράζεται μαζί μας τη μία υπόθεση που τον στιγμάτισε για πάντα: «Βρισκόμουν στις πυρκαγιές στην Ηλεία το 2007 με ένα συνεργείο του Mega.
Αφού έδωσα το ρεπορτάζ στην τότε πρωινή εκπομπή με τον Καμπουράκη και τον Οικονομέα, βλέπω ένα περιπολικό να πλησιάζει. Ενώ μιλούσα με τον αστυνομικό, εμφανίζεται ένας κάτοικος και λέει “εκεί πίσω από τον λόφο πρέπει να υπάρχουν καμένοι”. Πηγαίνοντας στο σημείο, από μακριά, βλέπαμε κάτι ογκώδες. Πλησιάζοντας, καταλάβαμε ότι ήταν άνθρωποι. Μια μάνα γονατιστή που είχε στην αγκαλιά της τρία από τα παιδάκια της, ένα από τη μία μεριά, ένα από την άλλη και το τρίτο, ένα μικρούλι, ανάμεσα στα στήθη της. Φυσικά, ήταν πεθαμένοι, και τα τρία παιδιά και η μάνα. Εκείνη την ώρα μου πέρασε από το μυαλό ότι το προηγούμενο βράδυ κάτοικος της περιοχής με ρώτησε “μήπως μάθατε τίποτε, μια μάνα με τέσσερα παιδιά έχει χαθεί”. Ψάχνοντας με τους πυροσβέστες και τους αστυνομικούς εκεί γύρω, σε απόσταση 50 μέτρων, βλέπουμε ένα παιδάκι 12-14 χρονών να προσπαθεί να σκαρφαλώσει έναν όχθο για να φύγει από την πυρκαγιά. Και αυτό νεκρό. Ε, ήταν το συγκλονιστικότερο γεγονός που έζησα σε όλη τη δημοσιογραφική μου πορεία».
«Το δυσκολότερο ρεπορτάζ είναι το αστυνομικό»
Αν υπήρχε τίτλος «εθνικού αστυνομικού συντάκτη», ο Πάνος Σόμπολος, με μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες φωνές στην ελληνική δημοσιογραφία, θα τον είχε στο τσεπάκι. Σήμερα ομολογεί ότι το αστυνομικό ρεπορτάζ ήταν πάντα «ανηφόρα» και ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν ξεκινούσε αλλά και αργότερα, που τα μέσα τεχνολογίας ήταν υποτυπώδη. «Το δυσκολότερο ρεπορτάζ είναι το αστυνομικό γιατί σε θέλει όλο το 24ωρο σε εγρήγορση. Δεν έχει “σήμερα είμαι με τα παιδιά μου και δεν σηκώνω τηλέφωνο” ή “είμαι με τη φιλενάδα μου και δεν απαντώ”. Μέχρι να βγουν τα κινητά, ακόμα και σε μια ταβέρνα να πήγαινα με την οικογένειά μου, έπρεπε να πάρω την Αμεση Δράση, το Αρχηγείο και την Πυροσβεστική να αφήσω μήνυμα ότι βρίσκομαι στο τάδε τηλέφωνο. Και αν συνέβαινε κάτι με έπαιρναν εκεί».
Πάντα πιστός στο καθήκον, θυμάται να γίνεται καπνός από κοινωνικές εκδηλώσεις στο άκουσμα μιας έκτακτης είδησης. Οπως έναν Ιούλιο που, ως αντιπρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, ήταν προσκεκλημένος στο Προεδρικό Μέγαρο, στην εκδήλωση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και ένας αστυνομικός με πολιτικά τον ενημέρωσε ότι υπάρχει εξέγερση στις Φυλακές Κορυδαλλού, με αποτέλεσμα, «πάνω στη φούρια της δουλειάς», όπως λέει, να παρατήσει τη γυναίκα του, Τζένη, κάτι που συνειδητοποίησε αφού είχε απομακρυνθεί. «Την Τζένη την έχασα το 2007 από καρκίνο. Αυτή κράτησε την οικογένειά μας, αυτή μεγάλωσε παιδιά.
Ηταν ένας υπέροχος άνθρωπος» εξομολογείται. Οι δικοί του εξοντωτικοί ρυθμοί δουλειάς θεωρεί ότι αποθάρρυναν την κόρη του Ανθούλα να ακολουθήσει τα βήματά του. «Εγώ ήθελα να έρθουν και τα δύο παιδιά μου στη δημοσιογραφία. Ο γιος ήρθε. Η κόρη τέλειωσε Νομική, όμως όσο μεγάλωνε ζούσε όλες αυτές τις καταστάσεις στο σπίτι. Δεν έβλεπαν πατέρα, να καθίσουμε να φάμε σαν άνθρωποι. Πότε στη μια άκρη της Ελλάδας, πότε στην άλλη. Τελικά δεν την κατάφερα και μάλλον καλά έκανε και έμεινε στη δικηγορία. Τώρα έχω δύο εγγονούλες από την κόρη και “ένα και ένα” από τον Γιώργο. Και είμαι ο ευτυχέστερος παππούς. Εγώ παιδιά δεν είδα, δεν τα έζησα, όμως τα εγγονάκια μου είναι ό,τι καλύτερο».
«Κρατάω σχέσεις με πολλούς κακοποιούς»
Από το εξοχικό του στην Αιτωλοακαρνανία όπου έχει αποσυρθεί για τα «μπάνια του λαού», κάθε πρωί αγναντεύει τη Λευκάδα, την Κεφαλονιά και το Θιάκι, όπως χαρακτηριστικά λέει, και αυτός ήταν και ο λόγος που δεν κατέστη δυνατό να γευματίσουμε από κοντά όπως είθισται όταν «τα λέμε» στα «ΝΕΑ».
Κοιτάζοντας από απόσταση όλη του την πορεία, από την εφημερίδα «Ακρόπολη», τα χρόνια στην ΕΡΤ, το ΑΠΕ, το Εθνος και τα πολύ δημιουργικά χρόνια στο Mega από όπου πήρε σύνταξη το 2012, διαπιστώνει ότι ποτέ δεν ήταν στόχος τα λεφτά. «Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια που καθόμασταν τα ξημερώματα και με κέρναγαν οι μεγαλύτεροι συνάδελφοι έναν καφέ κι έλεγα “όχι, θέλω ένα ούζο”. Δεν ήμουν μπεκρής, όμως έλεγα “θα φέρει το ούζο για να φάω τον μεζέ”, γιατί είχα δύο μέρες να φάω.
Ηταν δύσκολα τα χρόνια εκείνα». Και αργότερα, όμως, που ήρθαν καλύτερες μέρες, θυμάται τη μακαρίτισσα την Τζένη να του λέει, «ο μισός σου μισθός πάει στους κακοποιούς και ο άλλος μισός έρχεται σπίτι». Οπως παραδέχεται ο ίδιος: «Κρατάω σχέσεις με πολλούς από τους κακοποιούς γιατί σε όλη μου τη ζωή, με ποιους ήμουνα; Με τους συναδέλφους μου, με τους αστυνομικούς, με τους πυροσβέστες και με τους κακοποιούς. Αυτή ήταν η δική μου γκάμα. Οι κακοποιοί εμένα με αγαπούσαν, διότι έκανα τη δουλειά μου. Προέκυπτε από την προανάκριση ότι ο τάδε ληστής έκανε 29 ληστείες; Εγώ δεν έβαζα 30 για να εντυπωσιάσω. Και πάντα τους έβλεπα με ανθρωπιά και τους βοηθούσα. Και με τον Νίκο Κοεμτζή είχα πολύ καλή σχέση, με τον Βαγγέλη Ρωχάμη και με τον Κώστα Σαμαρά που του παρουσίασα το βιβλίο στα Τρίκαλα».
Παρά τις τεράστιες δημοσιογραφικές επιτυχίες στο ενεργητικό του, κορυφαία στιγμή στην καριέρα του θεωρεί το 2019, όταν το Ιδρυμα Μπότση θεσμοθέτησε το ετήσιο βραβείο «Πάνος Σόμπολος» για δημοσιογράφους που διακρίνονται στο αστυνομικό, δικαστικό και ελεύθερο ρεπορτάζ. «Ηταν η μεγαλύτερη καταξίωση για μένα, ό,τι καλύτερο στη ζωή και στην καριέρα μου. Συνήθως αυτά καθιερώνονται όταν φύγεις από τη ζωή. Τότε λένε, στη μνήμη του τάδε καθιερώνουμε αυτό το βραβείο. Εγώ αυτό το ζω τώρα. Κι είναι μια ύψιστη τιμή, ενώ έχω τα μάτια ανοιχτά» καταλήγει.